"Οταν τον βλέπεις να γυρίζει σκεπασμένος με την κουβέρτα, να το ξέρεις, κρύβει μαχαίρι. Αλλά μην φοβηθείς, δεν έχει την δύναμη να το καρφώσει"
Ηταν η απάντηση στην απορία του πως και "φόραγε" την κουβέρτα αντί το συνηθισμένο σκούρο του μακρύ παλτό, γιατί στα άλλα πράγματα η απάντηση ήταν προφανής. Ενα ανθρώπινο ταλαιπωρημένο ερείπιο που τριγύρναγε στο λιμάνι ψάχνοντας ένα χαρτζιλίκι, μια μπύρα που το μεθύσι της να καλύπτει το άλλο μεθύσι, την μόνιμη θολούρα του μυαλού. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες γι' αυτόν και ποτέ του δεν κατάλαβε αν ήταν αλήθεια ή ψέμματα, προϊόντα του εγγενούς φόβου που πάντοτε επιφέρει η προκλητική διαφορετικότητα. Γιατί η προσωπική του εμπειρία ήταν κάπως διαφορετική, ναι μεν θεωρούσε την συμπεριφορά του παραβατική αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει ένα ιδιότυπο χιούμορ που αθώωνε στα μάτια τις πράξεις του.
Πρωΐ-πρωΐ καθισμένος σ' ένα παγκάκι παρακολουθούσε τους ερασιτέχνες ψαράδες που ετοιμάζονταν να φύγουν, οι επαγγελματίες είχαν ήδη ξεκινήσει την μέρα τους. Μπροστά του δυο μεσήλικες μετέφεραν τα συμπράγκαλά τους μέσα στην βάρκα όταν ο ιδιοκτήτης λίγο πριν δώσει τα τελευταία πράγματα στον άλλον που ήταν μέσα στην βάρκα αισθάνθηκε την "ανάγκη" του και κίνησε για το σπίτι του. Ο σύντροφός του κάθησε στο πλάϊ της βάρκας να τον περιμένει. Τότε φάνηκε, αμέριμνος και χωρίς κουβέρτα, μόνο με το μακρύ σκούρο παλτό του, να πλησιάζει χωρίς βιασύνη, χαιρέτησε ευγενικά τον ψαρά μέσα στην βάρκα, έσκυψε πήρε το ντεπόζιτο της βενζίνας και απομακρύνθηκε ήσυχα. Οταν επέτρεψε ο ιδιοκτήτης ρώτησε που έβαλε το μπιτόνι ο φίλος του γιατί δεν το έβλεπε. "Πέρασε ένας ευγενικός κύριος, με καλημέρισε και το πήρε να το γεμίσει " άκουσε την απάντησή του και μετά έχασε την ψυχραιμία του " Βρε μαλάκα, γεμάτο ήτανε, το πήρε να το πουλήσει και εσύ κοιμόσουνα ! "
Σκεπτότανε πως δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα, μάλλον το αντίθετο, αλλά αν ήταν δικαστής θα τον αθώωνε γι' αυτήν την πράξη του, ήταν σχεδιασμένη και εκτελεσμένη από ένα μυαλό που έδειχνε κάτι.
Είχε ακούσει από αρκετούς πως παλιά δεν ήταν έτσι, πως ήταν έξυπνος και μορφωμένος πριν εθισθεί στην παραβατική ζωή αλλά δεν τα πολυπίστευε, πολλές φορές σε τέτοια πράγματα η κοινωνία υπερβάλλει και μια στοιχειώδη μόρφωση ενός παραβατικού την προβιβάζει σε ανώτερα επίπεδα.
Πότε μέσα, πότε έξω, κουβάλαγε μια ποινή για αντίσταση κατά της αρχής και κάτι άλλα για κλοπές και απόπειρες, τελευταία ήταν σχεδόν μόνιμα έξω, μπορεί να έπαιζε ρόλο και η κλονισμένη υγεία του. Που και που δούλευε βοηθητικός σε καμιά βάρκα αλλά όχι παραπάνω από τρεις μέρες, κάπου εκεί τα σκάτωνε είτε με μεθύσι , είτε κλέβοντας τα ψάρια. Την επόμενη μέρα απ' αυτήν που τον είχε δει με την κουβέρτα μαθεύτηκε πως οι Καλύμνιοι κιουρτάδες που έρχονταν σ' αυτά τα μέρη κάθε καλοκαίρι και τους φιλοξενούσε ο παραβατικός, έφυγαν τρομαγμένοι γιατί τους απειλούσε με το μαχαίρι να του πουν το μυστικό, τι έβαζαν για δόλωμα στους κιούρτους. Πραγματικά οι Καλύμνιοι με τους κιούρτους τους βγάζανε γερό μεροκάματο πουλώντας ψάρια που οι άλλοι ψαράδες δεν μπορούσαν να πιάσουν, αυτή ήταν η τέχνη τους και την χρωστάγανε σ' αυτό που δολώνανε τους κιούρτους. Δουλευτάδες της θάλασσας ποτέ δεν εξαντλούσαν ένα τόπο, ρίχναν τα εργαλεία του λίγες μέρες και μετά τραβάγανε γι' αλλού, άρα δεν υπήρχε περίπτωση να του πουν το μυστικό τους. Δεν ξαναφάνηκαν απ' αυτά τα μέρη μετά το συμβάν.
Πλησίαζε το χωριό όταν τον είδε να κάνει ωτοστοπ και το χειρότερο κατάλαβε πως και ο παραβατικός είδε πως τον είδε. Δεν ήθελε να τον πάρει αλλά και δεν ήθελε να του το δείξει, φρέναρε πολύ σιγά και σταμάτησε καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά ελπίζοντας πως θα βαριότανε να τρέξει. Απελπίστηκε όταν τον είδε να πλησιάζει βρώμικος και ελεεινός, "θα πάει τ' αμάξι κατ' ευθείαν για πλύσιμο" σκέφτηκε. Ο παραβατικός, τυλιγμένος σ΄ενα σκούρο μακρύ παλτό που έζεχνε, κάθησε στην θέση του συνοδηγού με το χαζοχαμόγελο του μεθυσμένου στο στόμα του:
" βάλε ν' ακούσουμε καμιά πενιά" , πρότεινε.
Για να του την σπάσει ο οδηγός έβαλε μια κασέττα μ' ένα "εξειδικευμένο" τραγούδι του Ντύλαν, μόνο οι φανατικοί του θαυμαστές το ξέρανε. Στις πρώτες νότες μαζί με ήχους από γρύλους ο παραβατικός αναφώνησε " Αμάν, το τραγούδι μου !" "Θα το μπερδεύει με κανένα σκυλάδικο σκέφτηκε ο οδηγός για να μείνει κάγκελο όταν τον άκουσε να τραγουδά μαζί με τον Ντύλαν τους στίχους :
Crickets are chirpin’, the water is high
There’s a soft cotton dress on the line hangin’ dry
Window wide open, African trees
Bent over backwards from a hurricane breeze
Not a word of goodbye, not even a note
She gone with the man
In the long black coat
There’s a soft cotton dress on the line hangin’ dry
Window wide open, African trees
Bent over backwards from a hurricane breeze
Not a word of goodbye, not even a note
She gone with the man
In the long black coat
Somebody seen him hanging around
At the old dance hall on the outskirts of town
He looked into her eyes when she stopped him to ask
If he wanted to dance, he had a face like a mask
Somebody said from the Bible he’d quote
There was dust on the man
In the long black coat
At the old dance hall on the outskirts of town
He looked into her eyes when she stopped him to ask
If he wanted to dance, he had a face like a mask
Somebody said from the Bible he’d quote
There was dust on the man
In the long black coat
Preacher was a talkin’, there’s a sermon he gave
He said every man’s conscience is vile and depraved
You cannot depend on it to be your guide
When it’s you who must keep it satisfied
It ain’t easy to swallow, it sticks in the throat
She gave her heart to the man
In the long black coat
He said every man’s conscience is vile and depraved
You cannot depend on it to be your guide
When it’s you who must keep it satisfied
It ain’t easy to swallow, it sticks in the throat
She gave her heart to the man
In the long black coat
There are no mistakes in life some people say
It is true sometimes you can see it that way
But people don't live or die, people just float
She went with the man
In the long black coat
It is true sometimes you can see it that way
But people don't live or die, people just float
She went with the man
In the long black coat
There’s smoke on the water, it’s been there since June
Tree trunks uprooted, 'neath the high crescent moon
Feel the pulse and vibration and the rumbling force
Somebody is out there beating a dead horse
She never said nothing, there was nothing she wrote
She gone with the man
In the long black coat
Tree trunks uprooted, 'neath the high crescent moon
Feel the pulse and vibration and the rumbling force
Somebody is out there beating a dead horse
She never said nothing, there was nothing she wrote
She gone with the man
In the long black coat
Το ήξερε ολόκληρο και χωρίς λάθος !!!
Χρόνια μετά ο οδηγός τον θυμότανε κάθε φορά που το μυαλό του γύριζε στην πρώην γυναίκα του. Τον εγκατέλειψε για πάντα ένα πρωΐ και κάποιοι του είπανε πως την είδαν να φεύγει μαζί μ' έναν που φόραγε ένα μακρύ σκούρο παλτό, μπορεί και μαύρο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου