Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Κατ' όναρ, καθ' ύπαρ (1). Ενα απόγευμα στην Θήβα

(το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στο ιστολόγιο του φίλου Νίκου Σαραντάκου, οι λέξεις έχουν την δική τους ιστορία )


Τα όνειρά σου να τα λες
αν θες να ξαλαφρώνεις
γιατί όσο μέσα τα κρατάς
τόσο θα βαλαντώνεις  (gpointofview)


Depart from me this moment ( Bob Dylan ), σκέφτηκε αλλά δεν το είπε. Γραπωμένη από το μπράτσο του, αγκαζέ, πιο σφιχτά κι από χταπόδι ακολουθούσε τα βήματά του. Ιδια με το χταπόδι που στην κολπάδα τυλίγεται στο δόλωμα κι ανεβαίνει από τον πάτο στον αφρό, μέχρι να το αποχιάσει ο χταποδολόγος. Αλλά τούτη όχι μόνο δεν ήταν χταπόδι να την αποχιάσεις, αλλά δεν τρωγότανε με τίποτε. Δεν το ήξερε όμως σίγουρα τότε, απλά το ψυλλιαζότανε, γι' αυτό δεν μίλησε. Ηταν το πρώτο τους ραντεβού.

She tried to hold me
She didn't know
Love is letting go

She said ‘I'm looking for perfection'
As she strode in my direction
She cast her mantle round me,
Said ‘I'm completed since you found me'
She executed her enchantment
Secreted me in her encampment
With diversions and pretences
She dismantled my defences

Το ουζερί στην Θήβα ήταν θλιβερό, μόνο τηγανητοί μεζέδες, άδεια καθίσματα και βρώμικοι τοίχοι. Κι η ίδια η πόλη, κολημένη στις αρβανίτικες εμμονές της έμοιαζε με απομεινάρι του προηγούμενου αιώνα. Η εθνική οδός Αθηνών - Λαμίας με την πρόσβαση μέσω Ορχομενού από το Κάστρο και ο περιφερειακός έβγαλαν την πόλη από την διαδρομή προς την Λειβαδιά, αφήνοντας την στην λησμονιά και την εγκατάλειψη. Μόνο τα ΚΤΕΛ της γραμμής περνάγανε από μέσα. Πιο πολύ θυμότανε ο κόσμος το Κριεκούκι - Ερυθρές το είπανε οι ελληνοποιητές των ονομασιών της υπαίθρου - για το καλής ποιότητας άλευρο, παρά τον Κάδμο Θηβών που βολόδερνε έκτοτε στα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα. Αμα ο δρόμος δεν περνάει μέσα απ' την πόλη, χαιρετίσματα.
Το ίδιο και περισσότερο θλιβερή η συνοδός του. Ισιο αχυρένιο μαλλί, χοντρά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, ράσα παπά για ρούχα, έμοιαζε με την εικόνα της μάγισσας που είχε στο μυαλό του. Μόνο το σκουπόξυλο έλειπε. Και φυσικά αυτό τον τράβηξε, πάντοτε την ποιητική μούσα του σαν γριά μάγισσα την φανταζότανε και τόχε γράψει στην εισαγωγή της ποιητικής συλλογής του :

Την ειδε. Γύρισε το κεφάλι του στον ουρανό και την είδε. Αρχικά δεν το πίστευε, μα ούτε και μετά το πίστευε πάλι! Αρχικά γιατί δεν το περίμενε και μετά γιατί δεν ήταν όπως την περίμενε.

Η έμπνευση του, η μούσα του πετούσε ανάμεσα στ’ αστέρια...

Οχι σαν διαστημόπλοιο, όχι σαν άγγελος, μα σαν γριά μάγισσα επάνω σε σκουπόξυλο. Και όσο έβλεπε καλύτερα τα ξεβαμμένα της μαλλιά, τα μισοτριμμένα της ρούχα, το θλιβερό καπέλλο, τα ξυπόλητα πόδια τόσο πιο σίγουρος αιαθανότανε πως δεν είχε γελαστεί. Αυτή ήταν, του άρεσε-δεν του άρεσε, αυτή ήταν η μούσα του.

Το μόνο που δεν καταλάβαινε ήταν αυτό το μικρό σπιτάκι στην άκρη του κονταριού της σκούπας. Ηταν ένα μικρό σπιτάκι με μιά μικροσκοπική αυλίτσα και εκεί δυό ακόμα πιό μικροσκοπικά ανθρωπάκια να παλεύουνε και να βγάζουνε τα μάτια τους. Κοιτώντας πιό καλά τους αναγνώρισε, ήταν ο ρίτσος κι’ ο καβάφης που παλεύανε ποιος θ’ ανεβεί πρώτος στο κυπαρίσσι της αυλής.

Οι κάμπιες κατηφορίζανε ήδη από αυτό και διέσχιζαν τα πράσινα πλακάκια της αυλής γυρεύοντας λίγο χώμα. Το φεγγάρι του ουρανού έγινε το φεγγάρι της μικρής αυλής, προσαρμόστηκε στον καινούργιο του ρόλο, τ’ αστέρια συμπυκνώθηκαν κι’ έλαμψαν ακόμη περισσότερο στον μικρούλη ουρανό της αυλής. Ηταν μια όμορφη εικόνα αλλά η μούσα του δεν φαινόταν πια. Σύννεφα κάλυψαν τον υπόλοιπο ουρανό, το σπιτάκι άρχισε να φαίνεται σαν φάτνη κι΄ο ρίτσος με τον καβάφη σαν δυό μικροί χριστούληδες. Υπήρχαν πολλά άσπρα προβατάκια τριγύρω κι’ ενα μικρό μαύρο αφιερωμένο στον Ποσειδώνα. Ισως να υπήρχε κι’ ένας γάϊδαρος, δεν φαινότανε καλά - ήταν πολύ χοντροί οι μάγοι. Γύρω γύρω από τη φάτνη όμως δεν πετούσαν αγγελάκια αλλά μικρές μάγισσες με σκουπόξυλα. Μα καμμιά τους δεν ήταν η μούσα του, ήταν εντελώς σίγουρος αυτή την φορά.

Πιό πέρα οι κάμπιες άρχισαν να μεταμορφώνονται σε πεταλούδες.

Ευτυχισμένες οι κάμπιες γίνονται πεταλούδες και μετά τέλος, ενώ κάποιες άλλες υπάρξεις ξεκινάνε την ζωή τους σαν πεταλούδες και την τελειώνουν σαν κάμπιες, σκέφτηκε. Αφήνουν σημάδια τέτοιες διαδρομές. Μια άσπρη γάτα διέσχισε τον δρόμο τρέχοντας, του άρεσε, κινήθηκε προς τα εκεί  κι ήταν η αφορμή να λυθεί ο γόρδιος δεσμός της. Καλά λένε πως οι άσπρες γάτες φέρνουν καλή τύχη όταν τις συναντάς και κακή τύχη όταν τις έχεις σπίτι σου. Ανακουφισμένος πήρε μια βαθειά ανάσα μα τον ζάλισαν οι ατμοί του αλκοόλ σαν ήρθε απέναντί του φεύγοντας από το πλάι και κόβοντάς του τον δρόμο. Είχε έρθει η ώρα των διαχύσεων πριν τον αποχωρισμό. Ακριβώς ό,τι δεν άντεχε.
Είναι δυνατόν να δεις καλό στην Θήβα ; Ακόμα κι ο Θηβαίος δεν ήταν του γούστου του σαν τραγουδιστής και όχι μόνο. Και της έμοιαζε, απίστευτο πως της έμοιαζε !
Τον φίλησε στο μάγουλο. Προς στιγμήν νόμισε πως πέθανε και τον νεκροφιλούσαν. Από αντίδραση την φαντάστηκε μέσα σε φέρετρο. Φορούσε -φυσικά- σιδερένια πανοπλία με λίγες σκουριές κι ένα κιτρινόμαυρο κασκόλ στον λαιμό, αυτά έκαναν τον θάνατό της εξαιρετικά αναγεννησιακό. Τα μάτια της, ανοικτά κι ακίνητα ήταν καρφωμένα στα περίτεχνα γύψινα της οροφής. Το ενδιαφέρον της για την Τέχνη ήταν αναμφισβήτητο.
Προσπάθησε να επανασυνδεθεί με την πραγματικότητα μα το χαμόγελό της δεν τον άφηνε...
- Στα Βίλια, φώναξε, στα Βίλια
- Τι σταφύλια, τον ρώτησε απορημένη
- Το επόμενο ραντεβού μας στα Βίλια, της εξήγησε. Η πουθενά, ψιθύρισε χαμηλόφωνα κι αμέσως ψήφισε την δεύτερη επιλογή του.
- Μαζί σου και στη άκρη του κόσμου, του έπαιξε ματάκια. Ηταν στο στοιχείο της, στα ναζάκια. Θα μπορούσε να κάτσει ώρες εκεί συζητώντας το επόμενο ραντεβού.
Απελπισία.
Οταν το χταπόδι έχει βεντουζώσει στον βράχο δεν ξεκολλάει όσο κι αν το τραβάς. Μπορεί να σου μείνει το πόδι του ή η κουκούλα στο χέρι αλλά δεν θα ξεκολήσει. Τότε τι κάνεις ; Το καλό το παληκάρι, ξέρει κι άλλο μονοπάτι : το πιέζεις πάνω στον βράχο κι αυτό από αντίδραση γυρίζει, βεντουζώνει στο χέρι σου και ξεκολλάει εύκολα από τον βράχο.
- Τότε πάμε τώρα, όπου θέλω και όπως το θέλω. Συνόδευσε τα λόγια του με μια όχι και τόσο φιλική χειρονομία.
Πάγωσε. Η αλλάγή σκηνικού την έβγαλε από τα γνώριμά της ύδατα
- Ξέρεις...

She told me I was unrealistic
And then she went ballistic
In her powder blue pajamas,
Me some flotsam in her drama
She said “love's what I believe in”
But inside she was seething
With a cyclone raging under
Like she was skin surrounding thunder

Δύσκολα τα πράματα αλλά δεν ήθελε συμβιβασμούς, θα έπαιζε το χαρτί του μέχρι τέλους ελπίζοντας να μην την πείσει να συμφωνήσει μαζί του.
Προσποιήθηκε τον μισομεθυσμένο.
- Μη μου την σπας. Πάμε !
- Δεν μπορώ τώρα, έχω δουλειές, ξέρεις ... τα παιδιά ... την άλλη φορά. Στα Βίλλια !
- Ούτε στα Βίλλια, ούτε στα Βεντιμίλια. It's Now Or Never ( Elvis Presley ), της είπε ξαναβρίσκοντας το κέφι του στην θύμηση της Ιταλικής Ριβιέρας.
- Τότε, λυπάμαι. Πάρε με τηλέφωνο αν αλλάξεις γνώμη όταν ξεμεθύσεις, του είπε.

I made it to the stairwell
In the street I muttered farewell
With a driving wind again me
And shame exploding in me
It took me six years to begin again
To feel secure in my own skin again
For she lingered like uranium
Like a demon in my cranium

Την παράτησε κι άρχισε να απομακρύνεται ικανοποιημένος. Τόσα χρόνια ενασχόλησης με τα χταπόδια δεν πήγανε χαμένα. Το χτύπημα ήταν καλό και γλύτωσε και το γούλιασμα αλλά η ψυχική του ηρεμία είχε διαταραχθεί. Προσπάθησε να αυτοσυγκεντρωθεί, να βρει τον δρόμο του. Του πήρε αρκετά λεπτά, μα τα κατάφερε.
Στην Θήβα δεν ξαναπήγε από τότε .

All this was long ago now
And if I knew then what I know now
I'd have deployed a little patience
I'd have laughed at all her stipulations
But I was young and I fumbled
A boy-fool whose castle crumbled
I couldn't save her
Though I forgave her

She tried to hold me
She tried to hold me
She didn't know
Love is letting go


Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Το 24ωρο ενός μπογιατζή

Διήγημα μου, που μπορείτε να διαβάσετε στον ιστότοπο που δημοσιεύθηκε και σχολιάσθηκε, στην διεύθυνση :

https://sarantakos.wordpress.com/2019/03/17/gpoint-6/

Πάντοτε υπάρχουν και χειρότερα...

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Ο μπάρμπα-Θύμιος τα χρόνια της χούντας

Η  βαρκούλα, με τους δυο νεαρούς μέσα, γυρίζοντας από το κοντινό ψάρεμα, μέσα στον όρμο του λιμανιού, ήρθε κι έδεσε δίπλα στην καμπινάτη βάρκα. Ο γέρος που ήταν μέσα ρώτησε κλασσικά :
- Είχε τίποτε ;
Ο ένας νεαρός έδειξε στον μπάρμπα- Θύμιο ένα λυθρινάκι ίσαμε το δάκτυλό του :
- Να τέτοια ψάρια είχε...
- Τι να σου κάνει κι ετούτο το πεδίον, απάντησε ο γέρος, ψαρεύεται συνεχώς, δεν αφήνουν τα ψάρια να μεγαλώσουν. Παλαιόθεν είχε καλά ψάρια, μέχρι και αστακούς έπιανα. 
- Αστακούς ;
- Ναι, ερυθροφαίους με κυανάς παρειάς !

Ο μπάρμπα-Θύμιος συνταξιούχος αστυνομικός διευθυντής- του Τμήματος Ηθών- προσπαθούσε να μιμηθεί τον δικτάτορα στις ελληνικούρες. Οπως οι περισσότεροι το φαιό το πέρναγε για καφέ χρώμα, δεν φανταζότανε πως η φαιά του ουσία είχε μια ταπεινή γκρίζα απόχρωση. Λεπτομέρειες. Η χούντα τον είχε αξιοποιήσει ορίζοντάς τον πρόεδρο του ναυτικού ομίλου του χωριού. Η γενική γραμμή ήταν "κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο" αλλά σ' αυτό το παραθαλάσσιο χωριό αντί για γυμναστήριο κτίσανε μια αποθήκη για τα σκάφη και ένα αναψυκτήριο από πάνω, το βάπτισαν ναυτικό όμιλο, έφιαξαν και μια επιτροπή με πρόεδρο τον μπάρμπα-Θύμιο και μέλη που δεν ξαναπάτησαν παρά μόνο όταν είχανε καμιά εκδήλωση, για το κέρασμα. Αθλητές δεν είχανε και τα κωπηλατικά σκάφη δεν βγήκανε ποτέ από την αποθήκη. Εφιαξαν όμως μια προβλήτα που απάγγιαζε μια χαρά και φέρανε τις ψαρόβαρκες τους οι κάτοικοι. 

 Ο άλλος νεαρός είπε στον μπάρμπα-Θύμιο :
- Πιάσαμε βέβαια κι αυτά... και σήκωσε δυο λυθρινάρες της μισής οκάς η καθεμιά.
Ο μπαρμπα-Θύμιος στραβοκατάπιε.
- Μπράβο σας, ψέλλισε και χώθηκε στην καμπίνα της βάρκας του. Υπήρχε πάντοτε ένας άτυπος συναγωνισμός ανάμεσα στους ερασιτέχνες ψαράδες που άραζαν τις βάρκες τους εκεί. Ο ίδιος σπάνια έπιανε κάνα λυθρινάκι που του το τηγάνιζε ο καφετζής του ομίλου.

Το αναψυκτήριο του ομίλου ήταν ο τόπος συγκέντρωσης της νεολαίας του χωριού, κυρίως της αθηναϊκής που πέρναγε τα καλοκαίρια της εδώ, και της ντόπιας, όσης δεν φοβότανε να συγχρωτισθεί μαζί της. Ισως το υποχρεωτικό πηλίκιο που φοράγανε στο σχολείο να είχε παίξει τον ρόλο του στα αγόρια, τα τοπικά κορίτσια δεν τα άφηναν οι μανάδες τους σε μικτές παρέες. Είχε μέρος για βουτιές, μέρος για ρακέττες, καμπίνες και τον γερο-Χαράλαμπο να φιάχνει καφέδες και να σερβίρει πορτοκαλάδες και ουζάκια.Υπήρχε μια κάποια κακή φήμη στους μεγάλους για τους νεαρούς πρωτευουσιάνους που καπνίζανε, ακούγανε ροκ και χορεύανε με τα κορίτσια της παρέας. Ισως να οφειλότανε στα κουτσομπολιά του Χαράλαμπου που μάταια το πάλευε μήπως και γίνει τίποτε με τις πιτσιρίκες κι έβγαζε έτσι το άχτι του. Τους έλεγε διάφορα περί της μεγάλης του πείρας από την ζωή, αλλά -φανερά τουλάχιστον- δεν τσίμπησε καμιά. Τις σπάνιες φορές που ερχότανε καμιά τουρίστρια της τάριχνε στο αγγλικό. Της έδειχνε τον Παρνασσό απέναντι και αναστέναζε " Δις ιζ Ντέλφι, δη όμφαλους οφ δη ερθ " και τέτοια, μέχρι να τον μαζέψει ο πρώην αστυνομικός διευθυντής. 

Ο μπάρμπα-Θύμιος είχε πάρει με καλό μάτι τους νεαρούς γιατί δεν εύρισκε άλλους να ακούσουνε τις ιστορίες του, οι χωρικοί τον είχανε στην άκρη, δεν εμπιστεύονταν τους αστυνομικούς. 
Ο υπενωματάρχης και οι χωροφύλακες δεν τολμούσανε να κάτσουν μαζί μ' έναν αξιωματικό της αστυνομίας, ακόμα κι όταν ήταν στην σύνταξη. Υπήρχε και μια άλλη φήμη που τον συνόδευε, ο μπακάλης και μοναδικός προμηθευτής πετρελαίου στο χωριό ορκιζότανε πως ποτέ δεν είχε αγοράσει πετρέλαιο από αυτόν.
- Και πως κινεί την βάρκα ;
- Λένε πως σηκώνεται πολύ πρωί, πριν ξυπνήσουν οι ψαράδες και παίρνει λίγο-λίγο πετρέλαιο από όλες τις άλλες βάρκες να μην τον καταλάβουνε και βολεύεται.

- Οι άντρες στις χριστιανικές κοινωνίες έχουν την ευκαιρία μέχρι τα σαράντα τους να βάλουνε μυαλό, ύστερα είναι αργά, έλεγε  με ύφος Νέστορα ο μπάρμπα-Θύμιος στους νεαρούς.
- Στις μουσουλμανικές κοινωνίες η ευκαιρία του άντρα να βάλει μυαλό είναι μέχρι να παντρευτεί. Αμα δεν διαλέξει σωστά του δίνει η θρησκεία του το δικαίωμα να παντρευτεί και δεύτερη φορά κι αυτός νομίζει πως τώρα τάχα ξέρει να διαλέξει γυναίκα και φορτώνεται δεύτερο βαρίδι, μπορεί και τρίτο αν έχει τα λεφτά. Είναι το ίδιο με τις γυναίκες στον τόπο μας. Σημασία έχει με ποιόν θα πρωτοπάνε, εκεί κρίνονται. Αμα στραβοδιαλέξει τον πρώτο κι όλοι οι άλλοι πάρτον ένα και κτύπα τον άλλον θα είναι και θα γυρίζει χωρίς να στεριώνει πουθενά, σαν την άδικη κατάρα. Αυτά τα ξέρανε οι παλιοί γι αυτό είχανε τα συνοικέσια και γι' αυτό η εκκλησία μας δεν επιτρέπει δευτεροπαντρειές σε άντρες και γυναίκες. Να δούμε τώρα αν η Εθνική Κυβέρνηση μπορεί να μας ξαναγυρίσει στον σωστό δρόμο από τις ανηθικότητες των αριστερών!

Οι νεαροί δεν τον χώνευαν αλλά δεν του τόδειχναν για να μη τους διώξει από τον χώρο, ο όμιλος ήταν περίπου ιδιοκτησία του. Ενα βράδυ, οι πιο τολμηροί από αυτούς σπάσανε την κλειδαριά και μπήκαν στην καμπίνα της βάρκας του. Του πήραν τις δυο πετονιές που είχε και τρία πακέττα 555-θρή φάιβς- τα εγγλέζικα τσιγάρα που κάπνιζε. Τις πετονιές τις πέταξαν, δεν ήταν σόι, τα τσιγάρα τα κάπνισαν κρυφά. Ενας βούτηξε στο νερό και προσπάθησε να βγάλει τον πίρο της βάρκας, να την βουλιάξει, μα δεν τα κατάφερε.
Την άλλη μέρα ο μπάρμπα -Θύμιος τους έλεγε πως του κλέψανε τέσσερις πετονιές και πέντε πακέττα τσιγάρα- από τα ακριβά.
- Θα τους βρώ που θα μου πάνε, αλήτες είναι, όχι καλά παιδιά όπως εσείς !
Το φούσκωμα των κλοπιμαίων παρέσυρε και τα τελευταία απομεινάρια της εκτίμησης των νεαρών.

Οι κάτοικοι του Γαλαξιδιού είχαν νοοτροπία νησιώτικη. Στην ουσία δεν υπήρχε δρόμος που να τους ενώνει με την υπόλοιπη Ελλάδα, η συγκοινωνία γινότανε με καΐκια μέχρι την κοντινή πολιτεία, την Ιτέα, μισή ώρα δρόμο, τρεις φορές την ημέρα. Η χούντα υλοποίησε ένα νατοϊκό σχέδιο κι έφιαξε έναν δρόμο όλο παραλία να ενώνει δυό μέρη που η διαδρομή τους στα Φωκικά του Παυσανία περιγράφεται σαν άθλος. Το νατοϊκό σκεπτικό ήταν να μπορούν να κάνουν απόβαση σε όλη την ακτογραμμή της Στερεάς Ελλάδας. Το έργο το ανέλαβαν ο Σκαπανέας με την ΜΟΜΑ.  Το ονόμασαν Εθνική Οδός Ιτέας-Ναυπάκτου και ήταν ένας άθλιος δρόμος, αλλά δρόμος ! Η χούντα κέρδισε την συμπάθεια των τοπικών πληθυσμών, ιδίως εκείνων των αρβανίτικων χωριών από το Γαλαξίδι μέχρι την Ναύπακτο που ήταν κτισμένα στα βουνά για τον φόβο των πειρατών και τώρα που κατέβηκαν στην θάλασσα, στον δρόμο ελληνοποίησαν τα ονόματά τους... πρώην Βίδαβη, Κίσελη, Βιτρινίτσα κ.λ.π.  δόσανε την θέση του σε εύηχα ονόματα όπως Αγιοι Πάντες, Πάνορμος και Ερατεινή. Ο δρόμος έκανε κάποια χρόνια να ενώσει τα δυό κομμάτια του στην Χαμοπάσα, η Κακιά Σκάλα ωχριά μπροστά της. (*)
Υπήρξε κάποια δυσαρέσκεια των ντόπιων στον "πολιτισμό" που έφερε το άνοιγμα του δρόμου, ένα δείγμα ήταν οι ονομασίες των δρόμων του Γαλαξιδιού, απαραίτητες για τους ξένους που τώρα μπορούσαν να έρθουν οδικώς.  Εκεί που ξέρανε το καντούνι του Αγίου Νικολάου, τον δρόμο της αγοράς και την πλατεία, τα Μανουσάκια- φαίνεται θα φυτρώνανε κάποτε εκεί- είδανε με έκπληξη κάτι μπλε ταμπέλες, οδός 21ης Απριλίου, οδός Εθνεγέρσεως, πλατεία Ηρώων και τέτοια. Ηταν μια ενόχληση στον συντηρητισμό τους.
Αλλά μεγαλύτερη ήταν η έκπληξη των κατοίκων όταν κάποιο πρωΐ είδαν μουτζουρωμένα τα ονόματα των δρόμων και από πάνω γραμμένα οδός Δημοκρατίας, οδός Συγγρού, οδός Πειραιώς και άλλα μη εθνικόφρονα. Η έκπληξη έγινε απέχθεια όταν μάθανε πως το ίδιο βράδυ  κάποιοι είχαν ζωγραφίσει στον πίσω τοίχο του κτιρίου της χωροφυλακής ένα κατακόκκινο σφυροδρέπανο !
Τέλος, σκάρτα εκατό  μέτρα από ένα σπίτι, το Μητροπουλέϊκο, στον μοναδικό τοίχο που είχε απομείνει από το κάποτε μπακάλικο, κάτω από την επιγραφή : 
ΟΙΝΟΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ  
"Ο ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΟΣ"
κάποιος είχε γράψει με μπογιά, μια λέξη μοναχά :
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Η χωροφυλακή πέρασε στο ντούκου το θέμα, ασβέστωσε το σφυροδρέπανο αμέσως και κατέβασε τις μουτζουρωμένες και ξαναγραμένες πινακίδες προς ικανοποίηση των ντόπιων που δεν τις χώνεψαν ποτέ. Η λέξη ελευθερία καλύφθηκε με μαύρη μπογιά λίγες ώρες μετά, από ενέργειες κατοίκων με εθνικόφρονες ανησυχίες. Αποκατεστάθη η τάξις ! Το θέμα ξεχάστηκε σιγά-σιγά. Μόνο κάποιοι νεαροί επέμεναν να κουρδίζουν τον πάλαι ποτέ αστυνομικό διευθυντή πως είναι θέμα τιμής να βρεθούν "οι αλήτες που τα έκαναν" και τον καλούσαν να αναλάβει δράση. Κι αυτός να τους λέει πως δεν έχει πληροφοριοδότες στο χωριό- ποτέ τους δεν τον συμπάθησαν οι ντόπιοι, ήταν γαλαξιδιοτόγαμπρος- κι αν θέλουν οι νεαροί μπορούν να βοηθήσουν, αν τυχόν ακούσουν κάτι.
- Είμαι σίγουρος πως είναι οι ίδιοι αλήτες που έκλεψαν τις πετονιές και τα τσιγάρα από την βάρκα μου, έλεγε.

Και δεν είχε άδικο αλλά δεν τόμαθε ποτέ.

(*) 
https://
www.youtube.com/watch?v=pm1k2LlTIQc&ab_channel=ifantisteo
Διευκρίνηση : Η διήγηση στηρίζεται σε μεγάλο μέρος από αληθινά γεγονότα. Η αναγραφή της λέξης ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ σε τοίχο έγινε  μετά το γνωστό ποίημα της Κωστούλας Μητροπούλου "ο Δρόμος" που μελοποίησε ο Μάνος Λοΐζος, δεν ήταν η αφορμή.