Andrea aveva un amore, riccioli neri Ο Αντρέας είχε μια αγάπη, μαύρα τσουλούφια
Andrea aveva un dolore, riccioli neri ο Αντρέας είχε μια θλίψη, μαύρα τσουλούφια
- Δεν θέλω να πεθάνω από ευτυχία, μ' αρέσει η θλίψη που βγάζει η
τσαπατσουλιά σου, την προτιμώ από την παγωμάρα που αναδύεται στα τακτοποιημένα
ντουλάπια.
Κοίταξε τα μαλλιά της που κατρακύλαγαν στους ώμους της σε κυματιστές μπούκλες, ποτέ
δεν χρειάσθηκαν κτένισμα.
- Riccioli neri, θυμήθηκε ένα τραγούδι του Φαμπρίτσιο Ντε Αντρέ. - Τι είπες ; - Τίποτα, κάτι δικό μου... Κάτι τον έπνιγε, άνοιξε το παράθυρο. Βαριά γκρίζα συννεφιά απ' έξω, λες και χύμηξε μέσα να καλύψει το κενό. Η Λορεντάνα θορυβήθηκε. Κούνησε το κεφάλι της σαν νάθελε να την διώξει. Τα μαλλιά της ακολούθησαν την κίνηση, κάποια τσουλούφια πέσανε στο πρόσωπό της, τα απομάκρυνε με τα χέρια της.
- Riccioli neri, ξανάπε ο Αντρέας.
Ο Αντρέας κουβάλαγε ένα
μεγάλο μυστικό. Δεν ήθελε να το μοιραστεί με κανένα, ήθελε όμως μια σύντροφο
δικιά του για να μη νοιώθει μοναξιά. Γιατί αυτό το μυστικό ήταν χειρότερο από
τον πόνο. Τον πόνο μπορείς να τον μοιραστείς, να
τον ξεχάσεις μ' ενα ποτό ή μ’ένα χάπι, το μυστικό, όχι. Ηξερε ακόμα πως δεν μπορούσε να έχει πολλές απαιτήσεις
δεν έψαχνε την όμορφη, την πλούσια, την μορφωμένη ή την νοικοκυρά που θα
μπορούσε να κάνει καλύτερη την καθημερινότητά του. Εψαχνε κάποιαν που να μην
τον εξιτάρει και να μην έχει πολλές απαιτήσεις, απλά να είναι δίπλα του όσο
αντέξει αυτή ή αυτός. Το μόνο που ζήταγε ήτανε οι μαύρες μπούκλες στο κεφάλι
της, δεν θυμότανε πια γιατί. Τις είχε αυτή η
κοπελλιά, του έφτανε.
Το κορίτσι μεγάλωσε χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα, δεν είχε κλίση πουθενά ούτε και ασχολήθηκε κανένας ποτέ μαζί της. Λογικά συνήθισε στην τσαπατσουλιά αφού κανένας δεν της έμαθε τάξη και νοικοκυροσύνη. Στο σχολείο τα άλλα παιδιά δεν την κάνανε παρέα, κάποιοι λέγανε πως έφταιγε το επίθετό της, άλλοι ξαφνιαζότουσαν από το όνομά της, ποτέ δεν ασχολήθηκαν να βρουν ένα υποκοριστικό, ούτε η ίδια η Λορεντάνα το προσπάθησε. Το μόνο που πρόσεχε κάποιος επάνω της ήταν τα μαύρα κυματιστά μαλλιά της, η Λορεντάνα δεν πετούσε στα σύννεφα, ήξερε πως ήταν αδιάφορη για τους άλλους και της ήταν αδιάφορο αυτό. Ηταν τυπικά μέλος μιας οικογένειας αλλά δεν επικοινωνούσε με κανέναν. Έκανε σιωπηλή τις δουλειές που της είχαν αναθέσει όπως θα έκανε ένα ρομπότ, έτρωγε και κοιμότανε. Δεν ζητούσε ποτέ τίποτε.
Στον Αντρέα άρεσαν οι βόλτες στα ανθισμένα λιβάδια, το ίδιο και στην Λορεντάνα, εκεί συναντήθηκαν, γνωρίσθηκαν, έγιναν φίλοι, πιο πριν δεν είχανε φίλους και οι δύο. Περπατώντας μέσα στην επαρχιακή πόλη της έπιασε το χέρι όταν άκουσαν από ένα σπίτι το κονσέρτο για πνευστά του Βιβάλντι. Η Λορεντάνα δεν αντέδρασε, η μουσική της ήταν αδιάφορη και η σωματική επαφή το ίδιο. Ο Αντρέας της είπε πως νομίζει πως είναι η ιδανική συντροφιά γι’ αυτόν και πως θα την περιμένει ώσπου να αποφασίσει να έρθει μαζί του. Η Λορεντάνα τον κοίταζε σιωπηλή.
Σε μια βόλτα τους στην εξοχή ανακάλυψαν ένα πηγάδι. Ητανε ξέφραγο και πολύ βαθύ, δεν μπορούσες να δεις το νερό στα σκοτάδια του, ένα πηγάδι, παγίδα. Δίπλα υπήρχε ένας κουβάς χωρίς σκοινί. Ηταν το μόνο πράγμα που θα εμπόδιζε κάποιον από το να πέσει μέσα, τα χείλια του πηγαδιού δεν ξεχώριζαν από το τοπίο. Ο Αντρέας και η Λορεντάνα κάθισαν στο χορταριασμένο χωράφι έχοντας στην μέση τον κουβά. Δεν μιλούσαν απ' ευθείας μεταξύ τους αλλά ο καθένας με την σειρά του απευθυνότανε στον κουβά και άκουγε απ΄αυτόν τα λόγια του άλλου. Αυτός ο τρόπος χαμήλωνε πολύ την ένταση που θα μπορούσε να έχει ένας πιο προσωπικός διάλογος. Στο τέλος η Λορεντάνα πέταξε μια πέτρα μέσα στο πηγάδι. Περίμεναν αρκετή ώρα να ακούσουν το πλατς στο νερό, το άκουσαν όμως μόνο όταν απογοητευμένοι σηκώθηκαν να φύγουν. Παρότι ο ήχος ακούστηκε απόκοσμος τα πρόσωπά τους έλαμψαν κι έφυγαν αγκαλιασμένοι. Ηταν η πρώτη φορά που ένοιωσαν κοντά.
Συνέχισαν να περνάνε αρκετές ώρες μαζί τις επόμενες μέρες, μια φορά γελάγανε με τις ώρες και οι δυο, χωρίς να θυμούνται πως ξεκίνησε το γέλιο. Μια άλλη φορά έδιναν φιλοδώρημα σε όποιον ζητιάνο βρισκότανε στον δρόμο τους, δεν το ξανάκαναν όμως, τα οικονομικά τους ήταν πενιχρά και χορηγίες των οικογενειών τους. Είχε γίνει καθημερινό συνήθειο να περνάνε μαζί τις ώρες της σχόλης της, αλλά η Λορεντάνα δεν έκανε την κίνηση που περίμενε ο Αντρέας. Οι μέρες τους ήτανε σαν άγραφο χαρτί, βόλτες στην πόλη ή την εξοχή, δεν γινότανε ποτέ πια κάτι το συγκλονιστικό, ίσως σιγά-σιγά να πλησίαζαν τον κορεσμό. Οσο κι αν έψαξαν δεν ξαναβρήκαν το πηγάδι, δεν θα ήταν εύκολο αν κάποιος είχε πάρει τον κουβά. Μόνο τις φορές που περπατούσανε στην βόλτα τους δίπλα στο ποταμάκι νοιώθανε πιο κοντά ο ένας στον άλλον, χωρίς να ξέρουνε το γιατί.
- Πως λέγεται αυτό το ποτάμι, τον ρώτησε μια φορά που βρέθηκαν εκεί.
-Το ποτάμι μας, της είπε, εμείς θα του δώσουμε όνομα.
Η Λορεντάνα ένοιωσε ένα σκίρτημα, πρώτη φορά στην ζωή της ενδιαφέρθηκε πολύ
για κάτι.
Αρχισε να τρέχει προς κάποιον άνθρωπο που φαινότανε μακριά. Λαχανιασμένη
τον έφτασε και τον ρώτησε παρότι παραξενεύτηκε από την θωριά του.
- Με συγχωρείτε, ξέρετε πως λέγεται αυτό το ποτάμι ;
- Είναι ο Αχέροντας κοπέλα μου, να, αν πας ανάποδα τον δρόμο σου θα τον
δεις να πηγάζει απ’ την Αχερουσία λίμνη.
- Ευχαριστώ, είπε η Λορεντάνα και γύρισε να συναντήσει τον Αντρέα.
Ο Αντρέας είχε αισθανθεί ένα ελαφρό
πονάκι στην πλάτη και κάθισε στην όχθη. Σε λίγο πέρασε μια βάρκα και ο βαρκάρης
του είπε πως ξέρει το μυστικό του και ήρθε να τον πάει μια βόλτα. Ο Αντρέας
μπήκε στην βάρκα και τούδωσε το τελευταίο του νόμισμα. Η εικόνα ενός βρέφους με
μαύρα κυματιστά μαλλιά σχηματίσθηκε μπροστά του για τελευταία φορά.
- Riccioli neri, ψιθύρισε.
Η Λορεντάνα περπάτησε προς τα πίσω ψάχνοντας τον Αντρέα. Μακριά, πολύ
μακριά, εκεί που το ποτάμι ενώνονταν κάποτε με μια λίμνη, της φάνηκε πως είδε
μια βάρκα με δυο άτομα μέσα. Ο ένας έμοιαζε του Αντρέα σκέφτηκε χαϊδεύοντας ένα
κατάμαυρο λουγδί της.
Δεν τον ξανάδε ποτέ της.
Andrea si è perso, si è perso e non sa tornare
Andrea aveva un amore: riccioli neri
Andrea aveva, aveva un dolore: riccioli neri
C'era scritto e la firma era d'oro, era firma di re
Ucciso sui monti di Trento dalla mitraglia
Ucciso sui monti di Trento dalla mitraglia
Occhi di bosco, soldato del regno, profilo francese
E Andrea l'ha perso, ha perso l'amore, la perla più rara
E Andrea ha in bocca, ha in bocca un dolore, la perla più scura
Andrea gettava riccioli neri nel cerchio del pozzo
Il secchio gli disse, gli disse: "Signore, il pozzo è profondo"
"Più fondo del fondo, degli occhi, della notte e del pianto"
Lui disse: "Mi basta, mi basta che sia più profondo di me"
Lui disse: "Mi basta, mi basta che sia più profondo di me"