Ο νιος αφέντης απ' το Τούνεζι,
μαύρος σαν του βυθού το στρείδι
αυτός που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα
είχε ένα μάτι, μάτι, μάτι
είχε ένα μάτι σαν αχάτη
Αυτός που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα,
που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτά της.
Λευκή, λευκότερη κι απ’ την αυγή
Η Λεωνόρα, ινφάντη απ’ την Καστίλη
Το δέρμα της λουλούδι της μανόλιας
τ’ αυτάκι της σαν το κοχύλι
στα δίχτυα πιάστηκε κι αυτή του έρωτα
στα δίχτυα πιάστηκε κι αυτή του έρωτά του,
του νιού από το Τούνεζι,
μαύρου σαν του βυθού το στρείδι
που γίνεται χλωμός μόλις τη δει.
Το στρείδι ανοίγει, ανοίγει τρυφερά
και έπειτα μέσα του την κλείνει
λευκή, λευκότερη κι απ’ την αυγή
με χείλη που έτρεμαν πολύ
εκείνη τον γλυκοφιλεί.
Μα παραμόνευαν απ’ το Καστέλι
οι τρεις δικοί της αδελφοί
αστράψαν ξαφνικά τα βέλη
κι ο νιός από το Τούνεζι
πάει τον κατάπιε η θάλασσα.
Μαύρος σαν στρείδι αυτός μαζί της
στην άβυσσο κατρακυλά
Με την καλή του αγκαλιά,
τη σεντεφένια κοπελιά
Στης θάλασσας τα βάθη ο μαύρος
σα στρείδι έμεινε κλειστό
Κι εκείνη έγινε μαργαριτάρι
Χλωμότερο απ’ το θάνατο.
(στίχοι του Dario Fo σε μετάφραση Κωστή Σκαλιόρα)
Περίεργα νερά αυτά της Μεσόγειος, αλλού σου μοιάζουν φιλικά, κι αλλού μόνο το χρώμα τους προειδοποιεί κινδύνους. Μεγαλωμένη στα ήρεμα νερά της Καλλονής η κοπελιά-λέγανε πως από αυτήν πήρε το όνομά του ο κόλπος- ανεβοκατέβαινε από τον αφρό στον πλούσιο σε όστρακα βυθό, μα δεν της έλαχε ποτέ μαργαριτάρι. Τόχε παράπονο. Μόνο ένα πιο μικρό από φακή, σε ακανόνιστο σχήμα σαν αχλάδι, στα τόσα χρόνια που έψαχνε.
- Θέλω το πιο σπάνιο μαργαριτάρι του κόσμου !
- Θα τόχεις. Κι’ από μένα, μπόνους, το πιο σκούρο.
Ηταν σαν προγαμιαία συμφωνία ό όρος που έθετε η κοπελιά στον νέο από την Μπαρμπαριά. Γεροδεμένος κι αθλητικός, με σκοτεινό το βλέμμα απ’ τις βουτιές για σφουγγάρια στα σκληρά νερά της Αφρικής, δούλεψε χρόνια σ’ ελληνικά καΐκια, έμαθε και την γλώσσα. Με το τέλος της δουλειάς ήρθε με το σφουγγαράδικο στα νησιά του Αιγαίου ψάχνοντας για νύφη. Δεν τόχε σε πολύ να αλλαξοπιστήσει, πίστευε πως αν η γυναίκα του ήταν καλύτερη από αυτόν και ο θεός της θα μπορούσε να είναι καλύτερος από τον δικό του. Η Καλλονή τον μάγεψε τόσο που αρκέστηκε στον λόγο της για την παρθενιά της- ήταν εκ των ουκ άνευ στην κουλτούρα του- αν και η κάπως προχωρημένη ηλικία της για γάμο προξενούσε απορίες αν κάποιος έβλεπε την ομορφιά της.
Η Καλλονή τάχε γλεντήσει τα χρονάκια της και στόχευε σε κανέναν πλούσιο ηλικιωμένο που δεν δίνει πολλή σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες και κουτσομπολιά, ο ξένος μορφονιός ήταν το πιο τρελλό όνειρό της στην τωρινή κατάστασή της. Δεν θάχανε τέτοια ευκαιρία. Κάτι κόλπα ξέρανε οι γριές του νησιού, στεφάνι, ταξίδι στην Μπαρμπαριά και ποιος την πιάνει..
Η θειαΒιολέττα ανέλαβε την …επανόρθωση, ο γάμος έγινε, το πανηγύρι στήθηκε μια ο Σαΐντ δεν μέθυσε όπως ήταν το σχέδιο, αποδείχθηκε πολύ γερό ποτήρι. Δασκαλεμένη η Καλλονή έβγαλε όλη την θεατρικότητά της κι όλα τα κόλπα που διδάχθηκε, μέχρι και αίμα στο σεντόνι. Ο Σαΐντ δεν είπε λέξη, πήρε την γυναίκα του και γύρισε στην Μπαρμπαριά. Εκεί της θύμισε το μεγάλο και το μαύρο, σπάνιο μαργαριτάρι. Η Καλλονή από την αγωνία της τόχε σχεδόν ξεχάσει. Της είπε πως τα έχει εντοπίσει.
Ηταν από τους άντρες που βαστούσαν τον λόγο τους κι’ η Καλλονή ήταν από τις γυναίκες που απερίσκεπτα ζητάγανε ότι περάσει απ’ το μυαλό τους, πολλές φορές χωρίς να το εννοούν.
Στα λόγια συμφωνούσανε πλήρως, στις εικόνες στο μυαλό τους όμως οι διαφορές ήταν τεράστιες.
Αυτή φανταζόταν κατ' αρχήν μια λεπτή χρυσή αλυσιδίτσα. Να συγκρατεί ένα μικρό μαύρο μαργαριτάρι και από αυτό να κρέμεται - δεμένο με πλατίνα – ένα πελώριο μαργαριτάρι στα χρώματα του ροδάκινου – ταίριαζαν τόσο με τα χρώματα του δέρματός της κι' ακόμα με το κυπαρισσί στα μάτια της. Καθόλου δεν νοιαζότανε που θα έβρισκε τέτοιο κόσμημα, ας το παράγγελνε.
Κι’ αυτός το ίδιο ροδακινί χρώμα έβλεπε σ’ όλο το νερό σαν νάτανε ένα πελώριο μαργαριτάρι. Ηταν ο χώρος μιας θαλάσσιας σπηλιάς σχεδόν σφαιρικής, με την είσοδο στο πλάι και την μικρή στρογγυλή τρύπα στην κορυφή να αιχμαλωτίζει όλο το φως όταν ο ήλιος περνούσε από πάνω της. Ούτε αυτός νοιαζότανε που θα βρεθεί τέτοια θαλάσσια σπηλιά γιατί απλούστατα την είχε ήδη βρει. Το εσωτερικό της φαινότανε σαν ένα πελώριο μαργαριτάρι που επαναλαμβανότανε σε κάθε ασύννεφη μέρα του χρόνου για καμμιά ώρα προς το μεσημέρι. Την έβλεπε πλέον εκεί μέσα, ξαπλωμένη ανάσκελα στον πάτο της σπηλιάς με τα χέρια πλεγμένα στην κοιλιά της και τα μαλλιά να κυματίζουν ελαφρά στα υποθαλάσσια ρεύματα. Και εδώ τα χρώματα του δέρματος και των μαλλιών της ταίριαζαν με τις αποχρώσεις των νερών. Ηταν σαν να βρισκότανε μέσα ένα πελώριο μαργαριτάρι με τα μάτια κλειστά και το μικρό μαύρο αχινούδι στα μωβ χείλη στον ρόλο της μαύρης πέρλας. Φυσικά οι αχινοί δεν μπορούν να σκαρφαλώσουν γρήγορα όπως τα καβούρια και οι πορφύρες, κάποιος φαίνεται το είχε βάλει βιαστικά εκεί.
Τα υπόλοιπα πτωματοφάγα θα ερχότουσαν μόνα τους, αργότερα...