Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

Κατ' όναρ, καθ' ύπαρ (4) Στρείδι με μαργαριτάρι

 



Ο νιος αφέντης απ' το Τούνεζι,

μαύρος σαν του βυθού το στρείδι
αυτός που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα
είχε ένα μάτι, μάτι, μάτι
είχε ένα μάτι σαν αχάτη
Αυτός που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα,
που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτά της.

Λευκή, λευκότερη κι απ’ την αυγή
Η Λεωνόρα, ινφάντη απ’ την Καστίλη
Το δέρμα της λουλούδι της μανόλιας
τ’ αυτάκι της σαν το κοχύλι
στα δίχτυα πιάστηκε κι αυτή του έρωτα
στα δίχτυα πιάστηκε κι αυτή του έρωτά του,
του νιού από το Τούνεζι,
μαύρου σαν του βυθού το στρείδι
που γίνεται χλωμός μόλις τη δει.

Το στρείδι ανοίγει, ανοίγει τρυφερά
και έπειτα μέσα του την κλείνει
λευκή, λευκότερη κι απ’ την αυγή
με χείλη που έτρεμαν πολύ
εκείνη τον γλυκοφιλεί.

Μα παραμόνευαν απ’ το Καστέλι
οι τρεις δικοί της αδελφοί
αστράψαν ξαφνικά τα βέλη
κι ο νιός από το Τούνεζι
πάει τον κατάπιε η θάλασσα.

Μαύρος σαν στρείδι αυτός μαζί της
στην άβυσσο κατρακυλά
Με την καλή του αγκαλιά,
τη σεντεφένια κοπελιά
Στης θάλασσας τα βάθη ο μαύρος
σα στρείδι έμεινε κλειστό
Κι εκείνη έγινε μαργαριτάρι
Χλωμότερο απ’ το θάνατο.

(στίχοι του Dario Fo σε μετάφραση Κωστή Σκαλιόρα)


Περίεργα νερά αυτά της Μεσόγειος, αλλού σου μοιάζουν φιλικά, κι αλλού μόνο το χρώμα τους προειδοποιεί κινδύνους. Μεγαλωμένη στα ήρεμα νερά της Καλλονής η κοπελιά-λέγανε πως από αυτήν πήρε το όνομά του ο κόλπος- ανεβοκατέβαινε από τον αφρό στον πλούσιο σε όστρακα βυθό, μα δεν της έλαχε ποτέ μαργαριτάρι. Τόχε παράπονο. Μόνο ένα πιο μικρό από φακή, σε ακανόνιστο σχήμα σαν αχλάδι, στα τόσα χρόνια που έψαχνε. 

 

 

Θέλω το πιο σπάνιο μαργαριτάρι του κόσμου ! 

 

- Θα τόχεις. Κι’ από μένα, μπόνους, το πιο σκούρο. 

 

Ηταν σαν προγαμιαία συμφωνία ό όρος που έθετε η κοπελιά στον νέο από την Μπαρμπαριά. Γεροδεμένος κι αθλητικός, με σκοτεινό το βλέμμα απ’ τις βουτιές για σφουγγάρια στα σκληρά νερά της Αφρικής, δούλεψε χρόνια σ’ ελληνικά καΐκια, έμαθε και την γλώσσα. Με το τέλος της δουλειάς ήρθε με το σφουγγαράδικο στα νησιά του  Αιγαίου ψάχνοντας για νύφη. Δεν τόχε σε πολύ να αλλαξοπιστήσει, πίστευε πως αν η γυναίκα του ήταν καλύτερη από αυτόν και ο θεός της θα μπορούσε να είναι καλύτερος από τον δικό του. Η Καλλονή τον μάγεψε τόσο που αρκέστηκε στον λόγο της για την παρθενιά της- ήταν εκ των ουκ άνευ στην κουλτούρα του- αν και η κάπως προχωρημένη ηλικία της για γάμο προξενούσε απορίες αν κάποιος έβλεπε την ομορφιά της. 

Η Καλλονή τάχε γλεντήσει τα χρονάκια της και στόχευε σε κανέναν πλούσιο ηλικιωμένο που δεν δίνει πολλή σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες και κουτσομπολιά, ο ξένος μορφονιός ήταν το πιο τρελλό όνειρό της στην τωρινή κατάστασή της. Δεν θάχανε τέτοια ευκαιρία. Κάτι κόλπα ξέρανε οι γριές του νησιού, στεφάνι, ταξίδι στην Μπαρμπαριά και ποιος την πιάνει.. 

 

Η θειαΒιολέττα ανέλαβε την …επανόρθωση, ο γάμος έγινε, το πανηγύρι στήθηκε μια ο Σαΐντ δεν μέθυσε όπως ήταν το σχέδιο, αποδείχθηκε πολύ γερό ποτήρι. Δασκαλεμένη η Καλλονή έβγαλε όλη την θεατρικότητά της κι όλα τα κόλπα που διδάχθηκε, μέχρι και αίμα στο σεντόνι. Ο Σαΐντ δεν είπε λέξη, πήρε την γυναίκα του και γύρισε στην Μπαρμπαριά. Εκεί της θύμισε το μεγάλο και το μαύρο, σπάνιο μαργαριτάρι. Η Καλλονή από την αγωνία της τόχε σχεδόν ξεχάσει. Της είπε πως τα έχει εντοπίσει. 

 

 

Ηταν από τους άντρες που βαστούσαν τον λόγο τους κι’ η Καλλονή ήταν από τις γυναίκες που απερίσκεπτα ζητάγανε ότι περάσει απ’ το μυαλό τους, πολλές φορές χωρίς να το εννοούν. 

 

Στα λόγια συμφωνούσανε πλήρως, στις εικόνες στο μυαλό τους όμως οι διαφορές ήταν τεράστιες. 

 

Αυτή φανταζόταν κατ' αρχήν μια λεπτή χρυσή αλυσιδίτσα. Να συγκρατεί ένα μικρό μαύρο μαργαριτάρι και από αυτό να κρέμεται - δεμένο με πλατίνα – ένα πελώριο μαργαριτάρι στα χρώματα του ροδάκινου – ταίριαζαν τόσο με τα χρώματα του δέρματός της κι' ακόμα με το κυπαρισσί στα μάτια της. Καθόλου δεν νοιαζότανε που θα έβρισκε τέτοιο κόσμημα, ας το παράγγελνε. 

 

Κι’ αυτός το ίδιο ροδακινί χρώμα έβλεπε σ’ όλο το νερό σαν νάτανε ένα πελώριο μαργαριτάρι. Ηταν ο χώρος μιας θαλάσσιας σπηλιάς σχεδόν σφαιρικής, με την είσοδο στο πλάι και την μικρή στρογγυλή τρύπα στην κορυφή να αιχμαλωτίζει όλο το φως όταν ο ήλιος περνούσε από πάνω της. Ούτε αυτός νοιαζότανε που θα βρεθεί τέτοια θαλάσσια σπηλιά γιατί απλούστατα την είχε ήδη βρει. Το εσωτερικό της φαινότανε σαν ένα πελώριο μαργαριτάρι που επαναλαμβανότανε σε κάθε ασύννεφη μέρα του χρόνου για καμμιά ώρα προς το μεσημέρι. Την έβλεπε πλέον εκεί μέσα, ξαπλωμένη ανάσκελα στον πάτο της σπηλιάς με τα χέρια πλεγμένα στην κοιλιά της και τα μαλλιά να κυματίζουν ελαφρά στα υποθαλάσσια ρεύματα. Και εδώ τα χρώματα του δέρματος και των μαλλιών της ταίριαζαν με τις αποχρώσεις των νερών. Ηταν σαν να βρισκότανε μέσα ένα πελώριο μαργαριτάρι με τα μάτια κλειστά και το μικρό μαύρο αχινούδι στα μωβ χείλη στον ρόλο της μαύρης πέρλας. Φυσικά οι αχινοί δεν μπορούν να σκαρφαλώσουν γρήγορα όπως τα καβούρια και οι πορφύρες, κάποιος φαίνεται το είχε βάλει βιαστικά εκεί. 

 

Τα υπόλοιπα πτωματοφάγα θα ερχότουσαν μόνα τους, αργότερα... 

 



Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

Κατ' όναρ καθ' ύπαρ (3) Η Λορεντάνα

 Andrea aveva un amore, riccioli neri    Ο Αντρέας είχε μια αγάπη, μαύρα τσουλούφια

 Andrea aveva un dolore, riccioli neri    ο Αντρέας είχε  μια θλίψη, μαύρα τσουλούφια


- Δεν θέλω να πεθάνω από ευτυχία, μ' αρέσει η θλίψη που βγάζει η τσαπατσουλιά σου, την προτιμώ από την παγωμάρα που αναδύεται στα τακτοποιημένα ντουλάπια.                                                                   

Κοίταξε τα μαλλιά της που κατρακύλαγαν στους ώμους της σε κυματιστές  μπούκλες, ποτέ δεν χρειάσθηκαν κτένισμα.  

- Riccioli neri, θυμήθηκε ένα τραγούδι του Φαμπρίτσιο Ντε Αντρέ.               - Τι είπες ;                                                                                                      - Τίποτα, κάτι δικό μου...                                                                       Κάτι τον έπνιγε, άνοιξε το παράθυρο. Βαριά γκρίζα συννεφιά απ' έξω, λες και χύμηξε μέσα να καλύψει το κενό. Η Λορεντάνα θορυβήθηκε. Κούνησε το κεφάλι της σαν νάθελε να την διώξει. Τα μαλλιά της ακολούθησαν την κίνηση, κάποια τσουλούφια πέσανε στο πρόσωπό της, τα απομάκρυνε με τα χέρια της. 

 - Riccioli neri, ξανάπε ο Αντρέας. 

                                                                                                                                                             Ο Αντρέας κουβάλαγε ένα μεγάλο μυστικό. Δεν ήθελε να το μοιραστεί με κανένα, ήθελε όμως μια σύντροφο δικιά του για να μη νοιώθει μοναξιά. Γιατί αυτό το μυστικό ήταν χειρότερο από τον πόνο. Τον πόνο μπορείς  να τον μοιραστείς, να τον ξεχάσεις μ' ενα ποτό ή μ’ένα χάπι, το μυστικό, όχι. Ηξερε ακόμα πως δεν μπορούσε να έχει πολλές απαιτήσεις δεν έψαχνε την όμορφη, την πλούσια, την μορφωμένη ή την νοικοκυρά που θα μπορούσε να κάνει καλύτερη την καθημερινότητά του. Εψαχνε κάποιαν που να μην τον εξιτάρει και να μην έχει πολλές απαιτήσεις, απλά να είναι δίπλα του όσο αντέξει αυτή ή αυτός. Το μόνο που ζήταγε ήτανε οι μαύρες μπούκλες στο κεφάλι της, δεν θυμότανε πια γιατί. Τις είχε αυτή η κοπελλιά, του έφτανε.

 

 Η Λορεντάνα είχε έρθει στον κόσμο από λάθος. Σ’ ένα σπίτι στα Επτάνησα όπου στην κατοχή κρύβανε  αντιστασιακούς κι ένα ιταλό λιποτάκτη, μια νύχτα η ζωηρή κόρη του σπιτιού, στο σκοτάδι, κοιμήθηκε σε λάθος κρεβάτι. Απρόσμενο το δώρο για τον λιποτάκτη δεν επαναλήφθηκε ποτέ, αλλά όταν ο αντάρτης συνήθης εραστής σκοτώθηκε, η φουσκωμένη κοιλιά ζήτησε από τον ιταλό να αναλάβει τις ευθύνες του, μιας που οι υπόλοιποι αντάρτες ήξεραν περισσότερα από αυτόν. Τις ανέλαβε κι έδωσε στο μωράκι το όνομα της μάνας του και το επίθετό του, Φινοκιάρο. Δούλεψε στα χωράφια της φαμίλιας κάπου δυο χρόνια και με την απελευθέρωση πήγε στην πατρίδα του κι ανέλαβε την κηδεμονία του νεογέννητου παιδιού της εκεί γυναίκας του. Το δέχθηκε σαν θεία δίκη, εξομολογήθηκε  ν’ αλαφρώσει από τις αμαρτίες του και ακολούθησε την συμβουλή του ιερωμένου να ξεχάσει την Ελλάδα και να αφοσιωθεί στην ιταλική του οικογένεια.                                                                                                                                                                              Πέρασαν χρόνια πολλά μέχρι ν’ ακούσει στο τραγούδι του Φαμπρίτσιο το “riccioli neri” και να γεμίσει το βλέμμα του με μαύρα κυματιστά μαλλιά. Ηξερε πως αλλιώς τα εννοούσε ο Φαμπρίτσιο κι αλλιώς αυτός αλλά δεν είχε σημασία, σχεδόν ποτέ ένα τραγούδι δεν έχει στον κόσμο την επίδραση που θέλει ο δημιουργός του, ο κάθε ακροατής το προσαρμόζει στα δικά του δεδομένα. Το "πότε θα κάνει ξαστεριά" κλασσικό παράδειγμα, ένα τραγούδι εκδίκησης ζωοκλεφτών έγινε σύμβολο αντίστασης στην χούντα !          - Riccioli neri, σκέφτηκε και κίνησε να τα βρει.

Το κορίτσι μεγάλωσε χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα, δεν είχε κλίση πουθενά ούτε και ασχολήθηκε κανένας ποτέ μαζί της. Λογικά συνήθισε στην τσαπατσουλιά αφού κανένας δεν της έμαθε τάξη και νοικοκυροσύνη. Στο σχολείο τα άλλα παιδιά δεν την κάνανε παρέα, κάποιοι λέγανε πως έφταιγε το επίθετό της, άλλοι ξαφνιαζότουσαν από το όνομά της, ποτέ  δεν ασχολήθηκαν να βρουν ένα υποκοριστικό, ούτε η ίδια η Λορεντάνα το προσπάθησε. Το μόνο που πρόσεχε κάποιος επάνω της ήταν τα μαύρα κυματιστά μαλλιά της, η Λορεντάνα  δεν πετούσε στα σύννεφα, ήξερε πως ήταν αδιάφορη για τους άλλους και της ήταν αδιάφορο αυτό. Ηταν τυπικά μέλος μιας οικογένειας αλλά δεν επικοινωνούσε με κανέναν. Έκανε σιωπηλή τις δουλειές που της είχαν αναθέσει όπως θα έκανε ένα ρομπότ, έτρωγε και κοιμότανε. Δεν ζητούσε ποτέ τίποτε. 

                                                                                                                      Στον Αντρέα άρεσαν οι βόλτες στα ανθισμένα λιβάδια, το ίδιο και στην Λορεντάνα, εκεί συναντήθηκαν, γνωρίσθηκαν, έγιναν φίλοι, πιο πριν δεν είχανε φίλους και οι δύο. Περπατώντας μέσα στην επαρχιακή πόλη της έπιασε το χέρι όταν άκουσαν από ένα σπίτι το κονσέρτο για πνευστά του Βιβάλντι. Η Λορεντάνα δεν αντέδρασε, η μουσική της ήταν αδιάφορη και η σωματική επαφή το ίδιο. Ο Αντρέας της είπε πως νομίζει πως είναι η ιδανική συντροφιά γι’ αυτόν και πως θα την περιμένει ώσπου να αποφασίσει να έρθει μαζί του. Η Λορεντάνα τον κοίταζε σιωπηλή.  

Σε μια βόλτα τους στην εξοχή ανακάλυψαν ένα πηγάδι. Ητανε ξέφραγο και πολύ βαθύ, δεν μπορούσες να δεις το νερό στα σκοτάδια του, ένα πηγάδι, παγίδα. Δίπλα υπήρχε ένας κουβάς χωρίς σκοινί. Ηταν το μόνο πράγμα που θα εμπόδιζε κάποιον από το να πέσει μέσα, τα χείλια του πηγαδιού δεν ξεχώριζαν από το τοπίο. Ο Αντρέας και η Λορεντάνα κάθισαν στο χορταριασμένο χωράφι έχοντας στην μέση τον κουβά. Δεν μιλούσαν απ' ευθείας μεταξύ τους αλλά ο καθένας με την σειρά του απευθυνότανε στον κουβά και άκουγε απ΄αυτόν τα λόγια του άλλου. Αυτός ο τρόπος χαμήλωνε πολύ την ένταση που θα μπορούσε να έχει ένας πιο προσωπικός  διάλογος. Στο τέλος η Λορεντάνα πέταξε μια πέτρα μέσα στο πηγάδι. Περίμεναν αρκετή ώρα να ακούσουν το πλατς στο νερό, το άκουσαν όμως μόνο όταν απογοητευμένοι σηκώθηκαν να φύγουν. Παρότι ο ήχος ακούστηκε απόκοσμος τα πρόσωπά τους έλαμψαν κι έφυγαν αγκαλιασμένοι. Ηταν η πρώτη φορά που ένοιωσαν κοντά.

                

Συνέχισαν να περνάνε αρκετές ώρες μαζί τις επόμενες μέρες, μια φορά γελάγανε με τις ώρες και  οι δυο, χωρίς να θυμούνται πως ξεκίνησε το γέλιο. Μια άλλη φορά έδιναν φιλοδώρημα σε όποιον ζητιάνο  βρισκότανε στον δρόμο τους, δεν το ξανάκαναν όμως, τα οικονομικά τους ήταν πενιχρά και χορηγίες των οικογενειών τους. Είχε γίνει καθημερινό συνήθειο να περνάνε μαζί τις ώρες της σχόλης της, αλλά η Λορεντάνα δεν έκανε την κίνηση που περίμενε ο Αντρέας. Οι μέρες τους ήτανε σαν άγραφο χαρτί, βόλτες στην πόλη ή την εξοχή, δεν γινότανε ποτέ πια κάτι το συγκλονιστικό, ίσως σιγά-σιγά να πλησίαζαν τον κορεσμό. Οσο κι αν έψαξαν δεν ξαναβρήκαν το πηγάδι, δεν θα ήταν εύκολο αν κάποιος είχε πάρει τον κουβά. Μόνο τις φορές που περπατούσανε στην βόλτα τους δίπλα στο ποταμάκι νοιώθανε πιο κοντά ο ένας στον άλλον, χωρίς να ξέρουνε το γιατί.

- Πως λέγεται αυτό το ποτάμι, τον ρώτησε μια φορά που βρέθηκαν εκεί.

-Το ποτάμι μας, της είπε, εμείς θα του δώσουμε όνομα.

Η Λορεντάνα ένοιωσε ένα σκίρτημα, πρώτη φορά στην ζωή της ενδιαφέρθηκε πολύ για κάτι.

Αρχισε να τρέχει προς κάποιον άνθρωπο που φαινότανε μακριά. Λαχανιασμένη τον έφτασε και τον ρώτησε παρότι παραξενεύτηκε από την θωριά του.

- Με συγχωρείτε, ξέρετε πως λέγεται αυτό το ποτάμι ;

- Είναι ο Αχέροντας κοπέλα μου, να, αν πας ανάποδα τον δρόμο σου θα τον δεις να πηγάζει απ’ την Αχερουσία λίμνη.

- Ευχαριστώ, είπε η Λορεντάνα και γύρισε να συναντήσει τον Αντρέα.

Ο  Αντρέας είχε αισθανθεί ένα ελαφρό πονάκι στην πλάτη και κάθισε στην όχθη. Σε λίγο πέρασε μια βάρκα και ο βαρκάρης του είπε πως ξέρει το μυστικό του και ήρθε να τον πάει μια βόλτα. Ο Αντρέας μπήκε στην βάρκα και τούδωσε το τελευταίο του νόμισμα. Η εικόνα ενός βρέφους με μαύρα κυματιστά μαλλιά σχηματίσθηκε μπροστά του για τελευταία φορά.

- Riccioli neri, ψιθύρισε.

Η Λορεντάνα περπάτησε προς τα πίσω ψάχνοντας τον Αντρέα. Μακριά, πολύ μακριά, εκεί που το ποτάμι ενώνονταν κάποτε με μια λίμνη, της φάνηκε πως είδε μια βάρκα με δυο άτομα μέσα. Ο ένας έμοιαζε του Αντρέα σκέφτηκε χαϊδεύοντας ένα κατάμαυρο λουγδί της.

Δεν τον ξανάδε ποτέ της.







Testo

Andrea si è perso, si è perso e non sa tornare
Andrea si è perso, si è perso e non sa tornare
Andrea aveva un amore: riccioli neri
Andrea aveva, aveva un dolore: riccioli neri
C'era scritto sul foglio ch'era morto sulla bandiera
C'era scritto e la firma era d'oro, era firma di re
Ucciso sui monti di Trento dalla mitraglia
Ucciso sui monti di Trento dalla mitraglia
Occhi di bosco, contadino del regno, profilo francese
Occhi di bosco, soldato del regno, profilo francese
E Andrea l'ha perso, ha perso l'amore, la perla più rara
E Andrea ha in bocca, ha in bocca un dolore, la perla più scura
Andrea coglieva, raccoglieva violette ai bordi del pozzo
Andrea gettava riccioli neri nel cerchio del pozzo
Il secchio gli disse, gli disse: "Signore, il pozzo è profondo"
"Più fondo del fondo, degli occhi, della notte e del pianto"
Lui disse: "Mi basta, mi basta che sia più profondo di me"
Lui disse: "Mi basta, mi basta che sia più profondo di me"