Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Ιστορίες με αλάτι (11) Ο κύριος Κ.





Ο κύριος Κ. είχε για παρατσούκλι ένα επάγγελμα που δεν το έκανε ποτέ. Ψηλός, λιγνός, από τους ανθρώπους που όταν είναι μικροί δείχνουν μεγαλύτεροι από την ηλικία τους και όταν μεγαλώσουν μικρότεροι, μάλλον γιατί δεν πιάνουν ποτέ λίπος απάνω τους,  ούτε στα μικράτα του γιατί δεν είχε να φάει, ούτε στα γεράματα γιατί  το λιτοδίαιτον ήτανε πια τρόπος ζωής, Το όνομά του και το επίθετό του είχαν ξεχαστεί, όλοι τον ήξεραν με το παρατσούκλι του.

Ανθρωπος της δουλειάς και του χρήματος, κυνήγαγε κάθε ευκαιρία να το βγάλει...Από εξοχικός καφετζής τα καλοκαίρια μέχρι εργάτης για όλες τις δουλειές τον χειμώνα. Η πρώτη φορά που άκουσε το όνομά του ήταν ένα καλοκαίρι της δεκαετίας του 50, έπαιζε δυνατά και συνέχεια Καζαντζίδη στο καφενείο του και τον βρίζανε οι γειτόνοι που κοιμότουσαν από τις εννιά! Κι όμως του τότε πιτσιρικά του άρεσε το "ινανάϊ γιαβρούμ" κι η "ζιγκουάλα".
Υστερα χάθηκε για μεγάλο διάστημα, κάποιος λεφτάς έφιαξε ένα μεγάλο αγρόκτημα και τον είχε υποτακτικό. Τον έβλεπε μόνο με τις μεγάλες ζέστες του καλοκαιριού να ψάχνει στα κοιλώματα των βράχων για αλάτι, είχαν την ίδια πετριά. Το αλάτι των βράχων έχει άλλη νοστιμιά.  Στην θάλασσα δεν έμπαινε, ίδια κι απαράλλαχτα με τους επαγγελματίες ψαράδες που δεν παίζουν μαζί της, την σέβονται γιατί από αυτήν βγάζουνε το ψωμί τους.
 Με τα χρόνια έκανε σερμαγιά κι άφησε την δουλειά του υποτακτικού κι άνοιξε μάντρα με υλικά οικοδομών. Ηταν τα χρόνια που ο έλληνας έκτιζε το εξοχικό του, τα χρόνια του Αντρέα και τα μπάνια του λαού. Το αφεντικό του K. κάτι ψυλλιάστηκε άφησε την υγιεινή ζωή στην επαρχία και μετακόμισε στην Αθήνα και την πολιτική. Το μέλλον τον δικαίωσε και αρχηγός κόμματος έγινε και υπουργός. Ο Κ. μοίραζε τούβλα και κεραμίδια με το φορτηγό του κι αγόρασε ένα τρεχαντηράκι να ρίχνει κάνα δίχτυ για το ψαράκι της φαμιλιάς του.

Κείνα τα χρόνια, αρχές ενός  καλοκαιριού, ένα πεντόκιλο λαβράκι γύρναγε στα μισό μέτρο νερά του μικρού λιμανιού. Το βλέπανε όλοι οι εραστές της πετονιάς και δοκιμάζανε ότι δόλωμα είχανε ακούσει από ζωντανό ψαράκι μέχρι ποντίκι κι από γαρίδα μέχρι καλαμάρι χωρίς επιτυχία. Σταθερός ο γράφων στην επιλογή του ολού για το λαβράκι, έτρωγε ώρες στα σκαλάκια βλέποντας το λαβράκι να τρέχει βολίδα προς τον ολό μόλις τον πέταγε στην θάλασσα, να τον μυρίζει και να φεύγει. Ο Κ. πέρασε από εκεί και του είπε "δεν είναι για σένα αυτό το ψάρι", ο ίδιος έριξε με μια παστή σαρδέλλα αλλά δεν τόπιασε.
Ενα βράδυ ο γράφων βγήκε για μπαλαδάκια και με την καθετή ανέβασε ένα χταπόδι σκάρτο κιλό. Με το χάραμα πήγε στα σκαλάκια του λιμανιού για χτύπημα και γούλιασμα, δόλωσε τον ολό, έριξε την πετονιά του και σήκωσε το χταπόδι να το κτυπήσει όταν είδε την πετονιά του να τρέχει.
Ογδόντα μέτρα καρούλι είχε και το ψάρι το πήρε όλο, φοβότανε να το κοντράρει. Το ψάρι σταμάτησε την στιγμή που το σκεπτότανε να κολυμπήσει μαζί με το καρούλι ή να μπει στην βάρκα του και να το πάρει στο κατόπιν. Το ψάρι ερχότανε σιγά-σιγά αλλά το άφηνε λάσκα όταν κοντράριζε, φοβότανε η 25άρα πετονιά του μην ήταν κάπου αδυνατισμένη και σπάσει. Τελικά φάνηκε ένας γνωστός του ψαράς με την βάρκα του και το απόχιασε. Τούδωσε το μπαξίσι του κι έμεινε να θαυμάζει το ψάρι που "δεν ήταν γι αυτόν".
Πέντε κιλά και 50 γραμμάρια έδειξε στην παλάντζα του κρεοπώλη το ψάρι, στεγνό. Το μυστήριο της τροφής του λύθηκε από το στομάχι του : γεμάτο σκληρά καβούρια της φυκιάδας κι ένα σκουρλιάμπι πρόσφατο, φαίνεται πως είχε τελειώσει τα καβούρια της περιοχής και το γύρισε στην δεύτερη επιλογή του, τα χταπόδια που πρώτα δεν τα έτρωγε,
Σκεπτότανε με ποιόν τρόπο θα του αντιγυρνούσε στον Κ. την κουβέντα που του είπε, μα δεν έβρισκε κι όλο το άφηνε για το άλλο καλοκαίρι, στο τέλος δεν πρόλαβε.

Σαν έκοψε ο οικοδομικός οργασμός η μάντρα είχε αναδουλειές και ο Κ. έβγαλε μια επαγγελματική άδεια και τόριξε στα παραγάδια. Οι άλλοι επαγγελματίες παραγαδιάρηδες τον έβλεπαν με μισό μάτι γιατί πρώτον δόλωνε με ψώλο - αυτοί δεν δίνανε ποτέ στους πελάτες του ψάρι που είχε φάει το ολοθούρι, μόνο στα μαγαζιά τόδιναν - και δεύτερον και κυριότερο γιατί τους τα πήγαινε διανομή στο σπίτι τους κάτι που θεωρούσαν εξευτελιστικό. Οι καθαροί επαγγελματίες περιμένανε τον πελάτη σπίτι τους να πάρει το ψάρι του τυλιγμένο σε εφημερίδες, για το κακό μάτι.  Αυτά ήταν λεπτομέρειες για τον Κ. που τα έβαζε σε ναϋλον σακκούλες και τα πήγαινε με την βέσπα του ρωτώντας αν τα θέλανε.

Υπήρχε ένας άγραφος νόμος να μην ρίχνουνε δίχτυα οι επαγγελματίες εκεί που ψαρεύανε οι καθετάκηδες μπαλαδάκια και λυθρίνια, ένας αμοιβαίος σεβασμός, πολλές φορές κι οι ερασιτέχνες βοηθάγανε με τον τρόπο τους τους επαγγελματίες. Βέβαια με την κριση οι ερασιτέχνες με βάρκα περιορίστηκαν από τριψήφιο σε μονοψήφιο αριθμό, έπαιξε ρόλο κι η ηλικία, περνάνε τα χρόνια και το νέο αίμα προτιμά το καουμπόϊκο  ψάρεμα με τα καλάμια, τ' αγοραστά δολώματα και τα τσαμασίρια τους. Σ' αυτά τα νερά έριξε τα δίχτυα του ο περίπου ογδοντάρης Κ. και γέμισαν λυθρίνια, θάχανε μαζευτεί για να γεννήσουνε. Βιαστικά καθάρισε τα δίχτυα του και τα ξανάριξε, ξαναγεμίσαν ψάρια. Τα καθάρισε κι άρχισε να τα ξαναρίχνει όταν... βρήκαν την βάρκα να γυρίζει γύρω-γύρω, η μηχανή λειτουργούσε μα η καρδιά του Κ, όχι.

Κάποτε ο γράφων κοιτώντας την άδεια από βάρκες προκυμαία είπε σ' έναν φίλο του, επαγγελματία, που τύλιγε τα ψάρια του σ' εφημερίδες για το κακό μάτι "Καλύτερα είναι όμως να υπάρχουν μάτια κι ας είναι και κακά παρά να μην υπάρχουν καθόλου μάτια στο λιμάνι".

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Της πετονιάς καμώματα



Εχω μια συνήθεια : δεν μπορώ να κάνω μπάνιο χωρίς μάσκα και βατραχοπέδιλα πάνω από 5 λεπτά, ενώ με τα τσαμασίρια μου ξεχνάω να βγω. Μ' αρέσει να ψάχνω για χταπόδια, για μύδια, για δολώματα αλλά γενικά, όταν ψάχνεις...βρίσκεις.  Σε προ κρίσης εποχές τα χαρτονομίσματα ήταν σε ημερήσια διάταξη- έχουν και μια ιδιότητα μέσα στο νερό, απλώνουν και γίνονται ευδιάκριτα. Ασύλληπτο ρεκόρ μου σε μια ερημική παραλία, τρία δεκαχίλιαρα απλωμένα στην άμμο σαν πετσετάκια...Με το ευρώ σφίξαν τα πράγματα, μόνο μια φορά ένα πενηντάρικο και κάτι ταλληροδεκάρικα στη χάση και τη φέξη. Πάνε οι καλές εποχές που βούταγε ο κόσμος με τα χιλιάρικα στα μαγιό. Κατά τα άλλα μαχαίρια, ταψιά (!), κινητά, βραχιόλια κ.λ.π., ήταν και είναι στην ημερησία διάταξη.
Εκεί όμως που γίνεται χαμός είναι στα βαρίδια και τις σκαλωμένες πετονιές που έχω την συνήθεια να τις μαζεύω τυλίγοντας τες στο σκουπόξυλο που βαστάω - με μια τρίαινα στην άκρη για χταπόδια και σουπιές. Τις ξετυλίγω μετά σπίτι, τις ματίζω και δένω μ' αυτές πέτρες που ρίχνω για ρεμέτζο σε τόπους που αν ρίξεις άγκυρα αποκλείεται να την σηκώσεις αλλά φυσικά κρατάνε καλά ψάρια. Εννοείται πως δεν σηκώνω πίσω την πέτρα, αν δεν έχει ρεύματα να σπάσουν την πετονιά τότε της δένω ένα φελουδάκι και την χρησιμοποιώ κι άλλη φορά. Δεν ξεκινάω για τέτοιο ψάρεμα με λιγότερο από τρεις πέτρες με τις αντίστοιχες πετονιές.
Τα βαρίδια όλο και λέω πως θα τα λιώσω να κάνω δικά μου όπως τα θέλω κι όλο εκεί βρίσκονται.

Κολύμπαγα στα ρηχά μιας βραχονησίδας την επαύριο μιας μεγάλης θαλασσοταραχής όταν είδα  στον πάτο μια πετονιά κι άρχισα να την τυλίγω στο καμάκι. Σε λίγο είδα κι έναν σαργό σε αφύσικη στάση, λογικό μια που ήταν αγκιστρωμένος στο κομμάτι από ένα παραγάδι που είχε εξωκείλει, δεν ήταν πετονιά αυτό που βρήκα. Τελικά ήταν καμμιά εικοσαριά αγκίστρια με δυο καλούς σαργούς, ένα σπαράκι  κι έναν τεράστιο τρουπολόγο. Σπίτι τύλιξα το κομμάτι από το παραγάδι σε μια πλαστική μπουκάλα του νερού, έφαγα βραστό τον τρουπολόγο  και διαολίστηκα στη σκέψη πως εκεί που κολύμπαγαν τα καπή του χωριού, μου είχε πει ο γιός μου πως είχε δει τσιπούρες να σκάβουν την άμμο μεσημεριάτικα.  Αφού το καλοσκέφτηκα, έσπασα καμιά εικοσαριά πορφύρες τις έβαλα σ' ένα σακουλάκι, πήρα το μπουκάλι με το παραγάδι και μπήκα στο νερό. Πλησιάζοντας τις γραίες βούτηξα στον πάτο κι έδεσα την άκρη σε μια πέτρα του βυθού. Υστερα απομακρυνόμενος από εκεί που κολυμπούσαν ξετύλιγα από το μπουκάλι, δόλωσα τα υπόλοιπα αγκίστρια, πήρα μια άλλη πέτρα για τέρμα και κολύμπαγα με τεντωμένο το παραγάδι προς το σημείο που ήθελα να είναι το τέρμα του. Σε δυο ώρες που ξαναβούτηξα είχε τέσσερις μισόκιλες τσιπούρες τις οποίες ξαγκίστρωνα στον πάτο κι έβαζα στην σακούλα που έχω στην μέση για τα χταπόδια. Μία μου την κοπάνησε στο ξεψάρισμα, δεν πρόλαβα να τις κόψω τα σπάραχνα. Το παραγαδάκι παρέμεινε στον πάτο όπου κάθε τόσο το δόλωνα "εν πλω" αλλά τωρα μόνο σαργουδάκια και λιγδοπούλες μου έδινε. Είχε χάσει και κάποια αγκίστρια, είχαν μείνει μόνο καμιά δεκαπενταριά κι ο καιρός άρχισε να κρυώνει δεν ήταν να βουτάς άλλη ώρα εκτός από το μεσημέρι. Το σκέφτηκα και αποφάσισα να του βάλω τσαμαδούρες και να το χειρίζομαι από την βάρκα αλλά νάναι κρυφό γιατί υπήρχε ακόμα κόσμος που έκανε μπάνιο. Πράγματι έδεσα στις πέτρες της αρχής και του τέλους από ένα σκοινί που σταμάταγε μια οργιά κάτω από την επιφάνεια του νερού και συνέχιζε με λεπτή πετονιά που τέλειωνε σ' ένα φελλό από μπουκάλα του κρασιού. Τραβούσα με προσοχή την πετονιά μέχρι να πιάσω το σκοινί , ανέβαζα την πέτρα, έπιανα την πετονιά, ξανάριχνα την πέτρα και ξεψάριζα-ξαναδόλωνα το παραγάδι  από την βάρκα. Ετσι μπορούσα να το σηκώσω το σούρουπο ή το χάραμα, ώρες που δεν ήταν κατάλληλες για μπάνιο όταν και αν κατάφερνα να βρω τον φελλό της αρχής ή του τέλους, πράγμα σχεδόν αδύνατο αν η θάλασσα δεν ήτανε λάδι. Ετσι έχασα δυο τρεις μέρες στο περίμενε μέχρι που ένα βραδάκι βρήκα τον φελλό κι άρχισα να σηκώνω το παρατημένο  παραγαδάκι. Μια περκούλα ήταν πιασμένη κι όπως την ξεψάριζα είδα κάτι να ασπρίζει δυο-τρία αγκίστρια παραπέρα. Μια δίκιλη γοργόνα βγήκε εξαντλημένη φούσκα στον αφρό. Δεν το ξανάριξα από τότε θεωρόντας πως ότι είχε να μου δώσει το παραγαδάκι, μου τόδωσε, Να μην είμαστε και πλεονέκτες !

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Ενα όνειρο

 ... I dreamed a dream that made me sad
Concerning myself and the first few friends I had...


...And many a road taken by many a first friend
And each one I've never seen again...

Είχε ένα όνειρο χωρίς να είναι ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Ούτε κατά διάνοια, εξ άλλου το όνειρό του αφορούσε τον εαυτό του και λίγους ακόμα ανθρώπους και όχι μεγαλεπήβολα σχέδια. Απλά αυτό το όνειρο «έπαιζε» πολύ συχνά στον ύπνο του, όλα τα δεδομένα και οι συνθήκες του ονείρου  του ήταν πλέον πολύ οικεία.
Εβλεπε το σπίτι του στο μέσον μιας ανηφόρας ενώ πιο κάτω η πλατεία είχε μετασχηματισθεί σε λίμνη ή θάλασσα, ήταν αρκετά μακριά για να πάρει συγκεκριμένη θέση. Προς την άλλη μεριά, την ανηφόρα, δεν κοίταζε ποτέ, τον κούραζε ακόμα και η εικόνα της. Η κλίση ήταν τόσο μεγάλη που ακόμα και η σταθερή παραμονή σ’ ένα σημείο  ήταν προβληματική. Όλα κυλούσαν αργά προς τα κάτω σ’ αυτόν τον δρόμο, ευτυχώς τα σπίτια μένανε γερά προσκολλημένα στο πεζοδρόμιο. Εβλεπε τα πάντα απ’ το παράθυρό του, τον Οδυσσέα, πονηρά γυμνό κι’ ελαφρωμένο απ’ όλα τα περιττά να γλυστρά προς τα πάνω, μετά να αφήνεται να κατρακυλίσει και μετά ξανά, σαν να έκανε σκι, να ανεβαίνει έτσι την ανηφόρα. Αντίθετα ο Αχιλλέας προσπαθόντας ν' ανέβει, μάζευε με ευλάβεια ότι εύρισκε πεταμένο στην άκρη του δρόμου και βάραινε συνέχεια. Η μεγάλη του δύναμη δεν έφτανε να νικήσει την βαρύτητα του πεπρωμένου του και κυλούσε αργά αλλά σταθερά για την Λίμνη της Λησμονιάς.
Εντείνοντας την προσοχή του παρατήρησε πως ο δρόμος μπροστά του  ήταν στην πραγματικότητα ποτάμι, ίσιο, εντελώς ρηχό και κατηφορικό πολύ, χωρίς όμως να χάνει την ομαλή ροή του. Μόλις ο Αχιλλέας έφθανε στο τέλος του δρόμου και χανόταν στο υγρό στοιχείο της πλατείας, ένας καινούργιος πρόσκαιρος Αχιλλέας εμφανιζότανε  στο ύψος του σπιτιού του. Ο Οδυσσέας, ο  αιώνιος Οδυσσέας - κι’ ας μην ήταν θεϊκός – εμφανιζόταν με το μονόξυλο λίγο πιο ψηλά και εκεί που νόμιζες ότι θα κατρακυλήσει στην λίμνη, πέταγε κάποιο απ’ τα πράγματά του και κέρδιζε υψόμετρο. Όταν πέταγε και τα ρούχα του τότε μπορούσε άφοβα να νικήσει τους νόμους της βαρύτητας, το διασκέδαζε χορεύοντας, ενώ ο Αχιλλέας φορτωμένος τις κουμπάνιες του δεν μπορούσε πια ν’ αντισταθεί στο πεπρωμένο του, κυλούσε μπρούμυτα με τα δάκτυλά του να μην μπορούν να αγκιστρωθούν σε  κάποια  εσοχή, σ’ ένα εξόγκωμα, για να τον συγκρατήσουν
.
Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει την ταυτότητά του, ποιος ήταν αυτός ο ίδιος στ' όνειρό του. Παρέμενε βέβαια πάντοτε μέσα στο σπίτι κι’ έβλεπε τα πάντα απ’ το παράθυρό του αλλά δεν ήταν σίγουρα ο Εκτορας, ούτε ο Αγαμέμνονας, μάλλον δεν ήτανε αυτής της εποχής, για πιο σύγχρονος περνιόταν, ο χρόνος μπλέκεται περίεργα στα όνειρα. Πάσχιζε να καταλάβει τι δουλειά είχε με τον πόλεμο τον Τρωικό και  τους πολέμαρχούς του αλλά δεν τούβγαινε.
 Πάλι γιατί δεν έβλεπε Τρώες ;  ούτε μάχες ; ούτε το Ιλιον ;
Ούτε τα πλοία των Ελλήνων τραβηγμένα έξω στην άμμο.
 Γιατί ;

Μόνο πυκνά συχνά σαν έκλεινε τα μάτια, βρισκότανε στο παράθυρο του σπιτιού του, στο σύγχρονο σπίτι του καταμεσής αυτής της ανηφόρας μ’ ένα λεπτό στρώμα νερού να σκεπάζει την επιφάνειά της κι’ αγωνιούσε να βρει την ταυτότητα του.
Όταν κουραζόταν από τις σκέψεις του ξύπναγε να ξεκουρασθεί.


Μερικοί δεν το κατάλαβαν ποτέ αυτό.


Ο Οδυσσέας προσπαθεί να πείσει τον Αχιλλέα να πολεμήσει ξανά

Εις μνήμην φίλων παλιών και καλών

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

Κερατώ



Ενα κεφάλαιο από ένα διήγημα...


Η Κερατώ βλαστημούσε τη τύχη της. Το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο δεν λειτουργούσε και το οδήγημα της φαινότανε κουραστικό. Μη μπορώντας μόνη της να φτιάξει κάποιο σενάριο αναλογιζότανε πως έμπλεξε σε τούτη την ιστορία. Ολα ξεκίνησαν απ’ το ότι βαριότανε να κάνει μόνο μια δουλειά αλλά δεν ήταν ικανή να κάνει δυο ταυτόχρονα. Συνήθιζε την ώρα της μηχανικής της δουλειάς να μιλάει με τις ώρες στο τηλέφωνο. Αρχικά με φίλες, έπειτα με γνωστούς κι’ αγνώστους, αυτοί ήταν καλύτεροι πελάτες, όταν βαριότουσαν τη συζήτηση η Κερατώ άρχιζε τα νάζια και τις αόρατες υποσχέσεις και η κουβέντα ξανάναβε, ενώ οι φίλες της δεν τσιμπάγανε, την ξέρανε καλά και δεν είχαν τίποτε να περιμένουν απ’ αυτή. Μόνο ο λογαριασμός του τηλεφώνου την τρόμαζε που ανέβαινε συνέχεια. Ανακάλυψε την επικοινωνία μέσω κομπιούτερ. Εχασε βέβαια το πλεονέκτημα της γλυκειάς φωνής της, αλλά ο λογαριασμός της μειώθηκε αισθητά και τρελλαινόταν να βλέπει στην οθόνη τα λόγια της. Σιγά-σιγά νόμισε πως έχει λογοτεχνική φλέβα. Της άρεσε ακόμη που μπορούσε να χρησιμοποιεί ένα ψευδώνυμο, να μη ξέρει ο άλλος καθόλου πως είναι, ούτε το φύλο της και το κυριότερο μπορούσε να μιλά με πολλούς ταυτόχρονα. Γρήγορα βέβαια όλοι κατάλαβαν ότι πρόκειται για γυναίκα, ο θηλυκός χαρακτήρας της ξεχείλιζε παντού. Δεν ενοχλήθηκε καθόλου, ίσα- ίσα το επεδίωκε και χρησιμοποίησε μερικά από τα παλιά κόλπα του τηλεφώνου. Δεν μπορούσε να είναι βέβαιη πως μιλάει με άντρες, αλλά η γυναικεία αυτοπεποίθηση της χρειαζότανε μια τόνωση, όπως και το στήθος της που είχε πέσει, άλλο πρόβλημα αυτό. Και εντάξει μ’ ένα καλό σουτιέν βολευότανε η κατάσταση αλλά την ώρα της αλήθειας, όταν στεκότανε γυμνή μπροστά στον καθρέπτη της να λατρέψει το είδωλό της, οι ρόγες της βλέπαν το πάτωμα. Ετρεμε στην ιδέα ότι κάποιος πιθανός εραστής θα την απέρριπτε γι’ αυτό. Πιθανός εραστής...μόνο για τον Πόντιο ήτανε σίγουρη ότι ήτανε άνδρας, γιά όλους τους άλλους διατηρούσε μια επιφύλαξη. Αχ, το διαδίκτυο...προσφέρει πολλά αλλά και το μυστήριο της προσωπικότητας. Τώρα καταλάβαινε ότι το παιχνίδι είναι αμφίδρομο, δεν ήταν κυρίαρχη όπως στο τηλέφωνο.
Μια Πόρσε τη προσπέρασε μουγκρίζοντας. Ενοιωσε μια ανατριχίλα στο υπογάστριο ενώ ασυναίσθητα το δεξί της χέρι χούφτωσε το λεβιέ. Πάντα η Πόρσε της έφερνε στο νου τον ιδανικό άντρα. «Με τέτοια βυζιά, μωρή ;» θύμωσε με τον εαυτό της. Στο βάθος του μυαλού της έψαχνε τρόπο για να βρει τα χρήματα της αποκατάστασης. «Γιατί η άλλη, η Μιμή, καλύτερη είναι ;» αναρωτήθηκε. « Ολο το κόλπο είναι να τυλίξω πρώτα ένα λεφτά να μου τα πληρώσει αυτός, κι’ αν δεν μπορώ με το σώμα μου, μπορώ με τη πέννα μου» έριξε ενέσεις ηθικού στον εαυτό της. Η απομάκρυνση της Πόρσε την επανέφερε στα λογοτεχνικά της αφήνοντας ένα στεναγμό ερωτικής απογοήτευσης. Εξ άλλου τα λογοτεχνικά της ήταν η αιτία ή το πρόσχημα που ταξίδευε. Θα περνάγανε μαζί με τον Πόντιο μια ίσως και δυο –αν της άρεσε μέρες στην Πάτρα, είχανε ραντεβού στα τυφλά.


Αν βέβαια τον γνώριζε από τις -ποιος ξέρει αν ήτανε αληθινές- περιγραφές στο κομπιούτερ. Της είχε πει πως ήταν κοντούλης και θα φόραγε μπότες  με ψηλά τακούνια για να αισθάνεται καλύτερα «κι’εγώ θα φοράω το ενισχυμένο σουτιέν» σκέφτηκε, πισωγυρίζοντας ελαφρά. « Ε, κάτι το λογοτεχνικό θα υπάρχει στη περιρρέουσα ατμόσφαιρα» είπε φωναχτά κι’ ύστερα θαύμασε το ταλέντο της στις ωραίες εκφράσεις. «Δεν μπορεί, ο Πόντιος με τις ευαίσθητες κεραίες του θα πιάσει στον αέρα μια τέτοια φράση, ίσως…κάποιος άλλος» ταξίδευε στις φαντασιώσεις της. Η σκέψη του Πόντιου της έφερε πίσω στο μυαλό τον ανταγωνισμό. Επρεπε να φτάσει πριν απ’ αυτόν, να μάθει το έδαφος πρώτη, να πιάσει τα καλά περάσματα.
Οταν την προσπέρασε ένα κατσαριδάκι κατάλαβε πως η ενασχόληση του νου δεν συμβιβάζεται με γρήγορη οδήγηση, ειδικά όταν τα θέματα καίνε. Γιατί όσο και να προσπαθούσε να το κρύψει ήταν σε υπερδιέγερση. Το ένστικτό της, της έλεγε ότι κάτι σπουδαίο θα προκύψει στο Καρναβάλι. Φτάνει να φερθεί έξυπνα για να μη το χάσει. Χαμογέλασε. Της φάνηκε πως το στήθος της ανέβηκε δυο πόντους. Κόλλημα κι’ αυτό. Από τότε που διάβασε σ’ ένα βιβλίο πως ο Ντ’ Αννούτσιο, ο μεγάλος ποιητής έδιωξε την ερωμένη του δηλώνοντας σαν δικαιολογία επίσημα «πέσαν τα βυζιά της» της εγινε μόνιμος μπελάς. Γιατί σαν λογοτεχνική ψυχή πλέον, ονειρεύοτανε τον εαυτό της δίπλα σ΄ένα μεγάλο, καταξιωμένο ποιητή. Στο μεταξύ βέβαια την έδερνε η ερωτική πείνα, κολλημένη στο κομπιούτερ όλη μέρα. Βελτιωνόταν όμως λογοτεχνικά, από μια άποψη ετοίμαζε τον εαυτό της γι’ αυτά που νόμιζε ότι της άξιζαν, τόσος καιρός δεν θα πήγαινε χαμένος. . Ταξίδευε για τη γη της επαγγελίας ήταν σίγουρη .
Αποφάσισε να κάνει μια στάση για καφέ στο Κιάτο

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Ο Φίλιππος



Το Φίλιππος ήταν παρατσούκλι. Ηταν κάποιος νέος (τότε), γόνος καλής και εύπορης οικογένειας (τότε) με μιά έφεση σε τζογάρισμα κάθε είδους, από πρέφα καπίκι στο καφενείο μέχρι την ρουλέττα στο ΜονΠαρνές. Και φυσικά από το ρεπερτόριό του δεν μπορούσε να λείψει ο βασιλιάς των τυχερών παιχνιδιών, ο ιππόδρομος.
Ο Φίλιππος μετά το τότε εξατάξιο γυμνάσιο πήγε στην Αγγλία να σπουδάσει μηχανικός. Κάτι τα άλογα, κάτι τα σκυλιά κατάφερε να σπουδάσει ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στην Χαβάη. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα του στείλαν λεφτά και του είπαν να φέρει από το Βέλγιο μια Μερσεντές, ήταν συνηθισμένο τότε να φέρνουν αυτοκίνητα από το Βέλγιο, ήταν πιο φτηνά απ' ότι στην Ελλάδα.
Κατάφερε να επιστρέψει με ένα Χίλλμαν Ιμπ, πιθανόν να είχε  και ιππόδρομο στο Βέλγιο, καζίνο είχε σίγουρα... Παρουσιάστηκε να κάνει το στρατιωτικό του και όταν έγινε αξιωματικός ήρθε στο Πεντάγωνο οπότε οι επισκέψεις του στο Φαληρικό Δέλτα ήταν χωρίς απουσίες. Μάλιστα επειδή δεν προλάβαινε να αλλάξει, άφηνε το πηλίκιόν του στο αμάξι και  ερχόταν με την στολή του στον ιππόδρομο προκαλώντας κρυφά χαμόγελα όταν τον έβλεπαν καλοκαιριάτικα να φοράει διπλοκουμπωμένη μια καπαρντίνα για να μην φαίνεται η στολή...
Αντίθετα έβαζε το στρατιωτικό πηλίκιον όταν οδηγούσε για να μπορεί να κάνει ψιλοπαραβάσεις ερχόμενος ή φεύγοντας, χούντα είχαμε τότε...  Οπως ερχότανε, συχνά έφερνε μαζί του τον πατέρα ενός αναβάτη που δούλευε σαν πολιτικό προσωπικό στο Πεντάγωνο. Οπως ήταν φυσικό ο πατέρας του (μέτριου) αναβάτη του έλεγε τα προγνωστικά του γιού του, τα οποία απέφευγε να παίξει ο ίδιος ή τα έπαιζε ελάχιστα.
Ο Φίλιππος είχε και μια αδυναμία σε ένα άλογο, τον Σάαντ Ακάρ, ένα αραβικό στέγιερ, δηλαδή το άλογο ακολουθούσε με τα τελευταία και προσπαθούσε στο τέλος να καλύψει την διαφορά. Εκτός σπανίων περιπτώσεων δεν προλάβαινε να τα καταφέρει, είχε δε μόνιμο αναβάτη τον γιο του εργαζόμενου στο Πεντάγωνο, μέτριο αναβάτη, αντικειμενικά. Δεν υπήρχε περίπτωση να τρέχει ο Σάαντ Ακάρ κι ο Φίλιππος να μην έχει στοιχηματίσει επάνω του. 

Μια μέρα ο πατέρας του αναβάτη είπε στον Φίλιππο πως ο γιός του θα του πει την ώρα της επίδειξης ένα άλογο στην προτελευταία κούρσα.  Του είπε να περιμένει να πάρουν τα άλογα οδηγίες στο πάντοκ- τον χώρο της επίδειξης- ώστε να είναι χίλια τοις εκατό σίγουροι αλλά να μην το παίξουνε πάρα πολλά λεφτά να μην καταλάβουν πως τους έδωσε την πληροφορία. Ο Φίλιππος ειδοποίησε έναν δικό του πιτσιρικά να τον πάρει από πίσω σ΄αυτήν την κούρσα και να παίξει γι αυτόν τα εννιά κατοστάρικα που τούδωσε σε όποιο άλογο παίξει ο ίδιος, αυτός θα  έπαιζε μόνος του άλλα τρία. Τα άλογα γυρίζανε στο πάντοκ κι ο αναβάτης έκανε σήμα στον πατέρα του πως θα κερδίσει αυτός. Ο πατέρας έκοψε εξη πενηντάρικα σύνθετα στο άλογο του γιού του, ο πιτσιρικάς πονηρός πήγε στα εικοσάρικα κι έκοψε πενήντα εικοσάρικα -τα πέντε δικά του. Δεν μπορούσανε να παίξουνε γκανιάν, δηλαδή απλή νίκη του αλόγου, γιατί θα ρίχνανε πολύ την απόδοση. Ας κέρδιζε και μετά θα ψάχνανε να βρούνε τον νικητή της τελευταίας ιπποδρομίας, έτρεχαν  μόνο έξη άλογα και ένα από αυτά ήταν ο Σάαντ Ακάρ με αναβάτη φυσικά τον γιο. 

Η κούρσα έγινε και όντως ο γιός κέρδισε με ικανοποιητικές αποδόσεις. Ο Φίλιππος και ο πατέρας έπιασαν θέση στο πάντοκ να ρωτήσουν τον γιο για την επόμενη κούρσα. Ο γιός βγήκε στο πάντοκ κι άκουσε τις οδηγίες του προπονητού του " Δεν έχουμε σπουδαία τύχη με αυτούς τους αντιπάλους. Καλύτερα αυτή την φορά να τον πας με τα πρώτα άλογα να δούμε πως αποδίδει με τέτοια διαδρομή και την άλλη φορά βλέπουμε". Ο αναβάτης ανέβηκε στον Σάαντ Ακάρ και με κουνήματα της κεφαλής τους έδειξε να μην παίξουν τον ίδιο και τους πρότεινε δυο άλλα άλογα.
Ο Φίλιππας πήρε τα σύνθετά του από τον μικρό και πήγε να παρακολουθήσει τον πατέρα  να δει που θα τα βάλει. Πραγματικά ο πατέρας άκουσε τον γιό του και τα μοίρασε στα δύο άλογα που του είπε. Ο Φίλιππος έβαλε κι αυτός εκεί τα πιο πολλά και κάτι λίγα στα άλλα τρία άλογα. Μόνο στον Σάαντ Ακάρ δεν έβαλε αφού είχε την πληροφορία.
Ο πιτσιρικάς ήθελε να πληρωθεί σίγουρα και με πεντε εικοσάρικα που είχε μπορούσε να καλύψει πέντε άλογα αλλά έτρεχαν έξη. Προτίμησε να τα πουλήσει και μόλις φώναξε "πουλάω" και πριν αρχίσουν τα παζάρια ένας του φώναξε " Πόσα έχεις ; τα αγοράζω όλα με εκατό κι ας κάνουνε ογδόντα".
Ηταν συνηθισμένο τότε να πουλάνε τα σύνθετα όταν είχε κερδίσει το άλογο στο πρώτο σκέλος, ήταν ένας τρόπος να βγάλουν κάποιο παραπάνω κέρδος από το να έπαιζαν το άλογο απλά να κερδίσει αλλά παραμόνευε κι ο κίνδυνος να μην έχουν κέρδος αν δεν έβρισκαν αγοραστή και αναγκάζονταν να ψάξουν τον νικητή της επόμενης ιπποδρομίας.
Οι άλλοι υποψήφιοι αγοραστές φύγανε κι ο πιτσιρικάς τούδωσε τέσσερα σύνθετα και τσέπιασε οκτακόσια  (οι τιμές στον ιππόδρομο  ήταν στο δεκάρικο) κι έβαλε το πέμπτο σύνθετο στο άλογο που τα έβαλε ο αγοραστής.


Με το που δόθηκε η εκκίνηση ο Σάαντ Ακάρ βρέθηκε με το βήμα του στην πρώτη θέση. Καθώς δεν πιέστηκε καθόλου στο τέλος  είχε τις δυνάμεις και κέρδισε απομακρυνόμενος σημαντικά από τα άλλα άλογα. Ο πιτσιρικάς είδε τον αγοραστή που πανηγύριζε και προσπαθούσε να κρύψει την χαρά του. Ηξερε πως είχε κερδίσει πάνω από δέκα χιλιάρικα. Ο Φίλιππος κοίταζε σαν χαμένος τον πατέρα που κατέβηκε στον στίβο να υποδεχθεί τον γιό του που γύρναγε για την καθιερωμένη φωτογραφία του νικητή σαν βρεγμένη γάτα...
- Να, τον μούτζωσε, ήθελα νάξερα ποιός μαλάκας σε έκανε, είπε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ιδιοκτητών του αλόγου και των φίλων τους.
Ενας αστυφύλακας έκανε να κινηθεί προς αυτόν αλλά ο Φίλιππος που ήταν συμπονιάρης και καλό παιδί, του έδειξε την ταυτότητα του αξιωματικού και απομακρύνθηκε. Πήρε τον πατέρα στο αυτοκίνητό του, έβαλε το πηλίκιο κι άρχισαν να ανεβαίνουν την Συγγρού...

Για την ιστορία το "σίγουρο" άλογο που κέρδισε ήταν όντως σίγουρο γιατι κέρδισε ντοπαρισμένο, αποδείχθηκε μετά !