Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

Κατ’ όναρ, καθ’ ύπαρ (2) – Une mèche de cheveux

 Το παρόν διήγημα πρωτοδημοσιεύθηκε στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου " Οι λέξεις έχουν την δική τους ιστορία" www.sarantakos.wordpress.com

Είναι κάποια τραγούδια που τα σιγοψιθυρίζω συνέχεια, ειδικά αν μου αρέσουν και τα λόγια. Κάποια στιγμή αρχίζω να πλάθω μια ιστορία μ΄αυτά, είτε στον ύπνο μου είτε στο ξύπνιο μου όταν αφαιρούμαι. Στο τέλος μπερδεύονται το όναρ με το ύπαρ και…

 

Κατ’ όναρ, καθ’ ύπαρ (2) – Une mèche de cheveux

Je sentais ma mémoire prête à tout raconter   
Mais je connaissais l’histoire, j’ai préféré rêver… 

(ψυλιάστηκα πως το μνημονικό μου είναι έτοιμο ν΄αρχίσει το παραμύθι, μα γνωρίζω το στόρυ, προτιμώ να ονειρευτώ)

Είσαι ο πρώτος και ο μόνος που αφήνω να χαϊδεύει τα μαλλιά μου, του είπε μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο, αποτέλεσμα της σύγκρουσης των παλιών συνηθειών με τα καινούργια συναισθήματα. Αυθόρμητα το μυαλό του πήγε στην γάτα του, κι αυτή δεν δεχότανε χάδια από άλλον, τόσο πιστή κι ελεύθερη μαζί. Την κοίταξε με την άκρη του ματιού του, είχε πολλή κίνηση στην εθνική οδό για να μπορέσει να γυρίσει το κεφάλι του. Ενα χαριτωμένο προφίλ φάνηκε, τα μαλλιά της ήταν πιο πίσω. Ηταν ένα από τα ατού της τα μαλλιά αλλά όχι το μόνο, γλυκό πρόσωπο και καλοφιαγμένο κορμάκι συνόδευαν ένα μάγκικο και εντελώς ευθύ  χαρακτήρα, σπάνιο πράγμα για γυναίκα κι ακόμα πιο σπάνιο,  διαμορφωμένο στα είκοσί της.    Δεν τον πείραξε που δεν είδε τα μαλλιά της, του έφτανε η αίσθησή τους στο δεξί του χέρι καθώς τυλίγονταν στο δάκτυλό του με μια περιστροφική κίνηση και ξετυλίγονταν με την αντίθετη φορά. Ηταν ίσια, καστανόξανθα και απίστευτα βαριά.                  

 

rol

Ηξερε πως δεν του έλεγε ψέμματα. Ενα μήνα τώρα μαζί είχε δει πως τα είχε περί πολλού και είχε εκτιμήσει σωστά την φορά που ήρθε με βρεγμένα μαλλιά για να μην τον αφήσει να περιμένει στο ξαφνικό κάλεσμά του, ούτε μπορούσε να παραβλέψει την «θυσία» της όταν τον άφησε να κόψει μια τούφα δυο πόντους από τον χείμαρο που ξεχυνότανε στην πλάτη της. Φύλαξε το τρόπαιο ευλαβικά στην θήκη που σχημάτιζε το καπάκι του χρυσού ρολογιού τσέπης που είχε από τον παπού του, ένα πολύτιμο αντικείμενο γι αυτόν, μέσα σ’ ένα πολύτιμο αντικείμενο  για τους ρολογάδες και για όλο τον κόσμο…

Στα δεύτερα -άντα αυτός, την έβλεπε συχνά να περπατά πάνω στα στρατιωτικά μποτάκια της με τα χέρια στις κολότσεπες και τον έκαιγε η επιθυμία να βάλει κι αυτός τα χέρια του εκεί. Οταν πέρναγε μαζί με φίλες ή φίλους ήταν φανερό πως είχε ηγετική θέση στην ομάδα παρότι μικρόσωμη, η φωνή της ήταν επιτακτική και ήταν φανερό πως ήξερε πολλά περισσότερα από τον περίγυρό της. Του απασχολούσε καιρό το μυαλό και την ημέρα που συμπλήρωσε  δέκα χρόνια παντρεμένος κι αισθάνθηκε απαλλαγμένος από την υπόσχεση που είχε δώσει την ημέρα του γάμου του, πως για δέκα χρόνια δεν θα κοιτάξει άλλη γυναίκα, σήκωσε το τηλέφωνο.                                                                 

Εποχές χωρίς αναγνώριση καλούντος, άρχισε να παίζει λέγοντας της πως έχει ωραία φωνή. Παιχνιδιάρα κι αυτή του είπε πως είναι νέγρα. Αναγκάσθηκε να της πει πως την ξέρει, του αρέσει, είναι παντρεμένος με παιδιά και θάθελε να πιούνε μια μπίρα μαζί στην θάλασσα. Δεν της είπε όμως ποιός ήταν, ούτε πως η οικογένειά του είναι σε διακοπές, μόνο την διαβεβαίωσε πως τον ξέρει από την γειτονιά. Του έκανε εντύπωση πως δέχτηκε το ραντεβού για την ίδια μέρα, μάλλον δεν το περίμενε.

Η κοπέλλα, στα είκοσί της, ζούσε με τον αδερφό της, παρατημένοι από τον πατέρα τους που δούλευε στον στρατό. Οταν πέθανε η μάνα τους, αυτός έφυγε από το σπίτι,  άφηνε ένα στοιχειώδες ποσό κάθε μήνα και πήγε σώγαμπρος αλλού, να έχει την βολή του. Ανεργα και τα δυο παιδιά, περνάγανε δύσκολα, μπλέξανε, κατάφεραν να ξεμπλέξουν κι από τότε ο αδερφός κλείστηκε σπίτι φοβισμένος, ενώ η αδερφή του είχε μάθει να κατευθύνει αυτή τις παρέες της, αλλά όχι να μαγειρεύει. Η πρόταση υποσχότανε ένα καλό φαγητό και η έντονη υποψία της πως θα ήταν ο πατέρας μιας φίλης της που την γλυκοκοίταζε, την έκαναν να δεχθεί.

Οταν το αυτοκίνητο σταμάτησε στο σημείο που είχαν ραντεβού και άνοιξε η πόρτα του συνοδηγού ένα εντελώς έκπληκτο «εσύ ;» ακούστηκε μαζί με ένα δισταγμό. Ο χαρακτήρας της ήταν που τον ξεπέρασε και την έσπρωξε μέσα, δεν της ταίριαζε να κάνει πίσω. Για πέντε τουλάχιστον λεπτά κοίταζε έξω από το παράθυρο προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει που βρίσκεται. Αυτός το διασκέδαζε, πότε μιλώντας και πότε σιωπώντας, τελικά έβαλε μια κασέτα να παίζει μήπως την καλμάρει η μουσική.  Η διαδρομή ήταν μεγάλη, το σοκ ξεπεράστηκε κι άρχισαν να κουβεντιάζουν για κοινούς γνωστούς και διάφορα, σαν καλοί φίλοι. Οι μπίρες με τα θαλασσινά βελτίωσαν το φιλικό κλίμα κι αυτός πια, αφού άκουσε την ιστορία της, την έβλεπε πατρικά και με συμπάθεια, ούτε που σκέφτηκε καθόλου τις κολότσεπες της. Κάποια στιγμή μάλιστα της πρότεινε να την παντρέψει, χωρίς τα συνεπακόλουθα της κουμπαριάς και το εννοούσε.                                             

Φεύγοντας η κοπέλα κάπου σκόνταψε κι όπως την έπιασε από την μέση να μην πέσει, τον αγκάλιασε και τον φίλησε με τέτοιο τρόπο ώστε η ερώτησή του να φανεί εντελώς φυσιολογική : «σπίτι μου, σπίτι σου ή ξενοδοχείο ; » 

Η μικρή σύσκεψη έβγαλε ξενοδοχείο όπου πήγανε για λίγες ώρες αλλά κάτσανε μια μέρα και λίγες ώρες. Ηταν απίστευτο το πόσο ταιριάζανε στα πάντα, λες κι ήτανε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Χωρίσανε το άλλο βράδυ για να κοιμηθούνε και βρεθήκανε το μεσημέρι για φαγητό. Εκεί διαπίστωσε έκπληκτος πως είχανε δει το ίδιο όνειρο το βράδυ, γι’ αυτήν δεν ήταν καινούργια εμπειρία, είχε κάνει αστρικά ταξίδια με ουσίες, τώρα απλά έμαθε πως γίνονται και με έρωτα.

 

Ce jour-là, c’est étrange, j’ai voulu croire aux fées 
Mais pincé par un ange, je me suis éveillé…  

(παράξενο, κείνες τις μέρες ήθελα να πιστέψω στις γοργόνες, αλλά κάτι, σαν μια ουρά από σαλάχι με τσίμπησε και ξύπνησα )

Η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει γι αυτόν, τα έβαλε κάτω και είδε πως η μόνη λύση ήταν να φύγουνε για Αυστραλία, για Νέα Ζηλανδία καλύτερα. Ηταν και η εποχή που μόλις είχε παιχτεί σε σίριαλ στην τιβί «τα κόκκινα μαλλιά» όπου η πρωταγωνίστρια με τον γέρο σύντροφό της  τα παρατάνε όλα και φεύγουνε «δίχως αποσκευές» κι έβλεπε με τρόμο πως στις αποσκευές έβαζε την γυναίκα του και τα παιδιά του. Ηξερε πως η κοπέλα θα έκανε ό,τι της έλεγε, οικονομικό πρόβλημα δεν υπήρχε. Ηξερε ακόμα πως όποια απόφαση και νάπαιρνε θα το μετάνιωνε. Δεν το τόλμησε. 

Ψέλλισε κάτι δικαιολογίες, «Θα χωρίσω», χωρίς να τις πιστεύει.              

«Μη στενοχωριέσαι, θάμαι μαζί σου για πέντε μήνες», του είπε, «Μετά, βλέπουμε. Αλλά μην τους χαλάς αυτούς τους πέντε μήνες» 

Ενα προγραμματισμένο εβδομαδιαίο ταξίδι με την σύζυγο στο εξωτερικό φάνηκε σαν λύση μετά την απόρριψη της Αυστραλίας αλλά αποδείχθηκε μαρτύριο. Οσο κι αν προσπαθούσε, του έλειπε και δεν είχε καθόλου τύψεις. Γιατί ό, τι κι αν έκανε με την κοπέλα ήταν τελείως διαφορετικό από την υπόλοιπη ζωή του, δεν σύγκρινε, ούτε τα μπέρδευε, ήταν -από την μεριά του- τίμιος στην διπλή ζωή του, άλλοι μπορεί να είχαν διαφορετική οπτική γωνία. Το μόνο κακό ήταν πως δεν ήθελε να μοιράσει δίκαια την ζωή του στα δύο, αλλά μεροληπτούσε, φανερά και πολύ σε βάρος της οικογενειακής του ζωής.

 Γύρισε σε μια βδομάδα τρελλαμένος. Εστειλε αμέσως σύζυγο και παιδιά διακοπές κι έτρεξε να την βρει. Πολλά είχαν αλλάξει και στο όνομα της ισότητας του είπε πως αρραβωνιάστηκε κάποιον χαζό που την ήθελε, αλλά να μην ανησυχεί, θα εξακολουθούσε να είναι ο πρώτος, απλά τώρα θα έπαιρνε μια ιδέα από την δική της θέση. Το δέχθηκε αναγκαστικά και πέραν αυτού του γεγονότος, σε τίποτε άλλο δεν άλλαξε η σχέση τους, δεν τον απασχόλησε ποτέ ο αρραβώνας της, όπως ποτέ αυτή δεν αναφέρθηκε στον γάμο του.          

Το δεύτερο ήταν πως εξασφάλισε από μια φίλη της κάποιες μέρες διακοπές σ’ ένα χωριό της ορεινής Ναυπακτίας και θα έφευγε σε τρεις μέρες. Ηταν η σειρά της για ταξιδάκι. Μόνο ένα τηλέφωνο στο καφενείο του χωριού υπήρχε να του δώσει και το όνομα της φίλης της- γιατί αυτήν δεν την ξέρανε- με προσοχή να μην την εκθέσει στους γείτονες.

Σαν έφυγε το κενό που αισθάνθηκε ήταν αβάσταχτο. Κανόνισε με την οικογένεια του να λείψει μια βδομάδα, ένας φίλος που του είχε εμπιστοσύνη τούδωσε κάλυμμα, δήθεν πως τον κάλεσε στο εξοχικό του στην Κάρυστο. Την άλλη μέρα τηλεφώνησε, ζήτησε την φίλη της και της είπε τι ώρα θα ξαναπάρει για να είναι και η δικιά του εκεί. Τη δεύτερη φορά της είπε πως την επόμενη μέρα θα την επισκεφθεί, μόνο που δεν μπορούσε να υπολογίσει τι ώρα γιατί δεν ήξερε τους δρόμους. Πήρε ένα φίλο του από το Μεσολόγγι μαζί για κάλυψη και κάνανε τους αμέριμνους τουρίστες όταν με χίλια βάσανα φτάσανε στο -ο θεός να το κάνει- χωριό, ένας συνοικισμός ήτανε η Ποκίστα, χωρίς σπίτια και ταμπέλλα στην δημοσιά,  ρωτώντας περάσανε δυο-τρεις φορές  από εκεί πριν να την εντοπίσουν. Ερημιά στους δρόμους, ευτυχώς κάποια στιγμή την είδε με την φίλη της και μιλώντας από απόσταση κατάλαβε πως δεν πέρναγε καλά και πως αύριο το απόγευμα  θάφευγε και να βρεθούνε στην Ναύπακτο.  Πήγε τον φίλο του στον τόπο του και νοίκιασε ένα δωμάτιο σ’ εξοχικό ξενοδοχείο αρκετά έξω από την Ναύπακτο. Την άλλη μέρα έκανε το μπάνιο του, έφαγε, κοιμήθηκε κι όταν ξεκίνησε θυμήθηκε πως δεν είχαν ορίσει ούτε μέρος ούτε τόπο. Φθάνοντας στην Ναύπακτο είδε ένα μέρος που του άρεσε να παρκάρει. Βγήκε, περπάτησε λίγο και κάθισε σ’ ένα τειχάκι  να σκεφτεί ποιόν θα πρέπει να ρωτήσει που είναι ο σταθμός των λεωφορείων και τι ώρα θα ερχότανε το λεωφορείο από το χωριό της. Την ίδια στιγμή την είδε νάρχεται χαμογελαστή με το σακβουαγιάζ της…

Περάσανε ωραία στην Ναύπακτο και την άλλη μέρα στο ερημικό ξενοδοχείο αλλά το επίπεδό τους πια ήταν για περισσότερα. Τον ξύπνησε κατά τις τρεις την νύχτα, πλήρωσαν το ξενοδοχείο και του ζήτησε να αρχίσουνε ορεινές διαδρομές στο άγνωστο. Κάποια στιγμή σε κάποιο υψόμετρο, του είπε να κάνει δεξιά και όπως ήταν εξουθενωμένος του ρίχτηκε με λύσσα για να δει πως νοιώθει μια γυναίκα όταν δεν θέλει και ο άλλος επιμένει. Τον τρόμαξε κάπως πως τον θεωρούσε τόσο δικό της, όσο την θεωρούσε κι αυτός, ήταν σαν να είχε το πάνω χέρι μόνο για να προτείνει κάτι σαν πιο έμπειρος και να συμφωνεί αυτή, δεν υπήρχε το παραμικρό περιθώριο επιβολής από κανέναν.                                                            

Καταλήξανε το πρωί στην Γλύφα, ένα χωριό απέναντι από την Εύβοια, στα στενά του Μαλιακού κόλπου. Ψάχνοντας για «ρουμ του λετ», φτάσανε στην κυρία Σούλα που τους κοίταζε λίγο περίεργα κι αποφάσισε να κάνει παιχνίδι  :  

– Ωραίο μέρος, το θέλουμε για τέσσερις, πέντε μέρες. Πόσο κοστίζει ;

– Επτά χιλιάδες η μέρα …

– Θα σου δίνω έξη χιλιάδες συν ένα χιλιάρικο πουρμπουάρ για κάθε μέρα !

– Α, όχι. Επτά χιλιάδες, ακατέβατα ! !

 Η κοπελιά δαγκωνότανε να μη σκάσει στα γέλια. Κάποια στιγμή με τρόπο, να μην τον ακούσει δήθεν η σπιτονοικοκυρά της είπε «Φαντάσου τώρα να μας βρει ο άντρας σου».        

Η σπιτονοικοκυρά  ρώτησε αμέσως δήθεν αδιάφορα : 

– Τι δουλειά κάνετε ;

– Εγώ είμαι σκηνοθέτης, γυρίζω ταινίες και η κοπέλα είναι η γραμματέας μου αλλά σκοπεύω να την κάνω ηθοποιό, το προσπαθώ, έριξε το τυράκι.

– Οχι σκοπεύεις, θα με κάνεις, μπήκε στο κόλπο η κοπέλα, μου το υποσχέθηκες. Γι’ αυτό ήρθαμε εδώ, να βρούμε μέρος κατάλληλο για τα γυρίσματα, εμένα μ’ αρέσει πολύ εδώ, συμπλήρωσε ναζιάρικα. Και να βάλουμε την κυρία Σούλα σε κάποιο ρόλο, έχει φωτογένεια, έτσι γλύκα μου ;

– Να το σκεφτώ… καλή είναι δεν λέω… αν μπορεί να μας βοηθήσει στο σενάριο…

– Τι να κάνω ; τσίμπησε η κυραΣούλα

– Να, ξέρεις, ψάχνουμε ονόματα από τρία πουλιά που να αρχίζουν από ρο…αν τα βρεις, ο ρόλος δικός σου

– Θα τα βρω, η κόρη μου είναι φιλόλογος, θα με βοηθήσει, είπε χαρούμενη η κυραΣούλα κι όταν έφτασε στην πόρτα για να φύγει, κοντοστάθηκε και φώναξε θριαμβευτικά !

– Ραλλού, το ένα, το βρήκα !! Χόλλυγουντ, σούρχομαι, ξεφώνησε και έφυγε ευτυχισμένη. 

 

Οι μέρες ήταν ονειρεμένες στην Γλύφα. Τα νέα είχανε διαδοθεί στο χωριό κι όλοι κοιτάζανε να περιποιηθούν το ζευγάρι ελπίζοντας να γυριστεί η ταινία στον τόπο τους ή ακόμα να έχουν κι αυτοί ένα μικρό ρόλο. Μόνο η κυραΣούλα ήταν αγχωμένη, δεν μπορούσε-ακόμα- να βρει δεύτερο πουλί από ρο. Εχοντας μελετήσει τον βυθό την μέρα είχαν την  δυνατότητα να κάνουν άνετα νυκτερινό μπάνιο α λα Αδάμ και Εύα, έχοντας την ευκαιρία να θαυμάσει ο ένας το κορμί του άλλου, βρεγμένο στο σεληνόφως. Μια μικροατυχία, ένας γνωστός του «σκηνοθέτη» που ήρθε κι αυτός για διακοπές στην Γλύφα, έδειξε μεγάλη διακριτικότητα στα ερωτικά και «επαγγελματικά» τεκταινόμενα και δεν διατάραξε την γαλήνη των ημερών. Αντίθετα εξ ιδίων προήλθε η πρώτη αμυχή, όταν εντελώς αφηρημένα το βλέμμα του ακολούθησε μια μπικινοφορούσα που έμπαινε στο νερό.  

 – Μ’ έχεις μόνο για να με πηδάς, είπε η κοπέλλα κι αμέσως μετάνοιωσε. Με συγχωρείς δεν τόθελα, ψέλλισε.                                                                                                                          

Την κοίταξε. Πρόλαβε να δει το σκοτεινιασμένο βλέμμα να φεύγει σιγά-σιγά από το πρόσωπό της. Το πίστεψε πως δεν τόθελε αλλά η ζημιά είχε γίνει. Είναι κάποιες λέξεις που προκαλούν γρατζουνιές και δεν θεραπεύονται, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, κακοφορμίζουν. 

Το έδιωξε απ΄το μυαλό του και τις υπόλοιπες μέρες βρέθηκαν στον παράδεισο, αν εκεί μέσα περνάνε τόσο καλά. Την τελευταία μέρα υπήρχε μια νευρικότητα σ’ αυτούς και μια απελπισία στην κυράΣούλα που δεν βρήκε άλλο πουλί από ρο, ούτε η φιλόλογος κόρη της. Την παρηγόρησαν λέγοντας της πως δεν πειράζει κι όταν έρθουν να γυρίσουν την ταινία θα μείνουν στο ίδιο σπίτι και θα της δώσουν και ρόλο. Οδηγούσε με το αριστερό χέρι, το δεξί ήταν απασχολημένο στα μαλλιά της. Ολη την διαδρομή σκεφτότανε πόσο ωραία πέρασε και τι κρίμα που αυτές οι μέρες τέλειωσαν. Λίγα λόγια, μόνο υποσχέσεις πως θα ξανάρθουν μια μέρα. Οταν την πήγε σπίτι της τον έπιασαν τα κλάματα την ώρα του αποχαιρετισμού, αυτή διατηρούσε την ψυχραιμία της.  

 – Πέρασα τις καλύτερες πέντε μέρες της ζωής μου, του είπε. Ξέρω πως δεν θα περάσω ποτέ καλύτερα

 – Και τώρα; ρώτησε

– Είχαμε ένα υπέροχο καλοκαίρι, τώρα θα έχουμε έναν υπέροχο χειμώνα, αποκρίθηκε.

winter

Bartolomeo AMMANATI, Αλληγορία του χειμώνα
1563-65

Τον χειμώνα η κοπέλα βρήκε δουλειά σαν πωλήτρια και κείνος κανόνισε να την βλέπει δυο φορές την βδομάδα στα πεταχτά και κάθε Τετάρτη  την περίμενε να σχολάσει στις δύο και πηγαίνανε παραλία στα Λεγραινά μέχρι να βραδιάσει. Πολλές φορές αναπολούσανε τις μέρες στην Γλύφα που ήταν τόσο έντονες ώστε είχαν επισκιάσει τις πρώτες μέρες της γνωριμίας τους, ήταν σαν να πρωτοβρέθηκαν εκεί. Μέχρι που μια φορά, μόλις βρέθηκαν δεν τον άφησε να την φιλήσει, παρά μόνο στο μάγουλο. 

- Γιατί ;

- Πέρασαν οι πέντε μήνες, από δω και στο εξής βγαίνουμε μόνο φιλικά !

Κεραμίδα του ήρθε, μέσα στο μεθύσι από την καλοπέραση δεν είχε υπολογίσει την κουβέντα της, δεν την είχε διαπραγματευθεί τότε, μόνο μια αόριστη υπόσχεση είχε πάρει πως αν χωρίσουν θα ξαναβγαίνανε μια φορά, αν ένας από τους δύο το ζήταγε. Αφού βεβαιώθηκε πως το έλεγε σοβαρά, της το θύμισε. 

- Εντάξει, την Τετάρτη θα περάσουμε την μέρα μαζί για τελευταία φορά. Και φέρε μαζί σου κανένα τσιγάρο αν μπορείς να βρεις, το πεθύμησα.      

 Παραξενεύτηκε, τόσους μήνες μαζί, ποτέ δεν κάπνισε. Βέβαια τα ξενοδοχεία την ενέπνεαν να κάνει τρέλλες, όπως σ’ εκείνο το σχεδόν παραλιακό στις Τζιτζιφιές όπου ήθελε δωμάτιο στο ρετιρέ του τελευταίου ορόφου  και έβγαινε ολόγυμνη να απολαύσει την θέα του Σαρωνικού. Μετά τον έσερνε στον Ιππόδρομο να ποντάρει το άλογο που της άρεσε και ξαναγυρνάγανε στο ξενοδοχείο να συνεχίσει την γυμνοθεραπεία της.  Επέμενε να  πάνε στο ξενοδοχείο που ήταν απέναντι από το αστυνομικό τμήμα. Πιάσανε ένα δωμάτιο με φάτσα στον δρόμο στον δεύτερο όροφο. Αναψε το τσιγάρο της και πίσω από τις γρίλιες φύσαγε το ντουμάνι προς το αστυνομικό τμήμα «να γουστάρουνε και λίγο τα όργανα», ψιθύρισε. Η συμπεριφορά της ήταν όπως και πριν, λες και δεν είχε αλλάξει τίποτε μεταξύ τους. Του ήταν αδύνατον να φύγει, είχε ξαναβρεί το οξυγόνο του. Νόμισε πως ο χωρισμός ήταν ένα σκέρτσο της μικρής και πως ξαναμπήκε το νερό στο αυλάκι. Στις έντεκα τηλεφώνησε σπίτι του πως θα αργήσει, βρήκε κάτι παλιόφιλους είπε και θα πηγαίνανε για ένα πιοτό. Μετά άρχισε να πίνει και στις μία ήταν τύφλα στο μεθύσι. Η κοπελιά πάλευε να τον συνεφέρει με λεμόνι και καφέ, κατά τις τρεις στάθηκε ξανά στα πόδια του. Την πήγε σπίτι της, γύρισε κι αυτός καταρρακωμένος στο δικό του.

Οταν την ξανάδε κατάλαβε την πλάνη του. Η κοπελιά το εννοούσε, τον ευχαρίστησε για όσα είχε μάθει από αυτόν, του εξομολογήθηκε πως με όσα είπαν όταν μετά από έρωτα έβγαζαν τα σώψυχά τους, μπορούσε πια να διεκδικήσει όποιον άντρα ήθελε. Του θύμισε πόσο ταιριαστό ζευγάρι ήτανε, πως ποτέ κανένας δεν έδειξε δυσαρέσκεια για την διαφορά ηλικίας, αντίθετα σε πολλά μπαράκια τους κερνούσανε, χαρακτηρίζοντάς τους σαν ένα υπέροχο ζευγάρι και προσπάθησε όσο πιο ευγενικά μπορούσε να του εξηγήσει πως στην ηλικία της πρέπει να δοκιμάσει κι άλλα πράγματα κι ας μετανιώσει. Τα λόγια της πέφτανε στο κενό. Μια καθόλου ευχάριστη ζαλάδα τον κυρίευε όταν την άκουγε μαζί με μια απελπισία γιατί δεν είχε λογικό επιχείρημα να αντιτάξει, αυτός που της έδειξε πως να χρησιμοποιεί την λογική. Η φιλία της δεν τον κάλυπτε ούτε στο ελάχιστο.

Une mèche de cheveux
Quelle mavait donnée
Une mèche des cheveux
Quun jour jai caressés
Une mèche de cheveux
Qui venait ressusciter
Le souvenir dun temps heureux
Le doux mirage dun été

(μια τούφα απ’ τα μαλλιά της που μου είχε δώσει, απ τα μαλλιά της που χάδευα μια μέρα, μια τουφίτσα που ήρθε ν’ αναβιώσει μια ανάμνηση από ευτυχισμένους καιρούς, ένας γλυκός αντικατοπρισμός ενός καλοκαιριού )

Εκανε δυο-τρεις ακόμα αποτυχημένες προσπάθειες μήπως την πείσει ν’ αλλάξει γνώμη. Ανοιξε αρκετές φορές την θήκη του χρυσού ρολογιού και χάιδεψε τα κομμάτια απ’ τα μαλλιά της.  Στο τέλος δεν άντεξε και τα πέταξε στο αναμμένο τζάκι. Είδε τις τρίχες να καίγονται στριφογυρίζοντας με μια στιγμιαία λάμψη. 

Αμα λάμψει θα καεί, κι αν δεν καεί δεν θα λάμψει, σκέφτηκε.

Au fond de mon grenier, blottie dans un tiroir, un jour j’ai retrouvé une amourette d’un soir

Elle s’était envolée, je ne sais plus pourquoi, je l’avais oubliée depuis longtemps déjà

Dans un montre a gousset d’or, recouvert de poussière, son petit corps meurtri reposait, solitaire

Elle était venue mourir dans ce décor antique, elle était venue mourir, en laissant pour relique

Une mèche de cheveux qu’elle m’avait donnée, une mèche de cheveux… je l’ ai jeté au feu (*)

(στο βάθος στην σοφίτα μου, φυλαγμένο σ’ ένα συρτάρι, μια μέρα ξαναβρήκα την αγάπη μιας νύχτας

ήταν εκεί πεταμένη, δεν ξέρω πια γιατί, την είχα ξεχάσει από καιρό

μέσα σ’ ένα χρυσό ρολόι τσέπης καλυμμένη από σκόνη, το ταλαιπωρημένο πραγματάκι αναπαυότανε μοναχό 

είχε έρθει να πεθάνει σ΄αυτό το κειμήλιο σαν ντεκόρ, είχε έρθει να πεθάνει σ’αυτό το παλιακό μέρος  αφήνοντας το λείψανο του 

ήταν μια τούφα απ’ τα μαλλιά της που μου είχε δώσει, ήταν μια τούφα από τα μαλλιά της που πέταξα στην φωτιά.

 

(*) οι στίχοι στα γαλλικά είναι λίγο…πειραγμένοι ! και η μετάφραση…ελεύθερη !

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

Βέρντι...

Είναι μια επιλογή από τις όπερες του Βέρντι, με χρονική σειρά και έναν-κατά την κρίση μου- χαρακτηρισμό. Ακολουθεί ένα κομμάτι από κάθε όπερα.

1. Η πιο παλιά.................................................................Oberto, conte di Bonifacio

2. Η πιο αποτυχημένη.....................................................Un giorno di regno

3. Η πιο επαναστατική....................................................Nabucco

4. Η πιο θρησκευτική.....................................................I Lombardi a la prima crocciata

5. Η πιο δραματική ........................................................Ernani

6. Η πιο ρομαντική.........................................................I due Foscari

7. Η πιο εξωτική.............................................................Alzira

8. Η πιο πατριωτική........................................................ Attila

9. Η πιο θεατρική.............................................................Macbeth

10. Η πιο κλασσική...........................................................Luisa Miller

11. Η πιο ποιοτική...........................................................Rigoletto

12. Η πιο αναγνωρίσιμη ..................................................Il Trovatore

13. Η πιο δημοφιλής .......................................................La Traviata

14. Η πιο αντιστασιακή.....................................................Vespri Siciliani

15. Η πιο πολιτική............................................................Simone Boccanegra

16. Η πιο μελωδική..........................................................Un ballo in maschera

17. Η πιο ιστορική..............................................................La forza del destino

18. Η πιο φιλοσοφημένη....................................................Don Carlos

19. Η πιο χλιδάτη..............................................................Αida

20. Η πιο παθιασμένη.......................................................Otello

21. Η πιο χαρούμενη.........................................................Falstaff