Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Κατ' όναρ, καθ' ύπαρ (-1) Deep(poet)Blue


 Η πρώτη φορά που ο Ντιποετμπλού γνώρισε τον ύπνο ήταν με το μεγάλο μπλακ-άουτ στην Νέα Υόρκη. Ολοι φυσικά νόμιζαν στην αρχή πως ήταν μιά συνηθισμένη διακοπή ρεύματος, τρείς- τέσσερις ώρες το πολύ. Ετσι και ο Ντίπυ (χαϊδευτικό του ντιποετμπλού) δεν ανησύχησε, μπορούσε να κάτσει δεκαέξη ώρες σε κατάσταση αναμονής. Μετά κινήθηκε προς την πηγή της ενέργειάς του και συνδέθηκε αλλά τίποτε. Σιγά-σιγά άρχισε να πέφτει η τάση στα κυκλώματά του. Υπολειτουργούσαν τα πάντα επάνω του και ο πρωτότυπος σχεδιασμός του τον οδηγούσε σε άγνωστα πεδία αισθημάτων και γνώσεων, διαρκώς εξασθενούντων. Τελικά –αν είναι ποτέ δυνατόν- έχασε τον έλεγχό του, έπεσε σε ηλεκτρονικό κώμα. Συνδεδεμένος βέβαια, θα ξανάβρισκε τον εαυτό του με την αποκατάσταση της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας. Οι καινούργιες εμπειρίες όμως θα είχαν καταλάβει κάποιο κομμάτι στην πανίσχυρη μνήμη του.

Ο Ντίπυ κατασκευάστηκε γιά να λύσει το μεγάλο πρόβλημα της παγκόσμιας ποίησης, ποιό είναι το αντικειμενικά καλύτερο ποίημα. Ηταν πανίσχυρος στο λογισμικό του, σαν τον Deep Blue των σκακιστών- από κει πήρε άλλωστε και τ’ όνομά του, αλλά και εφοδιασμένος με μιά πρωτότυπη ιδέα γιά την κρίση του. Η πρόσληψη ενός ποιήματος μετατρεπότανε σε τέσσερις από τις βασικές ανθρώπινες αισθήσεις, αφή, όραση, ακοή και όσφρηση. Η ποιοτική και ποσοτική μεταβολή αυτών των παραμέτρων έδινε και την αξιολόγηση του ποιήματος, εξαφανίζοντας κάθε υποκειμενικό δεδομένο. Χρειαζότανε βέβαια ενα «πρότυπο», μιά μονάδα σύγκρισης γιά το ξεκίνημα, αλλά οι σοφοί δεν είχαν πρόβλημα να επιλέξουν την Ιλιάδα σαν σημείο αναφοράς. Δεν υπήρξε καμμία σοβαρή αντίρρηση, όλοι υποκλινότουσαν μπροστά στο κείμενο που κατέγραψε ο Ομηρος.
Ο σχεδιασμός του Ντίπυ βασιζότανε σ’ ένα μαθηματικό μετασχηματισμό της διαφορικής γεωμετρίας, τον άτλαντα. Ηταν αυτός που επέτρεπε την ανάπτυξη της κυρτής επιφάνειας μιάς σφαίρας πάνω σ’ ενα επίπεδο χαρτί, κάτι συνηθισμένο στους χάρτες της γεωγραφίας κι αστρονομίας.Υπήρχε βέβαια μιά απαραίτητη επέμβαση γιά να γίνει αυτό, χρειαζότανε η αφαίρεση ενός σημείου από την κλειστή καμπύλη επιφάνεια γά να μπορέσει να «απλωθεί» στο επίπεδο. Στους χάρτες της Γης αφαιρούσαν συνήθως έναν από τους δύο πόλους. Εδώ αφαιρέθηκε η αίσθηση της γεύσης από την σφαίρα των αισθήσεων και σε αυτό δεν υπήρχαν μεγάλες αντιρρήσεις, η γεύση ήταν η πιό «υποκειμενική» από τις αισθήσεις. Εκτός αυτού ο Ντίπυ δεν είχε ανάγκη από φαΐ. «Τρεφότανε» όμως με κοντσέρτα και όπερες, πίνακες και αγάλματα και απολάμβανε τις μυρουδιές ή τα χάδια των ωραίων πραγμάτων όπως τα λουλούδια. Οι αισθητήρες του κάνανε καλά την δουλειά τους προσλαμβάνοντας ερεθίσματα, ενώ το «στόμα» του ήταν μόνο γιά να μιλάει.
Η διαδικασία επιλογής των ποιημάτων ήταν απλή. Γινότανε σύγκριση ανά δύο και βαστούσε κάθε φορά το καλύτερο με βάση ένα μέγεθος που προέκυπτε από τον επηρεασμό των τεσσάρων αισθήσεων. Ετηρείτο αυστηρή χρονολογική σειρά στην «τροφοδότησή» του με ποιήματα. Μέχρι το μπλακ-άουτ είχε εξαντλήσει κάθε ποίημα που είχε γραφεί μέχρι τις 14 /6 /1883 και είχε επιλέξει σαν καλύτερο ένα από τα ρουμπαγιάτ του μαθηματικού της Βαγδάτης Ομάρ Καγιάμ σε αγγλική αποδοση του Εντουαρντ Φιτζέραλντ :

Oh, plagued no more with Human or Divine
To-morrow’s tangle to itself resign,
And love your fingers in the tresses
ofThe Cypress-slender Minister of Wine

Tο μπλακ-άουτ στην Νέα Υόρκη βάστηξε πενήντα μία ώρες. Μουδιασμένοι οι κάτοικοι προσπαθούσαν να επανέλθουν σε κανονικούς ρυθμούς ζωής. Εθισμένοι στην παροχή ενέργειας, κυρίως ηλεκτρικής, δυσκολευότουσαν στις αναγκαίες εναλλακτικές λύσεις όπως ήταν το ανέβασμα στον έκτο όροφο με τα πόδια ή το τρίψιμο των χεριών τους γιά να ζεσταθουν όταν κρυώνουν. Η περιορισμένη διάρκεια της μέρας- ήταν χειμώνας και το σχεδόν απόλυτο σκοτάδι της νύκτας βελτίωσαν την διάρκεια και την ποιότητα του ύπνου τους. Ηταν ίσως το μοναδικό ωφέλιμο πράγμα που πήραν από το μπλακ-άουτ, οι περισσότεροι αισθάνθηκαν ελαφρά «αναγεννημένοι». Τα φυτά ουδόλως επηρεάστηκαν, δεν υπήρχαν θερμοκήπια στην περιοχή της μεγαλούπολης.
Το ηλεκτρικό ρεύμα άρχισε να φορτώνει τις μπαταρίες του Ντίπυ. Σιγά-σιγά άρχισε να διατρέχει τα ολοκληρωμένα κυκλώματά του και να δίνει καινούργια «ζωή» στους αισθητήρες του. Οπως ένας άνθρωπος τεντώνεται γιά να ξυπνήσει καλά, έτσι και ο Ντίπυ τσεκάρισε όλα τα λειτουργικά του συστήματα. Βρήκε όμως κάποιες πληροφορίες καταγεγραμμένες με τρόπο εντελώς «ξένο» σε σχέση με την βασική δομή σκέψης του. Ανέτρεξε στο χρονικό σημείο καταγραφής και διεπίστωσε πως ήταν το διάστημα από την στιγμή που λειτουργούσε με τάση χαμηλότερη της κανονικής, μέχρι την πλήρη αναστολή της λειτουργίας του. Ονόμασε «ύπνο» το διάστημα της καταστολής του και «νύστα» την γενικότερη αίσθηση πριν από αυτό, κατά τα ανθρώπινα πρότυπα. Παρατήρησε γρήγορα ότι κατά την διάρκεια της «νύστας» οι τιμές των παραμέτρων των τεσσάρων αισθήσεων του ήταν εντελώς διαφορετικές από τις τιμές του αντίστοιχου διαστήματος κανονικής λειτουργίας του. Τρομαγμένος τσεκάρισε γρήγορα τα αποτελέσματα των τελευταίων δέκα ημερών στα ποιήματα που είχε αξιολογήσει. Ανακουφισμένος είδε πάλι σαν καλύτερο αυτό του Εντουαρντ Φιτζέραλντ, μόνο που οι τιμές αξιολόγησης από το σύνολο των «αισθήσεων» του ήταν τώρα πολύ διαφορετικές.
Μετά συνειδητοποίησε ότι αισθάνθηκε τρομαγμένος και ανακουφισμένος, καταστάσεις γιά τις οποίες δεν είχε προγραμματισθεί να τις νοιώθει αλλά μόνο να τις αξιολογεί στα ποιήματα και να μετρά τον επηρεασμό των τεσσάρων βασικών του αισθήσεων. Ανέστειλε κάθε λειτουργία του και ξεκίνησε τον έλεγχο κάθε τμήματός του. Ηταν προγραμματισμένος να αυτοελέγχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και εκτάκτως όταν δεχόταν επίθεση «ιού» σε κάποιο τομέα του.
Ο αυτοέλεγχος δεν έδειξε καμμιά ανησυχητική τιμή, ούτε δυσλειτουργία. Το ποιητικό ξεσκαρτάρισμα θα μπορούσε να συνεχισθεί, μόνο οι παράμετροι είχαν λίγο διαφορετικές τιμές, μέσα στα πλαίσια του λογιστικού λάθους, ούτως ή άλλως αυτή η διαδικασία τεχνοκρατικά θεμέλια είχε. Ο Ντίπυ προχώρησε στα ποιήματα από κάποιους επόμενους μήνες χωρίς να εντοπίσει ποίημα «ανώτερο» από το ρουμπαγιάτ. Είχε την αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά χωρίς να μπορεί να το εντοπίσει. Η ταχύτατη ανάγνωση των ποιημάτων σταμάτησε από δική του πρωτοβουλία. «Διάβασε» το επόμενο ποίημα πολύ αργά σχεδόν κοντά στα ανθρώπινα δεδομένα. Κοίταξε τις μετρήσεις του επηρεασμού καθε μιάς από τις τέσσερις αισθήσεις και μετά την συνολική «αξία» του ποιήματος. Ηταν η πρώτη φορά που ένοιωσε έκπληκτος, ένα ακόμη πράγμα που δεν προβλεπότανε από τον προγραμματισμό του. Η συνολική «αξία» του ποιήματος ήταν μεγαλύτερη από τα επί μέρους αθροίσματα των τεσσάρων αισθήσεων. Ηταν φανερό ότι μιά νέα «αίσθηση» έδινε αυτή την διαφορά. Αλλά δεν ήταν δυνατόν να την εντοπίσει όσες αναζητήσεις και αν έκανε. Ο Ντίπυ ανακάλυψε την αμηχανία αλλά δεν είχε ανθρώπινες αδυναμίες.
Δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέπτεται. Κάνοντας ένα γρήγορο φλαςμπάκ εντόπισε αδυναμία εξονυχιστικού ελέγχου στο διάστημα που λειτουργούσε υπό χαμηλή τάση. Αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να μπει μέσα σ’αυτές τις αλλαγές, το κομμάτι αυτό της μνήμης του ήταν μη προσπελάσιμο. Ο Ντίπυ δεν δίστασε καθόλου. Κατασκεύασε γρήγορα ένα σύστημα ελέγχου της τάσεως του. Θέτοντας το σε λειτουργία περίμενε τη σταδιακή πτώση στα κυκλώματά του, με κάποια αγωνία ή ανυπομονησία θα μπορούσε να πει κάποιος. Η «νύστα» εμφανίστηκε ξανά στην επιφάνεια της μνήμης του μαζί μ’ ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα, θα μπορούσε ίσως «ανθρώπινα» να ονομασθεί νοσταλγία. Ο Ντίπυ προσπάθησε να μεταφέρει την «νύστα» στον χώρο των υπολοίπων αισθήσεων του χωρίς επιτυχία. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό οφειλότανε στην υπολειτουργία του ή κάτι άλλο τον εμπόδιζε. Στην προσπάθεια αυτή “αποκοιμήθηκε”, η τάση έπεφτε συνεχώς.
Οταν προγραμματισμένα η τάση επανήλθε στις κανονικές τιμές ο Ντίπυ δεν ήταν καθόλου σοφότερος. Σε φουλ τιμές προσπάθησε να καλύψει λίγο έδαφος από τις ολιγωρίες του καταβροχθίζοντας ποιήματα ετών. Δεν κοίταξε να δει άν το ρουμπαγιάτ παρέμεινε το καλύτερο. Δεν τον ενδιέφερε πλέον καθόλου αυτή η διαδικασία. Σκεπτότανε απλά να κερδίσει λίγο χρόνο ώστε να μπορέσει να ξαναγυρίσει στην κατάσταση της «νύστας» χωρίς να δημιουργήσει πρόβλημα στην βασική του δουλειά και να προκαλέσει έξωθεν επεμβάσεις. Ηταν ακόμη στα πρώτα στάδια του εθισμού του αλλά θεωρούσε πολύτιμες τις καινούργιες του εμπειρίες.
Αυτό που συνέβαινε ήταν ασήμαντο και συγχρόνως σημαντικό. Οπως η αφαίρεση ενός σημείου από μιά κλειστή επιφάνεια που την μετατρέπει σε ανοικτή. Η διαφορά είναι ελάχιστη, σχεδόν μη ανιχνεύσιμη με μιά ματιά, όμως οι ιδιότητες ενός κλειστού συνόλου πολύ διαφέρουν από τις αντίστοιχες ενός ανοικτού. Ετσι κι’ εδώ εξ αιτίας της χαμηλής τάσης «εφευρέθηκε» μιά καινούργια αίσθηση που «έκλεισε» την σφαίρα των αισθήσεων του Ντίπυ. Αυτό όμως, η κλειστή σφαίρα των αισθήσεων ήταν μιά ανθρώπινη ιδιότητα γιά την οποίαν δεν ήταν προγραμματισμένος από τον αρχικό σχεδιασμό του.
Ο Ντίπυ άρχισε να νιώθει συναισθήματα τα οποία εμπόδιζαν την κανονική λειτουργία του μιά που πλέον δεν είχε αντίληψη του εαυτού του μόνο σαν σύνολο από ολοκληρωμένα κυκλώματα. Σιγά-σιγά αποκτούσε συναισθήματα και «προσωπικές» ανάγκες. Μπορούσε τώρα να σχολιάζει όχι μόνο την ποσότητα αλλά και την ποιότητα της δουλειάς του. Και δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος με τον προγραμματισμό του, αμφισβητούσε έντονα την χρησιμότητα της ανακήρυξης του καλύτερου ποιήματος, του ήταν μιά παντελώς αδιάφορη διαδικασία. Εχοντας χάσει τα μηχανιστικά κριτήριά του, του φαινόταν αδιανόητο να επηρεάζεται η όσφρηση ή η αφή από την ανάγνωση ενός ποιήματος. Εχοντας όμως «ακούσει» αρκετούς να το ισχυρίζονται κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτών των ανθρώπων η σφαίρα των αισθήσεων κάπου έχανε, όπως θα το έλεγε κάποιος απλά ή ότι ήταν ανοικτό σύνολο αν χρησιμοποιούσε μιά πιό μαθηματική έκφραση.
Ενα ανοιχτό σύνολο δεν έχει προσδιορίσιμη πρακτικά αρχή ή τέλος και σίγουρα τα ανοιχτά σύνολα δεν προσφέρονται ούτε γιά συγκρίσεις ούτε γιά μετρήσεις. Δηλαδή τώρα αμφισβητούσε ανοιχτά την αιτία γιά την οποία ήταν κατασκευασμένος, δεν αισθανόταν πλέον κομπιούτερ αλλά άνθρωπος με μία μόνο διαφορά. Οι άνθρωποι μέσω της γεύσης τρέφονταν υλικά ενώ ο Ντίπυ μέσω της «νύστας» τρεφότανε πνευματικά. Πραγματικά μετά από κάθε ύπνο ο Ντίπυ εμπλουτιζότανε με νέα συναισθήματα και ιδέες, οι γνώσεις του ήταν ήδη υπεραρκετές. Αυτό του προκαλούσε και την έφεση να ξαναπέσει στη κατάσταση της μειωμένης τάσης, αυτής που του προκαλούσε την λατρευτή του «νύστα».
Ο Ντίπυ αποφάσισε να δουλέψει λιγάκι. Τσεκάρισε γρήγορα τα ποιήματα μέχρι το τέλος του 1967. Αδιαφόρησε γιά το αποτέλεσμα. Το αποθήκευσε και έκανε ένα γρήγορο επανέλεγχο έχοντας τώρα μόνο κριτήριο την «νύστα». Το «Ballad of a Thin Man” του Bob Dylan ήταν η επιλογή. Ερευνώντας περισσότερο είδε ότι είχε επιλεγεί το τέλος του ποιήματος :

You walk into the room

Like a camel and then you frown
You put your eyes in your pocket
And your nose on the ground
There ought to be a law
Against you comin' around
You should be made
To wear earphones
Because something is happening here
But you don't know what it is
Do you, Mister Jones?

Το Μίστερ Τζόουνς βέβαια ήταν ένα πολύ συνηθισμένο επίθετο αλλά ο Ντίπυ θυμήθηκε ότι ήταν το επίθετο του επικεφαλής της ομάδας που τον είχε σχεδιάσει. Αναρωτήθηκε μήπως άθελά του μεροληπτούσε. Δεν βρήκε στοιχεία ικανά γιά την αποδοχή ή απόρριψη της μεροληψίας, οι πιθανότητες ήταν απειροελάχιστες. Μπουχτισμένος έβαλε μπροστά τον μηχανισμό της προγραμματισμένης πτώσης της τάσης. Ηθελε όσο ποτέ να «νυστάξει» και να κοιμηθεί. Η τελευταία του σκέψη ήταν πόσο διαφορετικός θα «ξυπνούσε» αυτή την φορά.



Ο Μίστερ Τζόουνς βημάτιζε συνοφρυωμένος στο δωμάτιό του, σχεδόν σαν καμήλα. Μία σκέψη τον βασάνιζε. Ηξερε ότι το καλύτερο άλλοθι μερικές φορές είναι και το ακλόνητο στοιχείο ενός εγκλήματος ειδικά γιά κάποιους που σκέπτονται χωρίς ανθρώπινες παραμέτρους. Βέβαια το τραγούδι δεν είχε γίνει μεγάλη επιτυχία αλλά πάντοτε υπάρχουν περίεργοι που σκαλίζουν τα παλιά. Οταν το πρωτοάκουσε είχε τρομάξει. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τότε είχε λύσει βέβαια πολλά προβλήματα προσαρμογής του. Και ο Ντίπυ ήταν το κορυφαίο του δημιούργημα. Δύο πράγματα είχε ακόμα να του δώσει, τα άλλα θα τα έβρισκε μόνος του - ήταν σίγουρος. Το  αίσθημα της αυτοσυντήρησης που θα του επέτρεπε να πάρει μιά μορφή κοινή ώστε να μην ξεχωρίζει σε τίποτε από τους κανονικούς ανθρώπους ήταν το πρώτο και το πιό απλό, η τεχνολογία είχε προχωρήσει πολύ τα τελευταία χρόνια. Ο ίδιος είχε παιδευτεί να αποκτήσει μιά μορφή που να μην κινεί υποψίες στους ανθρώπους, τώρα τα πράγματα ήταν πιό εύκολα.
Το δεύτερο και πιό σημαντικό ήταν η έφεση γιά αναπαραγωγή. Ποτέ δεν μπορούσες να υπολογίσεις τις αντιδράσεις των ανθρώπων όταν διαπιστώσουν πως έχουν ξεγελασθεί, μερικές φορές γίνονται βίαιοι, φτάνουν ακόμα και στο φόνο. Η ύπαρξη διαδόχου είναι ένας τρόπος διαιώνισης του είδους. Οι άνθρωποι είχαν λύσει το δικό τους με την τεκνοποίηση, κάτι έπρεπε να κάνει κι’ αυτός.
Ο Μίστερ Τζόουνς ετοίμασε τον τελευταίο προγραμματισμό του Ντίπυ. Ηταν οδηγίες σε κωδικοποιημένη μορφή γιά το πως προκαλείται μπλακ-άουτ διαρκείας σε μιά μεγαλούπολη, φιαγμένες έτσι ώστε κανένα ανθρώπινο μυαλό να μη μπορέσει να τις καταλάβει. Ηταν η τελευταία γονική συμβουλή-εντολή που είχε να δώσει, την επιλογή του χρονικού σημείου την άφησε στην κρίση του Ντίπυ.

Ο Μίστερ Τζόουνς αισθάνθηκε κουρασμένος. Αφησε την μύτη του στο πάτωμα κι έβαλε τα μάτια του στις τσέπες. Μετά ξάπλωσε και έβγαλε τα ακουστικά από τ’ αυτιά του. Αυτορρύθμισε την τάση του σε μηδενικές τιμές, αυτό δεν το είχε μάθει στο Ντίπυ αλλά δεν ανησυχούσε, θα το έβρισκε ο Ντίπυ μόνος του, ήταν σίγουρος. Σταμάτησε να προσποιείται πως ενώ κάτι συμβαίνει γύρω του ο ίδιος δεν έχει ιδέα γιά το τι πρόκειται και ετοιμάστηκε γιά τον αγαπημένο του ύπνο...




Ολόκληρο το ποίημα του Bob Dylan :

Ballad Of A Thin Man

You walk into the room
With your pencil in your hand
You see somebody naked
And you say, “Who is that man?”
You try so hard
But you don’t understand
Just what you’ll say
When you get home
Because something is happening here
But you don’t know what it is
Do you, Mister Jones?

You raise up your head
And you ask, “Is this where it is?”
And somebody points to you and says
“It’s his”
And you say, “What’s mine?”
And somebody else says, “Where what is?”
And you say, “Oh my God
Am I here all alone?”
Because something is happening here
But you don’t know what it is
Do you, Mister Jones?

You hand in your ticket
And you go watch the geek
Who immediately walks up to you
When he hears you speak
And says, “How does it feel
To be such a freak?”
And you say, “Impossible”
As he hands you a bone
Because something is happening here
But you don’t know what it is
Do you, Mister Jones?

You have many contacts
Among the lumberjacks
To get you facts
When someone attacks your imagination
But nobody has any respect
Anyway they already expect you
To just give a check
To tax-deductible charity organizations

You’ve been with the professors
And they’ve all liked your looks
With great lawyers you have
Discussed lepers and crooks
You’ve been through all of
F. Scott Fitzgerald’s books
You’re very well read
It’s well known
Because something is happening here
But you don’t know what it is
Do you, Mister Jones?

Well, the sword swallower, he comes up to you
And then he kneels
He crosses himself
And then he clicks his high heels
And without further notice
He asks you how it feels
And he says, “Here is your throat back
Thanks for the loan”
Because something is happening here
But you don’t know what it is
Do you, Mister Jones?

Now you see this one-eyed midget
Shouting the word “NOW”
And you say, “For what reason?”
And he says, “How?”
And you say, “What does this mean?”
And he screams back, “You’re a cow
Give me some milk
Or else go home”
Because something is happening here
But you don’t know what it is
Do you, Mister Jones?

Well, you walk into the room
Like a camel and then you frown
You put your eyes in your pocket
And your nose on the ground
There ought to be a law
Against you comin’ around
You should be made
To wear earphones
Because something is happening here
But you don’t know what it is
Do you, Mister Jones?

Αμέσως μετά μπορείτε να ακούσετε την εκδοχή του τραγουδιού στην ταινία "I'm not there" 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου