Κάποια χρόνια μετά την άλωση της Τροίας οι βασικοί πρωταγωνιστές αισθάνθηκαν έντονη την ανάγκη της επιστροφής και οι κομπάρσοι το ίδιο. Αρχικά ήταν «τοπική» επιστροφή μα πολύ σύντομα απέκτησε την «χρονική» διάστασή της. Τα κατεστραμμένα σπίτια, τα καμένα ιερά, τα κομμένα δένδρα άρχισαν να ξαναπαίρνουν την αρχική τους μορφή, μέχρι και ο αποξηραμένος Σιμμόεις ξαναβρήκε νερό. Ολο το σκηνικό είχε στηθεί περιμένοντας πρωταγωνιστές και κομπάρσους. Το έργο «έπρεπε» να ξαναπαιχθεί, ίσως λίγο διαφορετικά αυτή τη φορά, με περισσότερους αυτοσχεδιασμούς και την απόφαση της μοίρας να μη βαραίνει τόσο στο τελικό αποτέλεσμα. Η ανάγκη της επανάληψης ήταν περισσότερο από επιτακτική, είχε γεννηθεί από την αποτυχία του σπόρου να φυτρώσει, ζήταγε την δεύτερη ευκαιρία της και δεν λογάριαζε τόπους, χρόνους και ανθρώπους.
Το ζητούμενο ήταν το «άοιδε θεά», η μήνις του Αχιλλέα ήταν περίπου αδιάφορη. Κανονίστηκε όπως ρυθμίζονται οι κυριακάτικες εκδρομές για μπάνιο με το πούλμαν, έτσι βρέθηκαν όλοι εκεί.
Ηταν μια ιδέα γενικά αποδεκτή χωρίς κανένας να θυμάται ποιος την πρωτοείπε. Ηταν σαν να υπήρχε πάντοτε όπως υπάρχουν τα βουνά, τα δάση και οι θάλασσες, μια ιδέα που έγινε από όλους δεκτή, χωρίς καμία εξαίρεση, χωρίς κανένα ιδιαίτερο ενθουσιασμό ή εκδηλώσεις χαράς αλλά σαν κάτι φυσικό και αυταπόδεικτο, κάτι που το περιμένανε και το δέχονταν χωρίς αντιρρήσεις, σαν το τέλος του καλοκαιριού ή του χειμώνα.
Ηταν όλοι τους ηθοποιοί. Πολύ καλοί ηθοποιοί, από αυτούς που ταυτίζονται με τους ρόλους τους και τους ζούνε. Και ήταν συγχρόνως σκηνοθέτες μα και δημιουργοί του σεναρίου μια που οι αυτοσχεδιασμοί τους ήταν αυτοί που έδιναν υλικό στον τυφλό συγγραφέα-ποιητή-παραγωγό. Αυτή τη φορά βέβαια - αυτή ήταν η ιδέα- θα ξαναπηγαίνανε την ίδια εκδρομή, θα χρησιμοποιούσανε τα ίδια σκηνικά, θα είχανε τους ίδιους ρόλους αλλά δεν θα είχανε σεναριογράφο, τον γέρο-Ομηρο τον είχαν αποκλείσει παμψηφεί και κοινή συναινέσει.
Οι αρχικές διαφορές ελάχιστες ήταν. Η καραφλίτσα του Αχιλλέα και το διαφαινόμενο στομαχάκι του Εκτορα ήταν οι πιο κτυπητές. Κάνανε πάλι τρεις φορές τον γύρο στα τείχη της πόλης όχι τρέχοντας και κυνηγώντας ο ένας τον άλλο, αλλά αυτή την φορά περπατώντας δίπλα-δίπλα και σιγοκουβεντιάζοντας σαν παλιόφιλοι. Οι άλλες - οι πιο μικρές διαφορές – στα μάτια και στην έκφρασή τους υπήρχαν.
Πού ήταν η αποφασιστικότητα του Διομήδη, το θάρρος του Ιδομενέα, η θεϊκή περηφάνεια του Σαρπηδόνα ; Ο Μενέλαος είχε αντικαταστήσει το θλιμμένο ύφος του μ’ ένα ανυπόμονο βλέμμα- λες και περίμενε την άνοδο του Χρηματιστηρίου. Η Θέτις φαινόταν πιο ξανανιωμένη και η Εκάβη κάπως ατημέλητη. Ο Αρης πάντα ίδιος και ανίκητος σαν την βλακεία που αντιπροσώπευε, στην δεύτερη τούτη παράσταση θεά του πολέμου ήταν η Αθηνά, κι’ ο πόλεμος σοφία είναι, το νοιώθεις αν ζήσεις δεύτερη φορά. Ο Δίας δεν φαινότανε, είχε κρυφθεί πίσω απ’ τα σύννεφα με την κυρά του και θεά του, την Ηρα. Τούτη την φορά είχε παρατήσει τον ζυγό που έγερνε στην νίκη των Ελλήνων, του ήταν αδιάφορο ποιος θα κέρδιζε. Αυτός, νικώντας τον Υπνο, είχε κερδίσει για δεύτερη φορά την Ηρα στην καριέρα του και απολάμβανε το κάθε δευτερόλεπτο μαζί της.
Η Κασσάνδρα, απαλλαγμένη από τις διαταγές του σκηνοθέτη-συγγραφέα-ποιητή δοκίμαζε τις ικανότητές της στην μουσική. Πολλοί την θαύμαζαν, ο Αίας πρώτος-πρώτος. Η Ελένη –δεν θα το πιστέψετε αλλά – έπλενε τα πιάτα να κερδίσει τον χαμένο καιρό, η Αφροδίτη τα σκούπιζε και τα τοποθετούσε στα ράφια. Είχαν αναλάβει το βραδινό γεύμα στην αποχαιρετιστήρια συγκέντρωση, εκεί στην ακτή, εκεί που είχαν τραβήξει τα πλοία έξω στην στεριά. Ο Νέστορας είχε πάρει κιόλας θέση και περίμενε το βράδυ παίζοντας πεσσούς με τον Τειρεσία Με το σούρουπο όλοι μαζεύτηκαν πίσω απ’ την τάφρο, στην λουρίδα της άμμου μπροστά στα πλοία. Εντύπωση έκανε η παρουσία του Εκτορα αλλά και του πτώματός του ταυτόχρονα που το ζητούσε ο πατέρας του, τα ίδια συνέβαιναν και με τον Πάτροκλο.
Τα μόνα - ίσως – πρόσωπα που έλειπαν ήταν η Κλυταιμνήστρα και η Πηνελόπη, θα χωράγανε και στην καινούργια εκδοχή που ξετυλιγότανε αυθόρμητα. Η μοναξιά του Αγαμέμνονα ήταν δεδομένη και η κοιλίτσα του Οδυσσέα ίσως είχε αιτία την αιώνια πίστη του στην Πηνελόπη.
Το Ιλιον χρύσιζε στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που είχε μισοδύσει κάπου στα νότια και κινιότανε παράλληλα με τον ορίζοντα να πάρει την σωστή του θέση. Οταν μοιράστηκε το φαγητό. όλοι χαμογελάσανε και ο Σιμμόεις ο ποταμός ενώθηκε επιτέλους με τον Ωκεανό.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά η εκδρομή έγραφε την ιστορία της και η Ιστορία κατέγραφε την εκδρομή σαν μια ακόμη εκδοχή της. Οι πρωταγωνιστές- πέρα από αυτή την διαδικασία – μάλλον το απολάμβαναν, τα προσωπικά προβλήματα ελάχιστη σημασία έχουν μπροστά στο αέναο Γίγνεσθαι.
Μακριά, πολύ μακριά, παλιά, πολύ παλιά και κατά μία έννοια ταυτόχρονα σ’ ένα παράλληλο Σύμπαν, καθένας είχε την δεύτερη ευκαιρία του. Αλλος την κέρδισε, άλλος την έχασε, άλλος την αγνόησε, τι σημασία έχει ; Τα παράλληλα Σύμπαντα δεν ξανασμίγουν παρά μόνο με κοινή συναίνεση και μόνο αν συγκατατεθούν ο ποιητής κι’ ο Χρόνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου