Το Λελουδάς ή Λελούδας ήταν μάλλον παρατσούκλι αλλά έτσι ήταν γνωστός στα μπιλιαρδάδικα. Ψηλός, λεπτός, με σκληρά χαρακτηριστικά και μαλλί "κομοδινέ" από το βάψιμο, ζούσε από τα στοιχήματα στο μπιλιάρδο κι επειδή ήταν αρκετά γνωστός για την τέχνη του στο αμερικέν ελάχιστοι αντίπαλοι απληροφόρητοι υπήρχαν στο γαλλικό, οπότε αναγκαζόταν να παίζει σε κατά κάποιο τρόπο μικτά παιχνίδια όπου χρειαζόταν και τύχη εκτός από ικανότητα, Ενα τέτοιο ήταν το (απαγορευμένο) πιατάκι, δηλαδή κάθε παίκτης προσπαθούσε να κάνει καραμπόλες χωρίς καμία μπάλλα να κτυπήσει ένα πιατάκι από φλιτζάνι καφέ που βρισκότανε ακριβώς στο κέντρο του μπιλιάρδου. Υπήρχε ένα αρχικό ποσό για κάθε διαγωνιζόμενο -συνήθως 10 δραχμές- και κάθε φορά που κάποια μπάλλα ακούμπαγε το πιατάκι ο υπαίτιος πρόσθετε ένα δίφραγκο στον κουμπαρά. Νικητής ήταν όποιος έκανε τρεις ή τέσσερις καραμπόλες σερί, ανάλογα με την δυναμικότητά του. Ο Λελουδάς έπαιζε για 7 σερί όπου δεν τον ξέρανε καλά και για 8 όπου τον ξέρανε.
Η Ρεγγίνα ήταν ένα ιδιόμορφο πολυεπίπεδο σφαιριστήριο, Στα υπόγεια είχε ποδοσφαιράκια και πιγκπόγκ, στο ισόγειο σουβλάκια και μπιλιάρδα για αρχάριους και στον εξώστη τα καλά μπιλιάρδα. Η διεύθυνση τα είχε βρει με τις αρχές της περιοχής και ήταν το καταφύγιο αρκετών πιτσιρικάδων που έτρεμε το φυλλοκάρδι τους στα άλλα σφαιριστήρια μη τους πιάσουν γιατί απαγορευόταν στους κάτω των 18. Υπήρχαν βέβαια κάποιες προϋποθέσεις για να άφηνε τον πιτσιρικά το κατάστημα, να μην είναι ώρα σχολείου και να είναι σε γνώση της οικογένειάς του.
Αλήτες δεν υπήρχαν στην Ρεγγίνα, με το που εμφανιζότουσαν μαυραγορίτες εισιτηρίων, λαθρέμποροι αμερικάνικων τσιγάρων και άλλα μπουμπούκια για στοιχήματα σε ποδοσφαιράκι, το αφεντικό τους έδιωχνε αμέσως με την απειλή της αστυνομίας, Απο τη άλλη δεν αποθάρρυνε τα στοιχήματα αλλά πάντοτε στους σταθερούς πελάτες του και στα πλαίσια του καλώς αγωνίζεσθαι.
Λογικό ήταν κάποια εποχή ο Λελουδάς να ρίξει άγκυρα στην Ρεγγίνα και να βγάζει τα προς το ζην από το πιατάκι. Πολλές φορές ώσπου να μαζευτούν όλοι οι στοιχηματίες, οι πρώτοι έπαιζαν καμιά παρτίδα γαλλικό τετράδα να περάσει η ώρα, η παρουσία του Λελουδά ήταν καταλυτική βέβαια σ' αυτήν αλλά κανένας δεν έδινε σημασία γιατί το ποσό που θα πλήρωνε η χαμένη δυάδα για το μπιλιάρδο ήταν ασήμαντο μπροστά στον τζόγο που θα επακολουθούσε. Πιο πολύς κόπος ήταν η πορεία προς το ταμείο στο ισόγειο που έκαναν οι χαμένοι παρά το ποσό.
Κάποιο απογευματάκι, ώσπου να μαζευτούν όλοι ο Λελουδάς διάλεξε έναν πιτσιρικά κι ο Σάκης -ένας έμπειρος παίκτης- έναν άλλο και ξεκινήσανε μια παρτίδα στα πέντε κορδόνια (100 καραμπόλες) να περάσει η ώρα ώσπου ν' αρχίσει το πιατάκι. Οι παίκτες δεν ερχότουσαν κι ο Λελουδάς έκανε "καθυστέρηση" δηλαδή δεν τελείωνε το παιχνίδι ενώ μπορούσε μια που δεν είχε ακόμα κόσμο για τζόγο. Για την παρτίδα δεν ανησυχούσε, ήτανε καμιά σαρανταριά καραμπόλες μπροστά. Ο πιτσιρικάς της άλλης δυάδας είχε αποδεχθεί την ήττα του και τράβαγε κάποιες ανοιχτές καραμπόλες χωρίς να μετράει. Απλά σφύριζε μονότονα το "Warm", ένα τραγούδι που το είχε βαπτίσει έτσι από τις δυο-τρεις φορές που το άκουσε στο ράδιο και δεν μπορούσε να το βρει σε δίσκο ούτε ο γείτονας του, ο Γιάννης Πετρίδης. Η ώρα πέρναγε, το σφύριγμα συνεχιζότανε μέχρι που κάποια στιγμή ο Σάκης γελώντας είπε στον πιτσιρικά " Σταμάτα πια, 42 έκανες, νικήσαμε ! " Από πείρα ήξερε πως αν έλεγε στον πιτσιρικά "άντε, κάνε δυο-τρεις ακόμα και τους φάγαμε" το πιθανότερο θα ήταν να τον έπνιγε το άγχος.
Η διαδρομή του Λελουδά προς το ταμείο ήταν μοναδική και ιστορική. Υπήρχε μια ικανοποίηση του πλήθους για την αποκαθήλωση ενός θρύλου-ισχυριζόταν πως δεν είχε πληρώσει ποτέ το μπιλιάρδο που έπαιζε- αλλά εκείνο που τον τσάκιζε ήταν το ειρωνικό βλέμμα του μαγαζάτορα, σαν να εκδικήθηκε για τα τόσα φράγκα που είχε κερδίσει από τους πελάτες του.
Οι τζογαδόροι δεν μαζεύτηκαν,δεν παίχτηκε πιατάκι, ο θριαμβευτής πιτσιρικάς έφυγε κι ο Λελουδάς ρώτησε τον μαγαζάτορα πως λέγανε τον πιτσιρικά που του έκανε τέτοια κασκαρίκα. Ο μαγαζάτορας ήξερε αλλά είπε απλά στον Λελουδά :
- Δεν ξέρω, οι φίλοι του όμως τον φωνάζουν Τζι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου