Υπήρχε μια εποχή, κάποια χρόνια πριν που κυκλοφορούσανε κάτι "ναύτες πολυτελείας" οι οποίοι έπαιρναν χωρίς καμιά εκπαίδευση τον βαθμό του αξιωματικού -επίκουρους τους έλεγαν ή σέα από τα αρχικά της Σχολής Επίκουρων Αξιωματικών- και αν δεν ήταν καπετάνιοι ή γιατροί, δεν είχαν κανένα αντικείμενο να ασχοληθούν. Αργότερα τους κατάργησαν, ήταν πρόκληση για τους άλλους στρατεύσιμους, δεν ήταν έφεδροι, ήταν κανονικοί αξιωματικοί όσο βαστούσε η θητεία τους, μετά άφηναν τον βαθμό τους και ξαναγίνονταν πολίτες. Επειδή όμως έπρεπε να είναι οπωσδήποτε πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών, όσους δεν είχαν ισχυρό μέσον τους έστελναν στον Πόρο να κάνουν μάθημα στους ναυτόπαιδες, δώδεκα ώρες το πολύ την εβδομάδα, να μην κουρασθούν πολύ. Εννοείται πως το καλοκαίρι δεν είχαν σχολείο αλλά δεν είχαν και σπίτι γιατί οι ντόπιοι τους τα νοίκιζαν με την συμφωνία να τα αφήσουν Ιούλη κι Αύγουστο οπότε τα έδιναν με την μέρα που είχε πολύ περισσότερο κέρδος. Το καλοκαίρι λοιπόν οι επίκουροι αναγκάζονταν να μένουν στο στρατόπεδο με κάποιους περιορισμούς χώρου κυρίως στο θέμα της φιλοξενίας των τουριστριών, σύνηθες άθλημα την τότε -προ έητζ- εποχή. Τους παραχωρούσαν το μεγαλύτερο μέρος από μια τεράστια αίθουσα στον πρώτο όροφο των θερινών ανακτόρων του Οθωνα που χρησιμοποιείτο για κατοικία του διοικητή και κάποιων ανώτερων αξιωματικών, στο ισόγειο ήταν τα γραφεία. Ενα ξύλινο χώρισμα όριζε το διαμέρισμα του στρατιωτικού ιερέα στην ίδια αίθουσα, είχε όμως ξεχωριστή είσοδο από το κομμάτι που μοιράζονταν οι τέσσερις επίκουροι. Ηταν όλοι τους διαλεχτά παιδιά με γερή αίσθηση του χιούμορ, κάποιος από αυτούς κατάντησε υπουργός μετά από χρόνια, οι άλλοι διέπρεψαν σε νομικές και διοικητικές υπηρεσίες του κράτους.
Μια καλοκαιρινή μέρα, μετά το μπάνιο που ακολουθούσε το τέλος της υποχρεωτικής παρουσίας στο στρατόπεδο κάθησαν σ' ένα παραλιακό ταβερνάκι να φάνε. Η παραγγελιά ήταν μπαρμπούνια, χόρτα και μπίρες αλλά η ζέστη εξαφάνισε τις μπίρες ενω υπήρχε ακόμα φαγητό. Νέες, μπόλικες μπίρες εμφανίσθηκαν και περίσσεψαν όταν τελείωσαν τα χόρτα και τα μπαρμπούνια οπότε ακούστηκε καινούργια παραγγελιά φαγητού, μετά μπίρας, μετά ξανά φαγητού μέχρι κυριολεκτικά σκασμού. Οι μπίρες και ο ήλιος είχε φέρει σε κατάσταση ευθυμίας την ομάδα και η επιστροφή στο στρατόπεδο ήταν θορυβώδης ιδιαίτερα όταν ο μετέπειτα εκπρόσωπος της δικαστικής εξουσίας συναγωνιζότανε τον Καζαντζίδη την ώρα που έπαιρναν το ντούς τους. Με την επιστροφή στο δωμάτιο το ρεπερτόριο είχε Μπιθικότση σε λίγο πιο χαμηλούς τόνους αλλά οπωσδήποτε πάνω από τα επιτρεπόμενα ντεσιμπέλ. Ακούστηκαν κτυπήματα στο ξύλινο χώρισμα και η φωνή του ιερέως να ζητά ησυχία θυμίζοντας πως ήταν ιεραρχικά αρκετές βαθμίδες ανώτερος από τους σημαιοφόρους. Οι επίκουροι στριτζώθηκαν. Λίγο ο μάλλον αγενής τρόπος του ιερέως, λίγο η αναφορά του βαθμού δεν τους άρεσε, μια που οι επίκουροι ουδέποτε είχαν πιστέψει πως ήταν αξιωματικοί και φαντάζονταν πως το ίδιο έπρεπε να ισχύει κατά μείζονα λόγο με τον παπά.
Ενας είχε μια φαεινή ιδέα : άρχισε να κτυπάει με γροθιές το ξύλινο χώρισμα ενώ με έκδηλή αγωνία φώναζε " Βοήθεια ! Με γαμάνε ! Βοήθεια ! Με γαμάνε ! Δεν βρίσκεται ένας χριστιανός να με σώσει ;"
Κάτι μπερδεμένο ξέφυγε από το στόμα του παπά ενώ ακούστηκε να ανοίγει η πόρτα του δωματίου του. " Να έρχεται ένας χριστιανός να με σώσει" συνέχισε ο επίκουρος ενώ με γρήγορη συνενόηση όλοι βρέθηκαν γυμνοί, ανάσκελα στο κρεβάτι και με το χέρι να χαϊδεύει τα γεννητικά τους όργανα.
" Είστε κολασμένοι" ξεφώνιζε ο παπάς όταν άνοιξε χωρίς να κτυπήσει την πόρτα των στρατεύσιμων αλλά κατάπιε την γλώσσα του μόλις αντίκρυσε το θέαμα.. "Διεφθαρμένοι, θα σας πάω ναυτοδικείο" απειλούσε φεύγοντας για τα ιδιαίτερα του διοικητή.
"Κύριε διοικητά, λόγω της ζέστης κοιμόμουνα γυμνός και τι να σας πω, ίσως ονειρευόμουνα την κοπέλλα μου.Δεν άκουσα καμιά φασαρία, τι να σας πω, ίσως κοιμάμαι βαριά αλλά ξέρετε, είναι κουραστική η ζωή στο νησί".
Ο διοικητής ήταν της προσκολλήσεως στους επίκουρους όταν βγαίνανε στις ντίσκο, με κάποιους έπρεπε να κάνει παρέα ο άνθρωπος, με τους μόνιμους αξιωματικούς δεν ήταν φρόνιμο. Τώρα άκουγε την απολογία τους με βαριεστημένο ύφος Ποντίου Πιλάτου ενώ ο παπάς έβραζε :
"Καλώς , εσύ παιδί μου τι ξέρεις για την υπόθεση ;"
"Τι να σας πω κύριε διοικητά εγώ κοιμόμουνα βαριά, δεν άκουσα τίποτε"
"Εσύ ;"
" Κι εγώ κύριε διοικητά, είχα πιεί και κοιμόμουνα, δεν άκουσα τίποτε στο ύπνο μου"
"Κι εγώ τα ίδια, μου φάνηκε όμως πως άκουσα τον νομικό μας να τραγουδά, είχα πιεί και λίγο" πετάχτηκε ο τρίτος επίκουρος.
"Εσύ ; " ρώτησε τον τέταρτο επίκουρο ο διοικητής. Μια λάμψη φάνηκε στα μάτια του παπά.
" Εγώ κύριε διοικητά είχα πιεί λιγάκι παραπάνω και τραγούδαγα. Αλλά πόση φασαρία μπορεί να κάνει μόνος του ένας άνθρωπος ; Σίγουρα θα πέρναγαν τίποτε ναύτες από κάτω κάνοντας φασαρία και μπερδεύτηκε ο αιδεσιμότατος "
"Πάτερ, εσείς τι λέτε ; νομίζω τα παιδιά δεν έκαναν τίποτε το επιλήψιμο, πόση φασαρία μπορεί να κάνει ένας μόνο άνθρωπος ; Μάλλον θα πέρναγαν ναύτες, άμα τους βρω θα τους τιμωρήσω " είπε ο διοικητής.
Ο ιερέας κατάπιε μια βρισιά κι έφυγε χωρίς να χαιρετίσει από το γραφείο του διοικητή. Το χαμόγελο επανήλθε στο πρόσωπο των επικούρων κι άρχισαν να κανονίζουν την βραδυνή έξοδό τους. Θα πέρνανε και το διοικητή μαζί τους, του το χρωστάγανε...
"Κι εγώ τα ίδια, μου φάνηκε όμως πως άκουσα τον νομικό μας να τραγουδά, είχα πιεί και λίγο" πετάχτηκε ο τρίτος επίκουρος.
"Εσύ ; " ρώτησε τον τέταρτο επίκουρο ο διοικητής. Μια λάμψη φάνηκε στα μάτια του παπά.
" Εγώ κύριε διοικητά είχα πιεί λιγάκι παραπάνω και τραγούδαγα. Αλλά πόση φασαρία μπορεί να κάνει μόνος του ένας άνθρωπος ; Σίγουρα θα πέρναγαν τίποτε ναύτες από κάτω κάνοντας φασαρία και μπερδεύτηκε ο αιδεσιμότατος "
"Πάτερ, εσείς τι λέτε ; νομίζω τα παιδιά δεν έκαναν τίποτε το επιλήψιμο, πόση φασαρία μπορεί να κάνει ένας μόνο άνθρωπος ; Μάλλον θα πέρναγαν ναύτες, άμα τους βρω θα τους τιμωρήσω " είπε ο διοικητής.
Ο ιερέας κατάπιε μια βρισιά κι έφυγε χωρίς να χαιρετίσει από το γραφείο του διοικητή. Το χαμόγελο επανήλθε στο πρόσωπο των επικούρων κι άρχισαν να κανονίζουν την βραδυνή έξοδό τους. Θα πέρνανε και το διοικητή μαζί τους, του το χρωστάγανε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου