Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

Κερατώ



Ενα κεφάλαιο από ένα διήγημα...


Η Κερατώ βλαστημούσε τη τύχη της. Το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο δεν λειτουργούσε και το οδήγημα της φαινότανε κουραστικό. Μη μπορώντας μόνη της να φτιάξει κάποιο σενάριο αναλογιζότανε πως έμπλεξε σε τούτη την ιστορία. Ολα ξεκίνησαν απ’ το ότι βαριότανε να κάνει μόνο μια δουλειά αλλά δεν ήταν ικανή να κάνει δυο ταυτόχρονα. Συνήθιζε την ώρα της μηχανικής της δουλειάς να μιλάει με τις ώρες στο τηλέφωνο. Αρχικά με φίλες, έπειτα με γνωστούς κι’ αγνώστους, αυτοί ήταν καλύτεροι πελάτες, όταν βαριότουσαν τη συζήτηση η Κερατώ άρχιζε τα νάζια και τις αόρατες υποσχέσεις και η κουβέντα ξανάναβε, ενώ οι φίλες της δεν τσιμπάγανε, την ξέρανε καλά και δεν είχαν τίποτε να περιμένουν απ’ αυτή. Μόνο ο λογαριασμός του τηλεφώνου την τρόμαζε που ανέβαινε συνέχεια. Ανακάλυψε την επικοινωνία μέσω κομπιούτερ. Εχασε βέβαια το πλεονέκτημα της γλυκειάς φωνής της, αλλά ο λογαριασμός της μειώθηκε αισθητά και τρελλαινόταν να βλέπει στην οθόνη τα λόγια της. Σιγά-σιγά νόμισε πως έχει λογοτεχνική φλέβα. Της άρεσε ακόμη που μπορούσε να χρησιμοποιεί ένα ψευδώνυμο, να μη ξέρει ο άλλος καθόλου πως είναι, ούτε το φύλο της και το κυριότερο μπορούσε να μιλά με πολλούς ταυτόχρονα. Γρήγορα βέβαια όλοι κατάλαβαν ότι πρόκειται για γυναίκα, ο θηλυκός χαρακτήρας της ξεχείλιζε παντού. Δεν ενοχλήθηκε καθόλου, ίσα- ίσα το επεδίωκε και χρησιμοποίησε μερικά από τα παλιά κόλπα του τηλεφώνου. Δεν μπορούσε να είναι βέβαιη πως μιλάει με άντρες, αλλά η γυναικεία αυτοπεποίθηση της χρειαζότανε μια τόνωση, όπως και το στήθος της που είχε πέσει, άλλο πρόβλημα αυτό. Και εντάξει μ’ ένα καλό σουτιέν βολευότανε η κατάσταση αλλά την ώρα της αλήθειας, όταν στεκότανε γυμνή μπροστά στον καθρέπτη της να λατρέψει το είδωλό της, οι ρόγες της βλέπαν το πάτωμα. Ετρεμε στην ιδέα ότι κάποιος πιθανός εραστής θα την απέρριπτε γι’ αυτό. Πιθανός εραστής...μόνο για τον Πόντιο ήτανε σίγουρη ότι ήτανε άνδρας, γιά όλους τους άλλους διατηρούσε μια επιφύλαξη. Αχ, το διαδίκτυο...προσφέρει πολλά αλλά και το μυστήριο της προσωπικότητας. Τώρα καταλάβαινε ότι το παιχνίδι είναι αμφίδρομο, δεν ήταν κυρίαρχη όπως στο τηλέφωνο.
Μια Πόρσε τη προσπέρασε μουγκρίζοντας. Ενοιωσε μια ανατριχίλα στο υπογάστριο ενώ ασυναίσθητα το δεξί της χέρι χούφτωσε το λεβιέ. Πάντα η Πόρσε της έφερνε στο νου τον ιδανικό άντρα. «Με τέτοια βυζιά, μωρή ;» θύμωσε με τον εαυτό της. Στο βάθος του μυαλού της έψαχνε τρόπο για να βρει τα χρήματα της αποκατάστασης. «Γιατί η άλλη, η Μιμή, καλύτερη είναι ;» αναρωτήθηκε. « Ολο το κόλπο είναι να τυλίξω πρώτα ένα λεφτά να μου τα πληρώσει αυτός, κι’ αν δεν μπορώ με το σώμα μου, μπορώ με τη πέννα μου» έριξε ενέσεις ηθικού στον εαυτό της. Η απομάκρυνση της Πόρσε την επανέφερε στα λογοτεχνικά της αφήνοντας ένα στεναγμό ερωτικής απογοήτευσης. Εξ άλλου τα λογοτεχνικά της ήταν η αιτία ή το πρόσχημα που ταξίδευε. Θα περνάγανε μαζί με τον Πόντιο μια ίσως και δυο –αν της άρεσε μέρες στην Πάτρα, είχανε ραντεβού στα τυφλά.


Αν βέβαια τον γνώριζε από τις -ποιος ξέρει αν ήτανε αληθινές- περιγραφές στο κομπιούτερ. Της είχε πει πως ήταν κοντούλης και θα φόραγε μπότες  με ψηλά τακούνια για να αισθάνεται καλύτερα «κι’εγώ θα φοράω το ενισχυμένο σουτιέν» σκέφτηκε, πισωγυρίζοντας ελαφρά. « Ε, κάτι το λογοτεχνικό θα υπάρχει στη περιρρέουσα ατμόσφαιρα» είπε φωναχτά κι’ ύστερα θαύμασε το ταλέντο της στις ωραίες εκφράσεις. «Δεν μπορεί, ο Πόντιος με τις ευαίσθητες κεραίες του θα πιάσει στον αέρα μια τέτοια φράση, ίσως…κάποιος άλλος» ταξίδευε στις φαντασιώσεις της. Η σκέψη του Πόντιου της έφερε πίσω στο μυαλό τον ανταγωνισμό. Επρεπε να φτάσει πριν απ’ αυτόν, να μάθει το έδαφος πρώτη, να πιάσει τα καλά περάσματα.
Οταν την προσπέρασε ένα κατσαριδάκι κατάλαβε πως η ενασχόληση του νου δεν συμβιβάζεται με γρήγορη οδήγηση, ειδικά όταν τα θέματα καίνε. Γιατί όσο και να προσπαθούσε να το κρύψει ήταν σε υπερδιέγερση. Το ένστικτό της, της έλεγε ότι κάτι σπουδαίο θα προκύψει στο Καρναβάλι. Φτάνει να φερθεί έξυπνα για να μη το χάσει. Χαμογέλασε. Της φάνηκε πως το στήθος της ανέβηκε δυο πόντους. Κόλλημα κι’ αυτό. Από τότε που διάβασε σ’ ένα βιβλίο πως ο Ντ’ Αννούτσιο, ο μεγάλος ποιητής έδιωξε την ερωμένη του δηλώνοντας σαν δικαιολογία επίσημα «πέσαν τα βυζιά της» της εγινε μόνιμος μπελάς. Γιατί σαν λογοτεχνική ψυχή πλέον, ονειρεύοτανε τον εαυτό της δίπλα σ΄ένα μεγάλο, καταξιωμένο ποιητή. Στο μεταξύ βέβαια την έδερνε η ερωτική πείνα, κολλημένη στο κομπιούτερ όλη μέρα. Βελτιωνόταν όμως λογοτεχνικά, από μια άποψη ετοίμαζε τον εαυτό της γι’ αυτά που νόμιζε ότι της άξιζαν, τόσος καιρός δεν θα πήγαινε χαμένος. . Ταξίδευε για τη γη της επαγγελίας ήταν σίγουρη .
Αποφάσισε να κάνει μια στάση για καφέ στο Κιάτο

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Ο Φίλιππος



Το Φίλιππος ήταν παρατσούκλι. Ηταν κάποιος νέος (τότε), γόνος καλής και εύπορης οικογένειας (τότε) με μιά έφεση σε τζογάρισμα κάθε είδους, από πρέφα καπίκι στο καφενείο μέχρι την ρουλέττα στο ΜονΠαρνές. Και φυσικά από το ρεπερτόριό του δεν μπορούσε να λείψει ο βασιλιάς των τυχερών παιχνιδιών, ο ιππόδρομος.
Ο Φίλιππος μετά το τότε εξατάξιο γυμνάσιο πήγε στην Αγγλία να σπουδάσει μηχανικός. Κάτι τα άλογα, κάτι τα σκυλιά κατάφερε να σπουδάσει ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στην Χαβάη. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα του στείλαν λεφτά και του είπαν να φέρει από το Βέλγιο μια Μερσεντές, ήταν συνηθισμένο τότε να φέρνουν αυτοκίνητα από το Βέλγιο, ήταν πιο φτηνά απ' ότι στην Ελλάδα.
Κατάφερε να επιστρέψει με ένα Χίλλμαν Ιμπ, πιθανόν να είχε  και ιππόδρομο στο Βέλγιο, καζίνο είχε σίγουρα... Παρουσιάστηκε να κάνει το στρατιωτικό του και όταν έγινε αξιωματικός ήρθε στο Πεντάγωνο οπότε οι επισκέψεις του στο Φαληρικό Δέλτα ήταν χωρίς απουσίες. Μάλιστα επειδή δεν προλάβαινε να αλλάξει, άφηνε το πηλίκιόν του στο αμάξι και  ερχόταν με την στολή του στον ιππόδρομο προκαλώντας κρυφά χαμόγελα όταν τον έβλεπαν καλοκαιριάτικα να φοράει διπλοκουμπωμένη μια καπαρντίνα για να μην φαίνεται η στολή...
Αντίθετα έβαζε το στρατιωτικό πηλίκιον όταν οδηγούσε για να μπορεί να κάνει ψιλοπαραβάσεις ερχόμενος ή φεύγοντας, χούντα είχαμε τότε...  Οπως ερχότανε, συχνά έφερνε μαζί του τον πατέρα ενός αναβάτη που δούλευε σαν πολιτικό προσωπικό στο Πεντάγωνο. Οπως ήταν φυσικό ο πατέρας του (μέτριου) αναβάτη του έλεγε τα προγνωστικά του γιού του, τα οποία απέφευγε να παίξει ο ίδιος ή τα έπαιζε ελάχιστα.
Ο Φίλιππος είχε και μια αδυναμία σε ένα άλογο, τον Σάαντ Ακάρ, ένα αραβικό στέγιερ, δηλαδή το άλογο ακολουθούσε με τα τελευταία και προσπαθούσε στο τέλος να καλύψει την διαφορά. Εκτός σπανίων περιπτώσεων δεν προλάβαινε να τα καταφέρει, είχε δε μόνιμο αναβάτη τον γιο του εργαζόμενου στο Πεντάγωνο, μέτριο αναβάτη, αντικειμενικά. Δεν υπήρχε περίπτωση να τρέχει ο Σάαντ Ακάρ κι ο Φίλιππος να μην έχει στοιχηματίσει επάνω του. 

Μια μέρα ο πατέρας του αναβάτη είπε στον Φίλιππο πως ο γιός του θα του πει την ώρα της επίδειξης ένα άλογο στην προτελευταία κούρσα.  Του είπε να περιμένει να πάρουν τα άλογα οδηγίες στο πάντοκ- τον χώρο της επίδειξης- ώστε να είναι χίλια τοις εκατό σίγουροι αλλά να μην το παίξουνε πάρα πολλά λεφτά να μην καταλάβουν πως τους έδωσε την πληροφορία. Ο Φίλιππος ειδοποίησε έναν δικό του πιτσιρικά να τον πάρει από πίσω σ΄αυτήν την κούρσα και να παίξει γι αυτόν τα εννιά κατοστάρικα που τούδωσε σε όποιο άλογο παίξει ο ίδιος, αυτός θα  έπαιζε μόνος του άλλα τρία. Τα άλογα γυρίζανε στο πάντοκ κι ο αναβάτης έκανε σήμα στον πατέρα του πως θα κερδίσει αυτός. Ο πατέρας έκοψε εξη πενηντάρικα σύνθετα στο άλογο του γιού του, ο πιτσιρικάς πονηρός πήγε στα εικοσάρικα κι έκοψε πενήντα εικοσάρικα -τα πέντε δικά του. Δεν μπορούσανε να παίξουνε γκανιάν, δηλαδή απλή νίκη του αλόγου, γιατί θα ρίχνανε πολύ την απόδοση. Ας κέρδιζε και μετά θα ψάχνανε να βρούνε τον νικητή της τελευταίας ιπποδρομίας, έτρεχαν  μόνο έξη άλογα και ένα από αυτά ήταν ο Σάαντ Ακάρ με αναβάτη φυσικά τον γιο. 

Η κούρσα έγινε και όντως ο γιός κέρδισε με ικανοποιητικές αποδόσεις. Ο Φίλιππος και ο πατέρας έπιασαν θέση στο πάντοκ να ρωτήσουν τον γιο για την επόμενη κούρσα. Ο γιός βγήκε στο πάντοκ κι άκουσε τις οδηγίες του προπονητού του " Δεν έχουμε σπουδαία τύχη με αυτούς τους αντιπάλους. Καλύτερα αυτή την φορά να τον πας με τα πρώτα άλογα να δούμε πως αποδίδει με τέτοια διαδρομή και την άλλη φορά βλέπουμε". Ο αναβάτης ανέβηκε στον Σάαντ Ακάρ και με κουνήματα της κεφαλής τους έδειξε να μην παίξουν τον ίδιο και τους πρότεινε δυο άλλα άλογα.
Ο Φίλιππας πήρε τα σύνθετά του από τον μικρό και πήγε να παρακολουθήσει τον πατέρα  να δει που θα τα βάλει. Πραγματικά ο πατέρας άκουσε τον γιό του και τα μοίρασε στα δύο άλογα που του είπε. Ο Φίλιππος έβαλε κι αυτός εκεί τα πιο πολλά και κάτι λίγα στα άλλα τρία άλογα. Μόνο στον Σάαντ Ακάρ δεν έβαλε αφού είχε την πληροφορία.
Ο πιτσιρικάς ήθελε να πληρωθεί σίγουρα και με πεντε εικοσάρικα που είχε μπορούσε να καλύψει πέντε άλογα αλλά έτρεχαν έξη. Προτίμησε να τα πουλήσει και μόλις φώναξε "πουλάω" και πριν αρχίσουν τα παζάρια ένας του φώναξε " Πόσα έχεις ; τα αγοράζω όλα με εκατό κι ας κάνουνε ογδόντα".
Ηταν συνηθισμένο τότε να πουλάνε τα σύνθετα όταν είχε κερδίσει το άλογο στο πρώτο σκέλος, ήταν ένας τρόπος να βγάλουν κάποιο παραπάνω κέρδος από το να έπαιζαν το άλογο απλά να κερδίσει αλλά παραμόνευε κι ο κίνδυνος να μην έχουν κέρδος αν δεν έβρισκαν αγοραστή και αναγκάζονταν να ψάξουν τον νικητή της επόμενης ιπποδρομίας.
Οι άλλοι υποψήφιοι αγοραστές φύγανε κι ο πιτσιρικάς τούδωσε τέσσερα σύνθετα και τσέπιασε οκτακόσια  (οι τιμές στον ιππόδρομο  ήταν στο δεκάρικο) κι έβαλε το πέμπτο σύνθετο στο άλογο που τα έβαλε ο αγοραστής.


Με το που δόθηκε η εκκίνηση ο Σάαντ Ακάρ βρέθηκε με το βήμα του στην πρώτη θέση. Καθώς δεν πιέστηκε καθόλου στο τέλος  είχε τις δυνάμεις και κέρδισε απομακρυνόμενος σημαντικά από τα άλλα άλογα. Ο πιτσιρικάς είδε τον αγοραστή που πανηγύριζε και προσπαθούσε να κρύψει την χαρά του. Ηξερε πως είχε κερδίσει πάνω από δέκα χιλιάρικα. Ο Φίλιππος κοίταζε σαν χαμένος τον πατέρα που κατέβηκε στον στίβο να υποδεχθεί τον γιό του που γύρναγε για την καθιερωμένη φωτογραφία του νικητή σαν βρεγμένη γάτα...
- Να, τον μούτζωσε, ήθελα νάξερα ποιός μαλάκας σε έκανε, είπε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ιδιοκτητών του αλόγου και των φίλων τους.
Ενας αστυφύλακας έκανε να κινηθεί προς αυτόν αλλά ο Φίλιππος που ήταν συμπονιάρης και καλό παιδί, του έδειξε την ταυτότητα του αξιωματικού και απομακρύνθηκε. Πήρε τον πατέρα στο αυτοκίνητό του, έβαλε το πηλίκιο κι άρχισαν να ανεβαίνουν την Συγγρού...

Για την ιστορία το "σίγουρο" άλογο που κέρδισε ήταν όντως σίγουρο γιατι κέρδισε ντοπαρισμένο, αποδείχθηκε μετά !

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Ιστορίες και γεγονότα του Τζι



Δεν έμαθε ποτέ του σωστά αγγλικά πέρα από τα γκομενικά για τις τουρίστριες στην προ έητζ εποχή και όσα του χρειάζονταν για να καταλάβει τους στίχους του αγαπημένου του Μπομπ Ντύλαν που πρόσφατα τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η αιτία βρίσκεται πολύ μακριά, πίσω στην εποχή που με κοντά παντελονάκια γράφτηκε μετά την πρώτη στην δεύτερη τάξη  στο IAS όπως λεγόταν το ξενόγλωσσο φροντιστήριο της γειτονιάς του. Επεσε σ' εναν δάσκαλο τον κύριον Ι., Αιγυπτιώτη εγγλεζοαναθρεμένο που μίλαγε με στόμφο στους μαθητές κι ευλογούσε συνέχεια τα γένια του : " Σας φαίνεται δύσκολη η ορθογραφία των Αγγλικών ... φυσικό είναι αφού δεν διαβάζετε. Δεν διαβάζετε ! Εγώ στην ηλικία σας διάβαζα και ήμουνα άσσος στα Αγγλικά, άσσος στην Γεωμετρία, άσσος στην Ιστορία, άσσος στην Γεωγραφία..."
Ο μικρός τότε Τζι δεν άντεξε : " κι εγώ είμαι άσσος στην Γεωγραφία κι ας μην διαβάζω, τι σχέση έχει με την λόξα των εγγλέζων άλλα να γράφουν κι άλλα να προφέρουν ;"

Προϋπήρχε μια κόντρα μεταξύ τους όταν ο Τζι για να του αποδείξει την λόξα στην ορθογραφία των αγγλικών έγραψε στον πίνακα την λέξη ghoti και του ζήτησε  να την διαβάσει. "Γκόουτι" έρριξε άδεια να πιάσει γεμάτα ο προφέσσορας, "Fish" ανεφώνησε θριαμβευτικά ο Τζι και φρόντισε να του εξηγήσει :
gh = f  όπως στο enough
o = i   όπως στο women
ti = sh   όπως στο motion

"Σοφιστείες" είπε ο κύριος Ι. "κάτσε κάτω"
Ο Τζι κάθισε αλλά του την είχε φυλαγμένη και τώρα που νόμισε πως τον παίρνει του βγήκε με κόκκινο...
Ο κ. Ι. δέχτηκε την πρόκληση :  Θα σου κάνω μια ερώτηση στην  Γεωγραφία κι αν την απαντήσεις εγώ θα κατέβω από την έδρα να διδάξεις εσύ! "
Ο Τζι σκούντησε με το πόδι τον διπλανό του, αυτός μπήκε στο νόημα, ούτε αυτός χώνευε τον κ.Ι. " Αλήθεια, κύριε, θα κατεβείτε;"
"Μιλάω πάντα σοβαρά" απάντησε ο κ.Ι.
"Λοιπόν", συνέχισε, "ποιά είναι η πρωτεύουσα της Ισλανδίας ;"
"Ρεϋκγιαβικ" απάντησε στη στιγμή ο Τζι.
" Οχι, Ρεκτζάβικ" είπε με εξεζητημένη ισλανδική προφορά ο προφέσσορας, "έχασες".
Ενας μακρόσυρτος ψίθυρος αποδοκιμασίας ακούστηκε από τους σπασίκλες της τάξης που είχαν πάρει το μέρος του δάσκαλου κι δεν είχαν πάρει χαμπάρι πως ήταν η ίδια λέξη.
Ο Τζι αισθάνθηκε αδικημένος, σηκώθηκε, βγήκε από την αίθουσα αγνοώντας τις φωνές του κ.Ι. και δεν ξαναπάτησε στο φροντιστήριο.

15 χρόνια μετά ο Τζι, καθηγητής μαθηματικών πια, άκουγε τον κ.Ι. να ζητάει απεγνωσμένα από τον φίλο του που είχε πρακτορείο Προ-Πο ένα καλό μαθηματικό για τον γιό του που είχε πρόβλημα κ.λ.π.
Φυσικά ο πράκτορας του σύστησε τον Τζι. Χωρίς να τον αναγνωρίσει ο κ.Ι.  τον παρακάλεσε να πάνε τώρα αμέσως στο σπίτι του για μάθημα. Οταν άνοιξε την πόρτα του είπε " Περάστε κύριε καθηγητά μου". 
"Τώρα μιλάς σωστά" του είπε ο Τζι και του θύμισε την πρώτη γνωριμία τους.
Ο κ.Ι. έτρεμε μήπως φύγει και μείνει ο γιος του χωρίς μάθημα.
"Είδες πως τα φέρνει καμιά φορά η τύχη ;" του είπε ο Τζι που είχε πάρει ήδη την μικρή εκδίκησή του.

Λίγα χρόνια αργότερα ο Τζι πήγε στο ναυτικό όπου έγινε αξιωματικός. Οντας ναύτης τις μέρες της βασικής εκπαίδευσης ένας πιτσιρικάς μόνιμος δίοπος τον τιμώρησε, μόνο αυτόν, με μια μέρα περιορισμό προς παραδειγματισμό άλλων για μια παράβαση που οι άλλοι είχαν κάνει σε μεγαλύτερο βαθμό. Δεν ήταν τίποτε σπουδαίο γιατί έτσι κι αλλιώς δεν είχε εξόδου τότε αλλά ο Τζι ένοιωσε αδικημένος και τον σημάδεψε. Κάποιους μήνες μετά αξιωματικός πια στην μονάδα του ο Τζι  βρήκε στο καρέ των αξιωματικών τον δίοπο, κορδωμένο υπαξιωματικό πια, κελευστή, το συνήθιζαν οι μόνιμοι να κάθονται στο καρέ των αξιωματικών παρ' οτι δεν είχαν το δικαίωμα.
Ο Τζι τον έπιασε δήθεν στο μαλακό...
"Θυμάσαι τότε εκεί, κάποιον που τιμώρησες γιατί έτσι σου κατέβηκε ; Μικρός που είναι ο κόσμος ... δεν ξέρεις πως εδώ απαγορεύεται να συχνάζουν υπαξιωματικοί ;"
Ο δίοπας τον θυμήθηκε και χλώμιασε. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
"Πως λέγεσαι, αναφορά", τον διέταξε ο Τζι.
"Ευπειθώς αναφέρω κελευστής Τάδε Ταδόπουλος" κλαρίνο ο δικός του.
" Πήγαινε και θα δεις τι σε περιμένει". Ο πρώην δίοπας εξαφανίστηκε και φυσικά ο Τζι δεν ζήτησε ποτέ την τιμωρία του, του έφτανε ο φόβος που πήρε, όπως τότε η αγωνία του κ.Ι.

Και στις δύο περιπτώσεις ο Τζι ανήκε στις ευπαθείς τάξεις -μαθητής και ναύτης- όταν τον αδίκησαν. Σαν καθηγητής μετά δεν ήταν εύκολο να τον αδικήσουν με τέτοιον τρόπο-για προαγωγές και τέτοια δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ και είχε ησυχάσει από αυτά, μέχρι που ξαναβρέθηκε στην ευπαθή τάξη των συνταξιούχων.
Τελευταία ο Τζι ξανααισθάνεται αδικημένος από ανθρωπο δικό του, πράγμα που δεν το περίμενε. Αλλά δεν ξέρει αν αυτή την φορά όταν βρεθεί σε θέση ισχύος με το πρόσωπο που τον έχει αδικήσει, αν θα αρκεστεί στην τρομάρα που θα του δόσει ή αν θα ζητήσει κάτι πιο ουσιαστικό. Αν βέβαια και την τρίτη φορά τα φέρει έτσι η μοίρα.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Σαν παραμύθι (αναδημοσίευση από 2009)



Πριν περίπου 50 χρόνια κάποιος πιτσιρικάς κάθε φορά που έτρωγε μανταρίνι βάσταγε τα κουκούτσια στο στόμα του και προσπαθούσε φτύνοντάς τα, να περάσουν το δύο μέτρων μωσαϊκό της αυλής και να φτάσουν στο χώμα. Μερικές φορές το κατάφερνε και το πανηγύριζε σαν να έβαζε γκολ. Μικρός ήταν τότε, μυαλό δεν είχε - όπως λέμε οι μεγάλοι- ήταν ακόμη Παναθηναϊκός...
Κάποιο κουκούτσι βρήκε χώμα και φύτρωσε και αφού πέρασε την πρώτη δύσκολη χρονιά, να σκλήρυνει λιγάκι ο κορμός του φυτού, έβγαλε προστατευτικά αγκάθια κι' άρχισε να ανεβαίνει ψάχνοντας περισσότερο ήλιο μιά που οι πολυκατοικίες που φύτρωσαν μαζί του ψήλωσαν γρήγορα κι' απότομα. Ζήλευε και τις δυό βερυκοκιές του κήπου που στολίζονταν πιό γρήγορα-ακολουθόντας τις μυγδαλιές- με λουλούδια από τα τρία τους τα χρόνια. Η μανταρινίτσα, άγρια κι' αμπόλιαστη κατά την επιθυμία του δημιουργού της, πρωτόκανε λουλούδι στα οκτώ της αλλά δεν έδενε καρπό. Εφτασε δώδεκα ετών και μανταρίνι δεν καρποφόρησε. Ηταν ένα κρίσιμο σημείο καθώς οι βερυκοκιές είχαν θεριέψει και ο χώρος της μανταρινίτσας δεν ήταν ζωτικός, καλύτερα δεν ήταν δωτικός. Η επιθυμία του πρώην πιτσιρικά που την θεωρούσε κατά κάποιο τρόπο παιδί του την έσωσε από ξερίζωμα ή δραστικό κόψιμο. Κι' αυτή κάποια χρονιά, στα δεκατέσσερα, στα δεκαπέντε πρωτόκανε καρπό. Λίγα μανταρίνια μα εκλεκτά. Με πολλά κουκούτσια αλλά με λεπτή φλούδα στις φετούλες και τόσο άρωμα που αν άνοιγες ένα μόλις τόκοβες από το δένδρο, μοσχοβολούσε όλο το σπίτι.
Φυσικά αμέσως άλλαξε η αξιολόγησή της, η "κοινωνική" θέση της στην "οικογένεια" του κήπου. Ηταν η πρώτη του "πολιτική " πράξη στο οικογενειακό συμβούλιο όταν εισηγήθηκε την αναβάθμισή της, σαν ΠΑΟΚg's πιά, είχε μάθει να μη χωνεύει το τριφύλι, ήταν εχθρός των δένδρων του κήπου, αδυνάτιζε το χώμα, όπου το εύρισκε το ξερρίζωνε. Πρώτα της έκοψε τα αγκάθια γιά να μπορεί να φτάνει πιό εύκολα τους καρπούς, μετά την καθάρισε απ' τα ξερά κλαδάκια και της εξασφάλισε και μισό τσουβάλι κοπριά. Το τελευταίο δεν έκανε τίποτε. Σαν άγρια μεγαλωμένη παρέμεινε λιτοδίαιτη με μεγάλη παραγωγή τη μιά χρονιά κι' ανάπαυση με μικρή παραγωγή την επόμενη. Αλλά η ποιότητα των καρπών της είχε ήδη κατακτήσει όλα τα μέλη της οικογένειας. Τότε ήρθε και ο πρώτος τίτλος γιά τον ΠΑΟΚ, κέρδισε τον Παναθηναϊκό στον τελικό του κυπέλλου, στο Καραϊσκάκη...
Και πέρασαν χρόνια κι' ο κάποτε πιτσιρικάς παντρεύτηκε κι' έκανε δικό του σπίτι πάνω από το παιδικό του το δωμάτιο, τώρα ήταν πιό εύκολο αν έφτυνε τα κουκούτσια να πιάσουν χώμα και το έκανε όταν δεν τον βλέπανε. Αλλά δεν ξαναφύτρωσε μανταρινιά ίσως γιατί τα πράγματα είχαν πολύ ζορίσει όσον αφορούσαν τον ήλιο και τον αέρα. Δεν είχε μείνει μονοκατοικία πιά που να μην δόθηκε αντιπαροχή. Η μανταρινίτσα πήρε ένα περίεργο ψηλόλιγνο σχήμα προσπαθόντας να βρει καλύτερες συνθήκες, τον οδηγούσε στο κλάδεμα ξεραίνοντας τα κλαδιά που δεν είχαν καλή πρόσβαση σε ήλιο και αέρα.
......................................................................................... 
Πριν πέντε χρόνια χιόνισε άσχημα και η θερμοκρασία κατέβηκε κάτω από τους δέκα βαθμούς υπό το μηδέν. Τα ξινά υπέφεραν, περισσότερο βέβαια οι λεμονιές. Αλλά και η μανταρινίτσα έπαθε πανωλεθρία. Είχε και τα χρονάκια της, είχε και ο δικός της τα δικά του- μαζί με κάτι μέσες και γόνατα, εθεωρήθη ως ευδοκίμως τερματίσασα την σταδιοδρομία της και αφέθηκε στην τύχη της, ως γνωστόν τα δένδρα πεθαίνουν όρθια. Δεν ξαναάνθισε. Η γιαγιά που έμενε κάτω και πότιζε τον κάποτε κήπο είχε προ πολλού ακολουθήσει τον δρόμο που είχαν δείξει οι βερυκοκιές, κάποια χρόνια πριν. Κάποιοι καύσωνες καλοκαιριάτικοι που αντιμετωπίσθηκαν με πότισμα καθε είκοσι μέρες, όταν κάποιος περνούσε από την Αθήνα στο διάστημα των διακοπών του, συνέβαλαν στην συρρίκνωσή της. Το θεώρησα φυσικό.
Την κοίταζα πριν λίγες μέρες αναπολόντας τα παιδικά μου χρόνια. Τα περισσότερα κλαδάκια της ξερά, απεριποίητη μα διατηρόντας το χώμα κάτω από τα φύλλα σαν το μοναδικό σημείο του κήπου που δεν είχε καλυφθει από τριφύλι. Φέτος έβρεξε αρκετά και τ' αγριόχορτα φούντωσαν με την άνοιξη. Μιά μουσμουλιά εμφανίστηκε από το πουθενά, κάποιος θα πέταξε το κουκούτσι από τις δίπλα πολυκατοικίες- δεν πετάνε μόνο σκουπίδια όπως τους κατηγορώ. Την ξανακοίταξα σήμερα το πρωΐ, κάτι περίεργο έπιασε το μάτι μου στην όλη εικόνα...ναι έχει γεμίσει μπουμπούκια η μανταρινίτσα, γεμίζοντας με με τύψεις που δεν την πίστεψα και δεν φρόντισα να της καθαρίσω τα ξερά κλαδάκια να φανεί τουλάχιστον η ομορφιά της. Ισως είναι το κύκνειο άσμα της, ίσως όμως και να ξανακαρπίσει. 

Μάϊ σι σα που λένε κι' οι Ιταλοί, ποτέ δεν ξέρεις.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Δεν είναι διήγημα αλλά,,,


Κατά παράβαση...


Κατά παράβαση των συνηθειών μου δημοσιεύεται σήμερα εδώ μια ραδιοφωνική συνέντευξη του Μάνου Χατζηδάκι, το 89, "φονική" για την σημερινή πραγματικότητα στην Ελλάδα.

- Ζητούμε να μας πείτε πώς βλέπετε εσείς την κατάσταση της σημερινής κοινωνίας; Πολλοί φρονούν ότι περνά σοβαρή κρίση, ότι απειλείται με ηθική σήψη, ίσως με διάλυση, αφήνοντας μας έξω από τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο.Συμμερίζεστε  αυτή την άποψη;
Μ.Χ.: Εγώ δε θα το έλεγα τόσο τραγικά, ότι μας αφήνει απ' έξω. Είναι μια μοιραία κατάληξη ενός κόσμου, που προετοιμάστηκε για την εξαφάνιση του. Κι εκεί νομίζω ότι έχει μεγάλο μερίδιο όλος ο μεταπολεμικός κόσμος και ειδικά ο μεταπολεμικός πολιτικός κόσμος. Δεν προετοιμάστηκε το σπάνιο είδος και το πολύ ακριβό, του ελεύθερου πολίτη. Το είδος του ελεύθερου πολίτη δεν προετοιμάστηκε.
Γι αυτό έγινε και η δικτατορία. Γιατί πότε έγινε η δικτατορία; Το 67. Λοιπόν φανταστείτε,  αν είχαμε αυτό το είδος του ελευθερου πολίτη, θα μπορούσε να σταθεί αυτή η κατηγορία ανθρώπων, τόσο ευτελής, έστω και δέκα μέρες μόνο; Δεν θα μπορούσαν να σταθούν ποτέ. Αλλά, βέβαια για σκεφτείτε ότι ο έλληνας πολίτης όχι μόνο της πόλης αλλα και της επαρχίας, του χωριού, τί είχε ν' αντιμετωπίσει όλα αυτά τα μεταπολέμικά χρόνια; Τον χωροφύλακα, τον εισαγγελέα, τον παπά. Αυτόν δεν τον αντιμετώπιζε και επί δικτατορίας; Ποιά ήταν η αλλαγή; Γιατί να ξεσηκωθεί;
-Σήμερα;
ΜΧ: Σήμερα είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας θητείας.
- Δεν υπάρχουν ελεύθεροι πολίτες σήμερα κατά τη γνώμη σας;
ΜΧ: Ποιός τους προετοίμασε; Το σχολείο; Ξερουμε πολύ καλά τί προετοιμάζει το σχολείο. Ο στρατός; Ξέρουμε σε τί ανυποληψία ρίχνει τον νέο Έλληνα πολίτη ο στρατός για να του αφαιρέσει και το τελευταίο ίχνος αξιοπρέπειας από πάνω του. Πόσοι είναι εκείνοι που αντέχουν; Οι 10; Οι 20; Με τις σπουδές φεύγουν έξω και τελειώνει. Ποιοί μένουν εδώ;
- Έτσι όπως το λέτε είναι σαν να μην υπάρχει ελπίδα
ΜΧ: Εγώ δεν έχω καμμία ελπίδα, παρά αν γίνει κανένα θαύμα. Εγώ δεν πιστεύω ότι έχουμε σήμερα τη δύναμη να επιβιώσουμε.
-Σαν κρατος θεωρείτε ή σαν εθνική οντότης;
ΜΧ: Ως εθνική οντότης. Θα μείνουμε λιγάκι σαν νάνοι αλλοτινών καιρών. Και θα το δείτε όταν έρθει η πλήρης ένωση με την Ευρώπη, σε ποιά κατάσταση θα βρισκόμαστε. Ποιά είναι η υποδομή, για να υπάρξουν έστω ένα-δύο χαρακτηριστικά στοιχεία της εθνικότητας μας;
-Αναρρωτιέμαι αν αυτή η απογοήτευση- αν μπορώ να την χαρακτηρίσω έτσι- που έχετε για το μέλλον, συμβιβάζεται με την έντονη παρουσία σας στα πολιτικά πράγματα, όχι βέβαια άμεσα σαν πολιτικός αλλά με την κριτική σας;
ΜΧ: Είμαι υποχρεωμένος κι αισθάνομαι όσο είμαι ζωντανός, να υπάρχω. και να υπάρχω με τις δυνάμεις μου, ασυμβίβαστες και με το μυαλό μου καθαρό. Όσο μπορεί να υπάρχει αυτό.
- "Τιμή εις εκείνους όπου εις την ζωήν των όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες"
ΜΧ: Αλλιώς, αυτό δεν σημαίνει οτι έχω την αισιοδοξία ότι μπορεί ν' αλλάξει τίποτα, ιδιαίτερα στο άμεσο μέλλον. Και μην ξεχάμε, οτι σε τελευταία ανάλυση, οι μόνες στιγμές που σκεφθήκαμε σοβαρά ως έθνος, ήταν στις καταστροφές. Ας περάσουμε μια καταστροφή, μπας και σωθούμε σοβαρά.
- Δηλαδή εσείς δε φρονείτε ότι υπάρχει κάποια ελπίδα, κάποια διέξοδος; Τί θα μπορούσε να γίνει κατά τη γνώμη σας;
ΜΧ: Τίποτα. Η πλήρης εξαφάνιση μας. Και θα γίνει. Είμαι βέβαιος.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Περί ποτών εν τη Σκωτία

O σοφός Σκωτσέζος


                                                                 
(tee, hee, heee)
.

Δεν έχω πάει στη Σκωτία (με τρομάζει το σκότος) και έχω γνωρίσει ελάχιστα άτομα από εκεί. Μία νεαρή τουρίστρια της οποίας σέβομαι τα προσωπικά δεδομένα και ένα μάλλον στριμμένο ηλικιωμένο που ούρλιαζε υστερικά Scottish κάθε φορά που κάτι άγγιζε ελαφρά τη πατρίδα του χωρίς να αναφερθεί.
Μερικές φορές για λόγους αντικειμενικότητας ψιθύριζε British. Οτι δεν αναφερόταν στο νησί δεν υπήρχε π.χ. ποτό ήταν μόνο το ουίσκι. Αυτό δήλωσε με περιφρόνηση στη διαμάχη των υπολοίπων της παρέας αν το κρασί ή η μπύρα είναι καλύτερα ως ποτά ή σαν συνοδευτικά φαγητών.
Ο γευσιγνώστης της παρέας έλεγε ότι τα εμφιαλωμένα κρασιά δεν πίνονται, απλά ξεπλένουν το στόμα και το προετοιμάζουν γιά το επόμενο φαγητό. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος γιά διάφορα είδη μπύρας, αλλά η γκάμα εδώ είναι μικρότερη, το κρασί υπερέχει καθαρά.
Scotch whisky, βροντοφώναξε ο σοφός σκωτσέζος, δεν ξέρετε τι πίνετε.
Οι έχοντες άλλες γνώσεις αναφέρθηκαν στο βαρελίσιο κρασί και τη μπύρα σαν ποτά. Γενικό συμπέρασμα ήταν ότι μπύρα πίνεις γιά να ξεχάσεις ενώ κρασί γιά να θυμηθείς. Κάποιος είπε γιά τη θεωρία της διάλυσης του πολιτισμού της Αιγύπτου λόγω της εμμονής στη μπύρα, άλλος πρόσθεσε ότι ο Ιούλιος Καίσαρ επέκτεινε την αυτοκρατορία του μόνο εκεί που μπορούσε να καλλιεργήσει αμπέλια. γενικά συμφώνησαν ότι το κρασί είναι πιό «φιλοσοφικό» ποτό, η μπύρα παραπέμπει σε αποχαύνωση. Η συνήθεια των εργατών-μεταναστών να πίνουν μπύρες μετά τη σκληρή δουλειά γιά να την ξεχάσουν, ήταν ένα πρακτικό παράδειγμα. Αντίθετα οι τεχνίτες με κρασάκι και παρέα τέλειωναν τη μέρα τους
Scotch whisky, ξαναφώναξε ο σοφός σκωτσέζος, δεν ξέρετε τι λέτε.
Πάντως υπάρχουν και χειρότερα. Οι Αμερικάνοι προσπαθούν να πείσουν ότι η κόκλα κόλα «πάει με όλα». Πείθουν τα παιδιά των 5-15 ετών. Μετά σε μερικά μένει η συνήθεια, που να στίβεις πορτοκάλια ή να βάζεις ζάχαρη στη λεμονάδα
Scotch whisky, ξαναφώναξε ο σοφός σκωτσέζος, δεν ξέρετε τι θέλετε
Εχουν μιά περίεργη νοοτροπία οι σκωτσέζοι. Από τότε που η Μαρία Στιούαρτ ( ή κάποια άλλη-ποτέ δεν ήμουνα καλός στην ιστορία Της Ιστορίας, γεμάτη ψέμματα είναι, αντίθετα η ιστορία της Τέχνης και της Επιστήμης πολλά προσφέρει ) έχασε το στέμμα, η οργή τους βρήκε διέξοδο στην ύπαρξη ενός άλλου στέμματος,του βρεττανικού, το οποίο μισούν αλλά και θεωρούν απαραίτητο. Αφού δεν μπορεί να είναι Scottish, ας είναι British, πάντως να υπάρχει, χωρίς αυτό χανόμαστε. Ξέρετε πως λέγεται στα σκωτσέζικα το μέλλον ; ...μακάβριο

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Στο σπίτι (απόσπασμα)



Απόσπασμα από το διήγημα "Ενα πλήρες 24ωρο"



Στο σπίτι 

Στρίψε δεξιά, στο σοκκάκι της συμφοράς, το διαδρομάκι δίπλα απ’ το σπίτι που βγάζει στην αυλή, έφτασες. Δάπεδο τσιμεντένιο, το δωμάτιό σου κι’ η τουαλέττα δίπλα, όταν δεν βρέχει καλά είναι. Κάτω απ’ το παραθύρι η κουζινίτσα σου κι’ απέναντί της το κρεββάτι. Ψηλά σε μιά γωνιά τα εικονίσματα, συνήθεια από άλλες εποχές. Καρέκλες δύο και το χαλί ατίναχτο χειμώνα-καλοκαίρι να περιμένει τη Μαρία του. Συνηθίζεις να περιμένεις με τον καιρό, τόσο που δεν θες νάρθει, μην τυχόν και χάσεις την ελπίδα σου, το δικαίωμα στην προσμονή. Σάματι έχεις κι’ άλλο αίσθημα να σε παρηγορεί ;
 Αστα, μη τα σκαλίζεις, σου λέω. Πονάνε μα και βρωμάνε. Σαν τα ρούχα της δουλειάς. Τράβα να τα βάλεις στο νερό να μουλιάσουν να φύγει η μυρωδιά του ιδρώτα κι’ απλωσέ τα να στεγνώσουν. Αύριο τα ίδια θα βάλεις πάλι.
Το στομάχι σου σε ειδοποιεί γιά φαΐ. Ασε τα ρούχα στο σκοινί και πάμε στο μαγέρικο. Σκυφτός μπήκες μέσα. Δεν είναι ότι δεν χωράς στην πόρτα είναι η πίκρα της επανάληψης, το σπιτικό φαΐ που νοστάλγησες.
Μιά φορά, μιά Κυριακή το’ φαγες κι’ ήτανε με κλειστά τα μάτια, δεμένα με πανί για να μη βλέπεις, θυμάσαι ; Πάντα βάσταγες τον λόγο σου κι’ η Μαρία τον κράτησε. 
Ηταν η ίδια ; κάποια φίλη της που της έμοιαζε ; 
Ποτέ δεν έμαθες.
Οταν σου κτύπησαν την πόρτα, τίμια έβαλες το πανί και ψηλαφώντας άνοιξες. Ηχος κανείς και μιά γλυκειά γεύση στα χείλια, τα δικά της. Πισωπατώντας βρέθηκες στης άβυσσος τις πύλες. Παράδεισος ; Μπορεί και ναι, αν οι πρωτόγονοι δεν μιλάγαν. Και τι να πούν ; Τι να’χαν να μοιράσουν ; Ετσι και σεις, πρωτόγονα, μουγγά. Πάλευες με τα χέρια σου το πρόσωπό της να μαντέψεις. 
Ηταν ; δεν ήταν ; 
Σε συνεπήρε ο καϋμός κι’ ο πόθος και το ξέχασες, σαν μέρεψες δεν σ’ ένοιαζε καθόλου. Τι σημασία είχε ; 
Υστερα, μιά κάποια φασαρία με τα κουζινικά. Κάθε που πήγαινες να σηκωθείς με χάδια τρυφερά σε εμποδίζαν. Το κατάλαβες κι’ έμεινες ξαπλωμένος μέχρι να γίνει το φαΐ. Μετά σε τάϊζε στο στόμα σαν μωρό. Πιό νόστιμα δεν είχες φάει. και το μυαλό σου να τρέχει σε σιτσιλιάνες χωρικές που αν δεν φας το φαγητό τους δεν σου το δίνουν. Υπήρχε Σικελία και στις χώρες του υπαρκτού ;
Αμ ο καφές ; 
Λες κι’ όλη η τέχνη του έρωτα κρύφτηκε μεσ’ στο καϊμάκι. Λίγο ακόμα κι’ ήθελες τα μάτια σου να βγάλεις, γνώρισες την ομορφιά του σκοταδιού και της σιωπής, δια της αφής την σάρκα, διά της οσμής την τρυφερότητα, τι τα’ θελες τα μάτια και τ’ αφτιά ;
Η ευφορία της ψυχής φάνηκε στ’ όργανό σου. Δεν είδες το χαμόγελο στα χείλη της κοπέλλας και την βαθιά οργασμική χαρά στα μάτια της, Σε ταξίδεψε ξανά, πιό σίγουρη τώρα πως δεν θα βγάλεις το πανί και πιό ελεύθερη.
Κι’ ο ύπνος σε τύλιξε- που λέει κι’ ο ποιητής. Και σε πήγε σε παραδεισένιους κήπους, σε νησιά μεσογειακά, στον Εύξεινο τον Πόντο και στην Κασπία.. Κι’ εβγαζες το μαύρο απ’ την νύχτα να σκοτεινιάσεις την μέρα και κάθε ήχο από παντού - την ήξερες πιά την συνταγή του Παραδείσου. Εβγαλες και το πανί όπως κοιμόσουν. Σιγά-σιγά ξύπνησες στο σκοτάδι και στη σιωπή, μά όχι αυτή του παραδείσου, την άλλη της μοναξιάς και της Κολάσεως.
Μόνος.

«Γιουβέτσι τέλος, μακαρονάδα τέλος» είπε το γκαρσόνι. Το κοίταξες στα μάτια. «Φέρε ότι έχεις» παράγγειλες, «την ίδια γεύση έχουν» σκέφτηκες με το μυαλό στ’ όνειρο κολλημένο ακόμα.