Απόσπασμα από το διήγημα "Ενα πλήρες 24ωρο"
Στο σπίτι
Στρίψε δεξιά, στο σοκκάκι της συμφοράς, το διαδρομάκι δίπλα απ’ το σπίτι που βγάζει στην αυλή, έφτασες. Δάπεδο τσιμεντένιο, το δωμάτιό σου κι’ η τουαλέττα δίπλα, όταν δεν βρέχει καλά είναι. Κάτω απ’ το παραθύρι η κουζινίτσα σου κι’ απέναντί της το κρεββάτι. Ψηλά σε μιά γωνιά τα εικονίσματα, συνήθεια από άλλες εποχές. Καρέκλες δύο και το χαλί ατίναχτο χειμώνα-καλοκαίρι να περιμένει τη Μαρία του. Συνηθίζεις να περιμένεις με τον καιρό, τόσο που δεν θες νάρθει, μην τυχόν και χάσεις την ελπίδα σου, το δικαίωμα στην προσμονή. Σάματι έχεις κι’ άλλο αίσθημα να σε παρηγορεί ;
Αστα, μη τα σκαλίζεις, σου λέω. Πονάνε μα και βρωμάνε. Σαν τα ρούχα της δουλειάς. Τράβα να τα βάλεις στο νερό να μουλιάσουν να φύγει η μυρωδιά του ιδρώτα κι’ απλωσέ τα να στεγνώσουν. Αύριο τα ίδια θα βάλεις πάλι.
Το στομάχι σου σε ειδοποιεί γιά φαΐ. Ασε τα ρούχα στο σκοινί και πάμε στο μαγέρικο. Σκυφτός μπήκες μέσα. Δεν είναι ότι δεν χωράς στην πόρτα είναι η πίκρα της επανάληψης, το σπιτικό φαΐ που νοστάλγησες.
Μιά φορά, μιά Κυριακή το’ φαγες κι’ ήτανε με κλειστά τα μάτια, δεμένα με πανί για να μη βλέπεις, θυμάσαι ; Πάντα βάσταγες τον λόγο σου κι’ η Μαρία τον κράτησε.
Ηταν η ίδια ; κάποια φίλη της που της έμοιαζε ;
Ποτέ δεν έμαθες.
Οταν σου κτύπησαν την πόρτα, τίμια έβαλες το πανί και ψηλαφώντας άνοιξες. Ηχος κανείς και μιά γλυκειά γεύση στα χείλια, τα δικά της. Πισωπατώντας βρέθηκες στης άβυσσος τις πύλες. Παράδεισος ; Μπορεί και ναι, αν οι πρωτόγονοι δεν μιλάγαν. Και τι να πούν ; Τι να’χαν να μοιράσουν ; Ετσι και σεις, πρωτόγονα, μουγγά. Πάλευες με τα χέρια σου το πρόσωπό της να μαντέψεις.
Ηταν ; δεν ήταν ;
Σε συνεπήρε ο καϋμός κι’ ο πόθος και το ξέχασες, σαν μέρεψες δεν σ’ ένοιαζε καθόλου. Τι σημασία είχε ;
Υστερα, μιά κάποια φασαρία με τα κουζινικά. Κάθε που πήγαινες να σηκωθείς με χάδια τρυφερά σε εμποδίζαν. Το κατάλαβες κι’ έμεινες ξαπλωμένος μέχρι να γίνει το φαΐ. Μετά σε τάϊζε στο στόμα σαν μωρό. Πιό νόστιμα δεν είχες φάει. και το μυαλό σου να τρέχει σε σιτσιλιάνες χωρικές που αν δεν φας το φαγητό τους δεν σου το δίνουν. Υπήρχε Σικελία και στις χώρες του υπαρκτού ;
Αμ ο καφές ;
Λες κι’ όλη η τέχνη του έρωτα κρύφτηκε μεσ’ στο καϊμάκι. Λίγο ακόμα κι’ ήθελες τα μάτια σου να βγάλεις, γνώρισες την ομορφιά του σκοταδιού και της σιωπής, δια της αφής την σάρκα, διά της οσμής την τρυφερότητα, τι τα’ θελες τα μάτια και τ’ αφτιά ;
Η ευφορία της ψυχής φάνηκε στ’ όργανό σου. Δεν είδες το χαμόγελο στα χείλη της κοπέλλας και την βαθιά οργασμική χαρά στα μάτια της, Σε ταξίδεψε ξανά, πιό σίγουρη τώρα πως δεν θα βγάλεις το πανί και πιό ελεύθερη.
Κι’ ο ύπνος σε τύλιξε- που λέει κι’ ο ποιητής. Και σε πήγε σε παραδεισένιους κήπους, σε νησιά μεσογειακά, στον Εύξεινο τον Πόντο και στην Κασπία.. Κι’ εβγαζες το μαύρο απ’ την νύχτα να σκοτεινιάσεις την μέρα και κάθε ήχο από παντού - την ήξερες πιά την συνταγή του Παραδείσου. Εβγαλες και το πανί όπως κοιμόσουν. Σιγά-σιγά ξύπνησες στο σκοτάδι και στη σιωπή, μά όχι αυτή του παραδείσου, την άλλη της μοναξιάς και της Κολάσεως.
Μόνος.
«Γιουβέτσι τέλος, μακαρονάδα τέλος» είπε το γκαρσόνι. Το κοίταξες στα μάτια. «Φέρε ότι έχεις» παράγγειλες, «την ίδια γεύση έχουν» σκέφτηκες με το μυαλό στ’ όνειρο κολλημένο ακόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου