... I dreamed a dream that made me sad
Concerning myself and the first few friends I had...
...And many a road taken by many a first friend
And each one I've never seen again...
And each one I've never seen again...
Είχε ένα όνειρο χωρίς να είναι ο Μάρτιν Λούθερ
Κινγκ. Ούτε κατά διάνοια, εξ άλλου το όνειρό του αφορούσε τον εαυτό του και
λίγους ακόμα ανθρώπους και όχι μεγαλεπήβολα σχέδια. Απλά αυτό το όνειρο
«έπαιζε» πολύ συχνά στον ύπνο του, όλα τα δεδομένα και οι συνθήκες του ονείρου του ήταν πλέον πολύ οικεία.
Εβλεπε το σπίτι του στο μέσον μιας ανηφόρας ενώ πιο κάτω η πλατεία είχε μετασχηματισθεί σε λίμνη ή θάλασσα, ήταν αρκετά μακριά
για να πάρει συγκεκριμένη θέση. Προς την άλλη μεριά, την ανηφόρα, δεν κοίταζε ποτέ, τον
κούραζε ακόμα και η εικόνα της. Η κλίση ήταν τόσο μεγάλη που ακόμα και η σταθερή παραμονή σ’ ένα σημείο ήταν προβληματική. Όλα κυλούσαν αργά προς τα
κάτω σ’ αυτόν τον δρόμο, ευτυχώς τα σπίτια μένανε γερά προσκολλημένα στο
πεζοδρόμιο. Εβλεπε τα πάντα απ’ το παράθυρό του, τον Οδυσσέα, πονηρά γυμνό κι’ ελαφρωμένο
απ’ όλα τα περιττά να γλυστρά προς τα πάνω, μετά να αφήνεται να κατρακυλίσει και μετά ξανά,
σαν να έκανε σκι, να ανεβαίνει έτσι την ανηφόρα. Αντίθετα ο Αχιλλέας προσπαθόντας ν' ανέβει, μάζευε με
ευλάβεια ότι εύρισκε πεταμένο στην άκρη του δρόμου και βάραινε συνέχεια. Η
μεγάλη του δύναμη δεν έφτανε να νικήσει την βαρύτητα του πεπρωμένου του και κυλούσε αργά αλλά σταθερά για την Λίμνη της Λησμονιάς.
Εντείνοντας την προσοχή του παρατήρησε πως ο
δρόμος μπροστά του ήταν στην
πραγματικότητα ποτάμι, ίσιο, εντελώς ρηχό και κατηφορικό πολύ, χωρίς όμως να
χάνει την ομαλή ροή του. Μόλις ο Αχιλλέας έφθανε στο τέλος του δρόμου και
χανόταν στο υγρό στοιχείο της πλατείας, ένας καινούργιος πρόσκαιρος Αχιλλέας
εμφανιζότανε στο ύψος του σπιτιού του. Ο
Οδυσσέας, ο αιώνιος Οδυσσέας - κι’ ας
μην ήταν θεϊκός – εμφανιζόταν με το μονόξυλο λίγο πιο ψηλά και εκεί που νόμιζες ότι
θα κατρακυλήσει στην λίμνη, πέταγε κάποιο απ’ τα πράγματά του και κέρδιζε υψόμετρο.
Όταν πέταγε και τα ρούχα του τότε μπορούσε άφοβα να νικήσει τους νόμους της
βαρύτητας, το διασκέδαζε χορεύοντας, ενώ ο Αχιλλέας φορτωμένος τις κουμπάνιες
του δεν μπορούσε πια ν’ αντισταθεί στο πεπρωμένο του, κυλούσε μπρούμυτα με τα
δάκτυλά του να μην μπορούν να αγκιστρωθούν σε κάποια
εσοχή, σ’ ένα εξόγκωμα, για να τον συγκρατήσουν
.
Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει την ταυτότητά
του, ποιος ήταν αυτός ο ίδιος στ' όνειρό του. Παρέμενε βέβαια πάντοτε μέσα στο σπίτι κι’
έβλεπε τα πάντα απ’ το παράθυρό του αλλά δεν ήταν σίγουρα ο Εκτορας, ούτε ο
Αγαμέμνονας, μάλλον δεν ήτανε αυτής της εποχής, για πιο σύγχρονος περνιόταν, ο
χρόνος μπλέκεται περίεργα στα όνειρα. Πάσχιζε να καταλάβει τι δουλειά είχε με
τον πόλεμο τον Τρωικό και τους
πολέμαρχούς του αλλά δεν τούβγαινε.
Πάλι
γιατί δεν έβλεπε Τρώες ; ούτε μάχες ;
ούτε το Ιλιον ;
Ούτε τα πλοία των Ελλήνων τραβηγμένα έξω στην
άμμο.
Γιατί ;
Μόνο πυκνά συχνά σαν έκλεινε τα μάτια,
βρισκότανε στο παράθυρο του σπιτιού του, στο σύγχρονο σπίτι του καταμεσής αυτής
της ανηφόρας μ’ ένα λεπτό στρώμα νερού να σκεπάζει την επιφάνειά της κι’
αγωνιούσε να βρει την ταυτότητα του.
Όταν κουραζόταν από τις σκέψεις του ξύπναγε να
ξεκουρασθεί.
Μερικοί δεν το κατάλαβαν ποτέ αυτό.
Ο Οδυσσέας προσπαθεί να πείσει τον Αχιλλέα να πολεμήσει ξανά
Εις μνήμην φίλων παλιών και καλών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου