Η αιτιολογία των γεγονότων της παρακάτω εξιστόρησης είναι φανταστική
Το κοριτσάκι απάντησε ευγενικά στην ερώτηση του ηλικιωμένου που έσερνε τα πόδια του σε κάποιον δρόμο της Νίκαιας :
- Δεν ξέρω που ακριβώς αλλά για τον Πειραιά θα έχει στάση σ' αυτόν τον δρόμο, περνάνε από δω το 800 και το Β14. μόνο που για να πάτε προς Πειραιά πρέπει να το πάρετε από την αριστερή πλευρά του δρόμου.
Ο ηλικιωμένος ευχαρίστησε το κοριτσάκι και συνέχισε την πορεία του παράλληλα με αυτό. Μετά από λίγο ένοιωσε ένα κύμα οδύνης να τον πνίγει, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και μακρόσυρτοι λυγμοί άρχισαν να τον ταράζουν. Το κοριτσάκι ανήσυχο έτρεξε κοντά του :
- Είστε καλά ;
- Ναι παιδί μου, απλά ήρθε στη θύμισή μου ένα παλιό γεγονός σ' αυτή την γειτονιά. Τριακόσιοι και βάλε νεκροί και κάμποσες χιλιάδες αιχμάλωτοι στο Χαϊδάρι ήταν τα θύματα.
- Α, λέτε για το μπλόκο της Κοκκινιάς, κάτι μας έχουν πει γι αυτό στο σχολείο.
- Κανένας όμως δεν ξέρει την πραγματική αιτία γι αυτό το κακό, ίσως είμαι ο τελευταίος που την ξέρω.
- Πως κι έτσι ;
- Ηξερα κάποια γερμανικά και δούλευα στο γερμανικό φρουραρχείο...
- Και ;
- Ξέρω την αιτία που ξεκίνησε αυτό το κακό
- Ποιά ήταν ;
- Η συνηθισμένη, cherchez la femme ( σερσέ λα φαμ)
- Δηλαδή ;
- Αναζητήσατε τη γυναίκα. Ολα για μια γυναίκα γίνονται, για μια γυναίκα ζούμε...
- Πέστε μου την ιστορία σας παρακαλώ.
- Εντάξει.
Ο γεράκος κάθησε στα σκαλοπάτια ενός σπιτιού και το κοριτσάκι βολεύτηκε δίπλα του.
- Ητανε μια γυναίκα όμορφη και παντρεμένη μ' έναν έλληνα. Ηξερε κι αυτή λίγα γερμανικά κι έπιασε δουλειά στο φρουραρχείο μαζί μου. Είμαστε τυχεροί όσοι δουλεύαμε εκεί γιατί εκτός από λεφτά είχαμε πρόσβαση και σε τρόφιμα που τότε τάβρισκες μόνο στην μαύρη αγορά. Οπως ήταν φυσικό ο διοικητής της έκανε τα γλυκά μάτια. Αυτή το είπε στον άντρα της κι αυτός άφησε να εννοηθεί πως θα ήταν καλύτερα να μη τον απογοητεύσει γιατί που θα βρίσκανε λεφτά και τα τρόφιμα αν θύμωνε και την έδιωχνε. Εβαλε και το φαΐ των παιδιών της στην ζυγαριά του. Είχαμε γίνει φίλοι και μου τάλεγε εμένα τα παράπονά της.
Η γυναίκα δεν του είπε τίποτε αλλά σιχάθηκε τον άνδρα της βαθύτατα και μετά από λίγες μέρες ενέδωσε στις απαιτήσεις του γερμανού. Αισθανόταν πνιγμένη συναισθηματικά με τον γερμαναρά κι αναζητώντας διέξοδο, της γνώρισα και τα έφιαξε μ' έναν παντρεμένο φίλο μου, αντιστασιακό. Μ' αυτόν συναντιότουσαν στα κρυφά τα μεσημέρια, απ' όπου πέρναγε μετά την δουλειά της και πριν πάει στο σπίτι της, σ' ένα κρησφύγετο της οργάνωσής του. Ο ίδιος κυκλοφορούσε μόνο τη νύχτα γιατί ήταν καταζητούμενος ενώ η σύζυγός του νόμιζε πως πολεμούσε στα βουνά. Η γυναίκα προσπαθώντας να βρει συναισθηματική ισορροπία δέθηκε περισσότερο απ' όσο έπρεπε με τον αντιστασιακό και ο γερμανός, που ενδιαφερόταν γι αυτήν περισσότερο από τον σύζυγό της, κάτι ψυλλιάστηκε. Εβαλε να την παρακολουθήσουν κι έμαθε όλα τα καθέκαστα με το νι και με το σίγμα.
Μυστήρια ράτσα αυτοί οι γερμανοί. Κακοί και σατανικά εκδικητικοί. Ο διοικητής μόλις έμαθε πως ο εραστής της δεν κυκλοφορούσε την μέρα κατάστρωσε ένα διεστραμμένο σχέδιο για να τον βγάλει από την μέση χωρίς να φανεί πως εκδικείται την ερωμένη του για τις απιστίες που του έκανε. Με το χάραμα της μέρας περικύκλωσε όλη την γειτονιά του κρησφύγετου και με τις ντουντούκες υποχρέωσε όλους τους άνδρες να παρουσιασθούν σε μια πλατεία. Για όσους δεν βγήκαν από το σπίτι τους η διαταγή ήταν μία : εκτέλεση επί τόπου. Ο αντιστασιακός ήταν ένα από τριακόσια τόσα θύματα εκείνου του πρωινού. Ποιός ξέρει πόσοι ακόμα χάθηκαν στο στρατόπεδο στο Χαϊδάρι όπου πήγανε όσους από τους συγκεντρωμένους στην πλατεία έδειχναν οι κουκουλοφόροι ταγματασφαλίτες στους γερμανούς. Τόσος κόσμος χάθηκε άδικα για τα ξεπορτίσματα μιας γυναίκας.
- Και γώ...γυναίκα είμαι !
- Το βλέπω...γι αυτό να ξέρεις κόρη μου, μέχρι δυο είναι δεσμός, το πιο πάνω χαλασμός, λέει ο σοφός λαός.
Η εξιστόρηση είχε ηρεμήσει τον γεράκο από την κρίση που πέρασε. Το κοριτσάκι τον κοίταξε κι ανασηκώνοντας τους ώμους του έστριψε στη γωνία.
Ηταν 17 τ' Αυγούστου το 94, 50 χρόνια μετά ...
Τρέξε μανούλα όσο μπορείς
τρέξε για να με σώσεις
κι απ’ το Χαϊδάρι μάνα μου
να μ’ απελευθερώσεις
τρέξε για να με σώσεις
κι απ’ το Χαϊδάρι μάνα μου
να μ’ απελευθερώσεις
Γιατί είμαι μελλοθάνατος
και καταδικασμένος
δεκαεφτά χρονών παιδί
στα σίδερα κλεισμένος
και καταδικασμένος
δεκαεφτά χρονών παιδί
στα σίδερα κλεισμένος
Απ’ την οδό του Σέκερη
με πάνε στο Χαϊδάρι
κι ώρα την ώρα καρτερώ
ο Χάρος να με πάρει
με πάνε στο Χαϊδάρι
κι ώρα την ώρα καρτερώ
ο Χάρος να με πάρει
Να δεις του Χάρου το σπαθί
μανούλα πως τα φέρνει
αχ και την ζωή του καθενός
μάνα πώς θα την παίρνει
μανούλα πως τα φέρνει
αχ και την ζωή του καθενός
μάνα πώς θα την παίρνει
Στίχοι: Μάρκος Βαμβακάρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου