Η φωτό από τον γούγλη πάντοτε
Ητανε μία το μεσημέρι επιστρέφοντας από την υπηρεσία του η πρώτη φορά που την είδε, μέχρι τότε την άκουγε μόνο. Υπήρχαν δυο διαμερίσματα στον τελευταίο όροφο της τριόροφης κατοικίας, αυτός βάσταγε το ένα και η κάτοχος των παπουτσιών το άλλο μαζί με τον άντρα της κι ένα τουλάχιστον παιδί απ' όσα είχε ακούσει. Δεν την είχε δει μέχρι τη στιγμή που ανεβαίνοντας τις στριφογυριστές σκάλες φάνηκαν από την ανοικτή πόρτα της πρώτα τα παπούτσια της και μετά η ίδια.
Θεά.
Η πόρτα έκλεισε γρήγορα κι η οπτασία χάθηκε αλλά καμιά φορά η τύχη τα φέρνει βολικά. Πως τούρθε σε λίγο να καθαρίσει τη τζαμαρία της κουζίνας προς τον φωταγωγό που είχε ουκ ολίγη λίγδα και σκαρφάλωσε στο μπάγκο της κουζίνας για να φτάσει. Την ίδια στιγμή διαπίστωσε πως κι η θεά είχε την ίδια σκέψη και του χαμογέλαγε βλέποντας τις μάλλον αδέξιες κινήσεις του. Οταν ανοίξανε τα παράθυρα να καθαρίσουν και την έξω μεριά συστηθήκανε, αυτή γυναίκα τραπεζικού που γύρναγε στις τρισήμισυ μαζί με τον εξάχρονο γιό της κι αυτός να κάνει τη θητεία του σ' αυτόν το ξένο τόπο, απ' τις επτά μέχρι τη μία. Τον φώναξε το απόγευμα για καφέ και του γνώρισε τον σύζυγο, συμπαθέστατο και μανιώδη κυνηγό. Σε λίγες μέρες άρχισε να τον φωνάζει για φαγητό -αμαρτία να μαγειρεύεις σκοτωμένος απ' τη δουλειά, του είπε- και γίνανε κολητάρια ειδικά στο διάστημα μιάμισυ με τρεις που περιμένανε τον σύζυγο και τον γιό της για να φάνε. Της άρεσε το χαρτάκι και τα κατάφερνε αρκετά καλά στη ξερή, βοηθούσης και της τύχης αλλά πέραν τούτου ουδέν και είχε σταματήσει να την σκέπτεται αλλιώς, ειδικά από τότε που ανέλαβε και το πλύσιμο των ρούχων του.
Ενα χειμωνιάτικο απόγευμα κτύπησε τη πόρτα του μια καλοβαλμένη πιτσιρίκα που ψιθυρίζοντας κάποιες αστείες δικαιολογίες του ζήτησε να περάσει τη νύχτα εκεί. Μετά από λίγο είχε γδυθεί μόνη της και ήταν πρόθυμη να του κάνει όλα τα χατήρια. Αισθάνθηκε λίγο άσχημα όταν αργότερα του κτύπησαν οι φίλοι του, οι γείτονες και δεν τους άνοιξε, αλλά την άλλη μέρα στο τραπέζι ο σύζυγος της θεάς έδειξε κατανόηση, κι αυτός στη θέση του το ίδιο θάκανε. "Να κάνετε λιγότερη φασαρία" του διαμαρτυρήθηκε γελώντας η θεά. Το βραδάκι τσούπ, η πιτσιρίκα ήρθε πάλι, αυτή τη φορά είχε φέρει και προμήθειες για την ολονυκτία, ουΐσκι και ξερούς καρπούς. Κάποια στιγμή, μαύρα μεσάνυκτα άκουσε ένα δυνατό γυναικείο βογγητό από το διπλανό διαμέρισμα " ωχ, κάτι θάπαθε η θεά μου" είπε κι ετοιμάστηκε να πάει να βοηθήσει. "Κάτσε κάτω" του είπε η πιτσιρίκα "θα το φχαριστιέται η κυρία, δεν το κατάλαβες ;". Το βογγητό ακούστηκε χαμηλότερο μερικές φορές ακόμα και πραγματικά το πρωΐ που της κτύπησε τη πόρτα με μια αστεία δικαιολογία, απλά και μόνο για να την τσεκάρει, η θεά είχε σημάδια "προηγηθείσης ευτυχίας".
Η πιτσιρίκα ήρθε μερικά βράδια ακόμα κι εξαφανίστηκε όπως περίπου είχε εμφανισθεί.
" Ωχ, θα μου ξανάρθει να μου πει πως είναι έγκυος σε κάνα μήνα" είπε στη θεά του ο νέος και άρχισαν να καταστρώνουν μαζί το σχέδιο αντιμετώπισης που περιλάμβανε κι ένα γυναικολόγο, ξάδερφο της θεάς.
Πιτσιρίκας απούσης ξανάρχισαν να παίζουν ξερή αλλά τώρα η τύχη δεν την πολυ βοηθούσε, ίσως γιατί άρχισε πάλι να φοράει τα χοντρόσολα παπούτσια, της το είχε πει πως εκεί έπεσε το μάτι του όταν την πρωτοείδε. Πραγματικά σε κάνα μήνα η πιτσιρίκα εμφανίσθηκε ως εγκυμονούσα και αντιμετωπίσθηκε παγερά και στα πλαίσια της συνυπευθυνότητας. Βοήθησαν μάλλον και τα λόγια που της είπε ιδιαιτέρως η θεά, που αποδείχθηκε πληροφορημένη για το παρελθόν της πιτσιρίκας κι έτσι δεν ξαναφάνηκε.
Μετά από αυτό το περιστατικό άρχισε να παρατηρεί κάποιες διαφορές επάνω στην θεά του. Εβρισκε πως ο χαρακτήρας της είχε λίγο βαρύνει όπως και το βλέμμα της. Ειδικά ένα μεσημέρι που καθώς μαγείρευε με τη νυχτικιά και τις παντόφλες της όταν, χωρίς να το θέλει, από μια αδέξια κίνηση τα χέρια του βρέθηκαν στα στήθια της. Λίγες μέρες πριν κάτι παρόμοιο το είχε αντιμετωπίσει μ' ένα κελλαριστό γέλιο της, ενώ τώρα με απόλυτη σιωπή και μια μάλλον επιτηδευμένη ενόχληση. Αποφάσισε να μάθει τι γίνεται προκαλώντας την μ' ένα στοίχημα στη ξερή :
- Αν κερδίσεις θα σου αγοράσω τον δίσκο που σ' αρέσει, αν χάσεις θα μου μαγειρέψεις το φαγητό που μ' αρέσει.
- Θα σε κερδίσω, του είπε ανόρεκτα.
- Μεγάλα λόγια μη λες, με μηδέν θα χάσεις.
Η παρτίδα είχε φτάσει στη μέση και η θεά δεν είχε γράψει ακόμα πόντο, ο αντίπαλος την δούλευε
- Με μηδέν θα χάσεις.
- Ο,τι στοίχημα θέλεις, με μηδέν δεν χάνω.
- Ενα φιλί ερωτικό ;
- Κι εσύ τι θα χάσεις ;
- Δούλος σου για δυο μέρες, να με κάνεις ό,τι θέλεις !
Τον κοίταξε με αθώα κακία.
- Ο,τι θέλω ;
- Ναι, ότι θέλεις !
- Πάει ! να σε δω να σφουγγαρίζεις τις σκάλες και τι στον κόσμο !
Η παρτίδα έγινε πλέον ο στόχος της ζωής του. Ενδόμυχες προσευχές στη θεά τύχη και απέραντη προσήλωση στο παιχνίδι, τόση που δεν έβλεπε πως η θεά ήθελε να χάσει, μόνο στην τελευταία χαρτωσιά όταν έκανε κάποιο χοντρό λάθος για να μη πάρει πόντο και ζήτησε να πάρει το φύλλο της πίσω, το κατάλαβε και την έβγαλε από τη δύσκολη θέση :
- Το χαρτί έφαγε χώμα, ας πρόσεχες. Εχασες.
Ετοιμάστηκε να πάρει το έπαθλό του όταν την είδε να του λέει ένα λεπτό, να πηγαίνει στη κάμαρά της και να γυρίζει φορώντας τα χοντρόσολα παπούτσια της αντί για τις παντόφλες, το νυχτικό δεν το άλλαξε.
Την αγκάλιασε για να την φιλήσει ενώ αυτή ακίνητη είχε το ύφος της γυναίκας που κάνει αγγαρεία αλλά δεν προχώρησε. Κατέβηκε στα πόδια της και χαϊδεύοντας τις κνήμες της, της έβγαλε απαλά τα παπούτσια. Βαστώντας με το ένα χέρι την φτέρνα πέρασε ένα δάκτυλό του άλλου χεριού από την πατούσα της μέχρι τα ακροδάκτυλα. Την αισθάνθηκε να ανατριχιάζει. Υστερα το δάκτυλό του γύρισε πίσω και ακολούθησε την εσωτερική γραμμή του ποδιού της μέχρι τη ρίζα του όπου βρήκε τον στόχο του. Οταν ξανανανέβηκε να την φιλήσει η μάσκα της αγγαρείας είχε φύγει από το πρόσωπό της. Ανταποκρίθηκε στο φιλί του και σε λίγο η κραυγή της βγήκε δυνατή αλλά δεν ξεπέρασε τους τοίχους του σπιτιού της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου