Η μκρή γαρίδα η διαφανής ζη σε πολύ ρηχά νερά και πολύ σπάνια υπερβαίνει τα πέντε εκατοστά σε μήκος. Είναι διαφανής αλλά φέρει στο σώμα της σκοτεινές ραβδώσεις και λίγες μπλε και πορτοκαλί βούλες στα άκρα της. Η εμφάνισή της προσφέρει αρκετή παράλλαξη γι αυτό δραστηριοποιείται το ίδιο την ημέρα και την νύκτα. Δεν έχει την ικανότητα να χώνεται στην άμμο όπως οι μεγαλύτερες ξαδέρφες της γι αυτό κρύβεται σε κοιλότητες από βράχους και πέτρες ή μέσα στα φύκια. Δεν παρουσιάζει κανένα εμπορικό ενδιαφέρον μόνο οι ερασιτέχνες ψαράδες την χρησιμοποιούν σαν δόλωμα ζωντανή για μουρμούρες, λαβράκια, τσιπούρες στα μέρη που μπορούν να την αποχιάσουν μέσα στα φύκια. Τις διατηρούν ζωντανες σ' ένα τρύπιο τενεκάκι που κρέμεται απ' την βάρκα. Πολλές φορές παρασέρνεται από τα κύματα και καταλήγει να ζη στις λιμνούλες των βράχων μαζί με καβουράκια και ψιλοψαράκια. Εκεί την κυνηγάνε με τις ώρες τα πιτσιρίκια να την πιάσουν στις χούφτες τους.
Μια μικρή γαρίδα διαφανής ζούσε στα ρηχά, στις σκιές των βράχων. Γνωριστήκαμε όταν έβαλα τα πόδια μου στο νερό και ήρθε να τα τσιμπήσει από περιέργεια, ήταν τρομερά μεγάλα για το μέγεθος της ώστε να τα δει σαν εχθρό, αυτή για εχθρούς ήξερε τα καβούρια με τις δαγκάνες και τα ψαράκια που ορεγότουσαν την τρυφερή της σάρκα. Αυτά όμως τα απέφευγε εύκολα με τις χορευτικές κινήσεις της μέχρι να κρυφτεί -θαλάσσιο κυκλάμινο- στου βράχου την σχισμάδα.
Σαν μπήκαν τα πόδια στο νερό η ξινή μυρουδιά τους έδιωξε φοβισμένα τα περισσότερα σπουργίτια της ακρογιαλιάς, ψαράκια, αχινούς και αστερίες. Τα καβουράκια μέσα στα κοχύλια και τα σαλιγκάρια της θάλασσας πήραν το σήμα και ξεκίνησαν σιγά-σιγά, θάκαναν ώρες για να φτάσουν, εξ άλλου μόνο νεκρά σώματα έτρωγαν και δεν είχαν πάρει το σήμα του θανάτου. Τα κανονικά καβουράκια το σκεπτότουσαν αλλά η μόνιμη φοβία τους δεν τα άφηνε να κάνουν το μεγάλο βήμα, το ίδιο κι ένα χταποδάκι που ξεμύτισε από το θαλάμι του αλλά το σκέφτηκε καλύτερα νικώντας την περιέργειά του.
Η μικρή γαριδα η διαφανής ξεκίνησε τοίχο-τοίχο γλυστρώντες με το πλάϊ μέσα στο νερό. Που και που τιναζότανε απότομα προς τα πίσω για να αποφύγει κάποιον φανταστικό αόρατο εχθρό σαν έπαιρναν σήμα από διαταραχή των νερών οι ευαίσθητες κεραίες της. Κάποια στιγμή έγειρε λοξά ώστε το χρώμα από τα πολυάριθμα ποδαράκια στο κάτω μέρος της κοιλιάς να ταιριάζουν με το χρώμα της άμμου και να την κάνουν δυσδιάκριτη και έτσι διήνυσε το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής της από τα βράχια μέχρι τα πόδια μου.
Στην αρχή ένοιωσα ένα ανεπαίσθητο γαργάλημα ειδικά όταν άρχισε να ψάχνει το κενό ανάμεσα στο μεγάλο δάκτυλο και το δεύτερο δάκτυλο, μετά ένα σχετικά οξύ τσίμπημα όταν αποφάσισε να δοκιμάσει αυτό το πελώριο λευκό που έβλεπε με τις μικροσκοπικές δαγκάνες της. Η κίνησή μου την έκανε να οπισθοχωρήσει επιφυλακτικά μα σύντομα επανήλθε. Αρχισα να κουνάω κατά διαστήματα τα δάκτυλα του ποδιού μου και κάθε φορά η γαριδούλα τιναζότανε ταραγμένη. Μετά από λίγο συνήθισε τις διαταραχές του νερού κι έχασε αρκετά από την επιφυλακτικότητά της. Ηταν η κατάλληλη στιγμή για να γονατίσω και να βαλω τις χούφτεςμου στο νερό. Εμεινα για λίγο ακίνητος για να την καθησυχάσω και μετά κάνοντας κούπα την κάθε μου παλάμη άρχισα να την πλησιάζω από δυο κατευθύνσεις.
Η μικρή γαριδούλα η διαφανής στριμώχτηκε στο πόδι μου ψάχνοντας για σχισμάδα να κρυφτεί. Λίγο-λίγο οι δυό μου παλάμες τις έκοβαν κάθε οδό διαφυγής αναγκάζοντας την ν' ανεβαίνει προς την επιφάνεια του νερού. Μ' ένα σάλτο και βγαίνοντας από το νερό ξέφυγε από την παγίδα των χεριών μου και κατευθύνθηκε πάλι προς τα πόδια μου. Η ίδια στρατηγική επαναλήφθηκε αλλά τώρα με τις παλάμες πιο κάθετα δυσκολεύοντας το πήδημα-διαφυγή. Λίγο πριν την επιφάνεια οι παλάμες έκλεισαν παγιδεύοντας την μικρή γαριδούλα. Το νερό κύλησε από τα ενωμένα χέρια, η γαριδούλα βρέθηκε σ' ένα αφιλόξενο περιβάλλον με τις κεραίες της κολημένες στο σώμα της να μην μπορούν να τις δώσουν πληροφορίες για το που βρίσκεται, ήταν σχεδιασμένες να λειτουργούν μόνο μέσα στο νερό.
Μια απότομη κίνηση χώρισε το κεφάλι από την ουρά κόβοντας το νήμα της ζωής της γαριδούλας. Η γλυκειά σάρκα της ουράς ήταν η ανταμοιβή του κόπου μου και μια μάταια προσπάθεια επιστροφής στα μικράτα μου, όταν όλος ο κόσμος έλαμπε και δεν υπήρχανε χαράτσια και μνημόνια να κόψουν ξαφνικά την ζωή μας στα δύο, όπως το σώμα της γαριδούλας. Εφτυσα τα τσόφλια από την γαριδούλα με την ίδια περιφρόνηση σαν να ήτανε ο εφοριακός του δικαστικού που ρύθμιζε τις προσαυξήσεις.
Σαν πραγματώθηκε η εκδίκηση στη φαντασίωσή μου, απέμεινε στο στόμα μια γλύκα, μια ζαλάδα στο μυαλό και της γαριδούλας το κεφάλι μέσα στο νερό να γίνεται τροφή για τις άλλες γαριδούλες, ίδια σαν τους ανθρώπους που μοιράζονται τα υπάρχοντα αυτού που φεύγει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου