Ο θείος μου κι εγώ δεν είχαμε συγγενική σχέση. Μόνο αγάπη κι αλληλοεκτίμηση ο ένας για τα προσόντα του άλλου και μια κοινή ροπή στην καλώς εννοουμένη αλητεία- αν μπορεί να περιγράψει κάποιος έτσι τις χίπικες συνήθειες δυο μεσηλίκων.
Φυσικά το "θείος" το χρώσταγε το ότι ήταν μεγαλύτερος αλλά και στην πολυετή θητεία του στο εξωτερικό που του είχε δώσει μερικά από τα χαρακτηριστικά του "θείου από το Αμέρικα", η γενναιοδωρία ήταν ένα από αυτά. Ο "ανηψιός" κρατούσε τις ισορροπίες με λεπτές επεμβάσεις όταν ήταν αναγκαίο στα έξοδα, ο θείος στα "έσοδα", δηλαδή στις γυναίκες που μπαίναν περιοδικά στην παρέα, σαν μεγαλύτερος ήταν περισσότερο εγκρατής.
Θαυμάζαμε το ωραίο σε όλες τις εκφάνσεις του από το άγουρο στήθος μιας δωδεκάχρονης κοπέλλας μέχρι το μολυβί χρώμα στα σύννεφα της καταιγίδας. Αυτό το χρώμα ήταν που μας τράβηξε στην κορυφή ενός λόφου να το θαυμάσουμε από "πιο κοντά" ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα, μαζί με δυο γυναίκες. Ανεβαίναμε γρήγορα να προλάβουμε το φως της μέρας ενώ τα σύννεφα μας πλησίαζαν από την αντίθετη κατεύθυνση. Οταν φτάσαμε είχαν σχεδόν καλύψει όλον τον ουρανό κι ένα ελαφρό αεράκι προειδοποιούσε για την δυνατή βροχή. Το τοπίο έπαιρνε όλες τις σκούρες αποχρώσεις των χρωμάτων και η θάλασσα φαινόταν μωβ με μικρά άσπρα κυματάκια. Μπορεί στον λόφο να υπήρχε σχεδόν νηνεμία αλλά κάτω φυσούσε. Τα στοιχεία της φύσης συνέχιζαν το ανακάτεμά τους περιμένοντας το ξέσπασμα που ήρθε με την λάμψη της πρώτης αστραπής. Αμέσως, σαν λυμένα σκυλιά γεροί άνεμοι ξεφύτρωσαν από παντού και χοντρές στάλες βροχής μας κτύπαγαν σχεδόν οριζόντια. Ηταν το ξεκίνημα της καταιγίδας το οποίο υποδεχθήκαμε ουρλιάζοντας από χαρά μέχρις ότου το τελευταίο τετραγωνικό εκατοστό υφάσματος στα ρούχα μας να πολλαπλασιάσει το βάρος του από το νερό που συγκρατούσε.
Οι γυναίκες μετά από μερικά επιφωνήματα θαυμασμού για όσα πρωτόγνωρα έβλεπαν, άρχισαν την γκρίνια για την βροχή, τους χάλαγε το ρίμμελ. Βρήκαμε καταφύγιο σε μια μισογκρεμισμένη στάνη λίγο πιο κάτω και θαυμάζαμε την θέα όπως αχνοφαινότανε πίσω από τις πυκνές σταγόνες της βροχής μέχρι το σκοτάδι να καλύψει τα πάντα. Βγάλαμε τα ρούχα μας να στεγνώσουν και αποφασίσαμε να περάσουμε τη νύχτα εκεί. Βολευτήκαμε με όσα πράγματα κουβαλούσαν οι γυναικείες τσάντες, τα χαρτομάντηλα ήταν τα πιο πολύτιμα από αυτά. Καμμιά φορά χωρίς φαΐ, χωρίς ποτό, χωρίς ρούχα, χωρίς φως και χωρίς κρεβάτι περνάς καλύτερα.
Μετά από λίγες ώρες ο ουρανός καθάρισε ενώ ένα φεγγάρι έφεγγε αρκετά. Οι γυναίκες θέλανε να τις συνοδεύσουμε στο χωριό αλλά εμείς είχαμε αποφασίσει να μείνουμε και τελικά φύγανε μόνες τους. Νοιώσαμε πιο ξανάλαφροι και χαζοκοιμηθήκαμε χωρίς τύψεις.
Την επαύριον της καταιγίδας, με το σκαρφάλωμα του ήλιου στη ράχη των βουνών είδαμε την θάλασσα. Ητανε ήρεμη, σαν να μη φύσηξε ποτέ άνεμος, γλυκοχρωματισμένη και ποθητή σαν την γυναίκα που κοιμάται ανάσκελα. Κατεβήκαμε τον λόφο τρέχοντας μέχρι την ακτή.
Προσκυνήσαμε και τραβήξαμε πέρα ψάχνoντας τα χνάρια που άφησαν οι αστραπές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου