Αφιερωμένο εξαιρετικά στον Γς
Σαν ήτανε μικρός τα πάντα αγαπούσε. Και το μπάνιο και τις ρακέττες και τον χορό και την βόλτα στο δάσος και το ψάρεμα. κι είχε σε κάθε ένα από αυτά και το δικό του ταίρι. Μ' άλλην εκολύμπαγε μακριά μέχρις ένα νησάκι, με άλλην έπαιζε ρακέττες και την μάθαινε, με άλλη χόρευε και τον μάθαινε και μ' άλλην επερπάταγε το βράδι στο δασάκι να λεν τα σώψυχά τους. Μόνο στο ψάρεμα επήγαινε μ' αρσενική παρέα υπακούοντας στα λόγια ενός ιρλανδέζου γερόλυκου που τον έπαιρνε μαζί του κάποτε στο ιστιοφόρο του αφήνοντας στην στεριά γυναίκα, κόρη κι εγγονή : στο σκαρί η γυναίκα είναι φασαρία και γρουσουζιά.
Εξ άλλου όλες μαζί δεν χωράγανε κι αν έβαζε την μία στο σκαρί θα ζήλευαν οι άλλες ενώ ήθελε να διατηρεί την ισορροπία μ' όλες τις φίλες του και μ' όλες ειχε τις ιδιαίτερες στιγμές του, στο νησάκι, στ' αποδυτήρια μετά τις ρακέττες, στις τουαλέττες της ντισκοτέκ και σαν έχαναν τον δρόμο στο δασάκι. Ηξερε πως αυτό δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα αλλά κοίταζε να το μακροημερεύσει όσο μπορούσε, είχε το χάρισμα να αναγνωρίζει τις ευτυχισμένες του στιγμές όσο τις ζούσε κι όχι μετά, σαν τους πολλούς ανθρώπους. Το μυστικό της επιτυχίας του δεν ήταν τόσο η μυστικότητα, λίγο-πολύ κάθε κοπέλλα κάτι θάχε ψυλλιαστεί, αλλά το ακριβοδίκαιο μοίρασμα του χρόνου του σε όλες και η ικανότητά του να τους φέρνεται σαν απλός φίλος όταν στην παρέα ήταν όλες μαζί.
Κάθε πράγμα έχει το κόστος του και το δικό του ήταν ο ύπνος. Η βόλτα στο δασάκι μετά την ντίσκο τέλειωνε κατά τις δύο και το ψάρεμα ξεκίναγε στις πέντε. Ο μεσημεριανός ύπνος γινότανε θυσία στις ρακέττες και τα κενά του πρωινού ήταν για να τον στέλνει η μάνα του στις δουλειές του σπιτιούαλλιώς αφιερωμένα στο ταίρι του στο μακρινο κολύμπι, τόσο ώστς να μην γφτάνουν εκεί οι αδιάκριτες ματιές. Κάθε 20ήμερο περίπου έπεφτε ξερός και κοιμότανε μια ολόκληρη ημέρα να γεμίσει τα κενά κι έτσι πέρναγε τους τρεις περίπου μήνες των καλοκαιρινών διακοπών του.
Αυτή η έλλειψη ύπνου έκανε δύσκολο το πρωινό ξύπνημα για ψάρεμα μέχρι που μερικές φορές παρακαλούσε μέσα του να φυσήξει ώστε να αναβληθεί αλλιώς ήταν αδύνατον να αντισταθεί στην πρόκληση της ήρεμης θάλασσας. Το πρωινό ξύπνημα το είχε αναλάβει ο συμψαράς του που δεν είχε τόσο εντατικό ωράριο όπως ο ίδιος, δεν είχε αντικείμενο. Κι επειδή μερικές φορές δεν άκουγε το σφύριγμά του, για να μην ξυπνήσουν τον υπόλοιπο κόσμο είχαν συμφωνήσει να τραβάει το σπαγκάκι που ήταν δεμένο στο μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του και που κρέμιότανε από το παράθυρο του δεύτερου ορόφου μέχρι σχεδόν το πεζοδρόμιο.
Η λύση ήταν έξυπνη αλλά αποδείχθηκε καταστροφική όταν ανακοινώθηκε μεγαλόστομα σ' όλη την παρέα μέσα στην ντισκοτέκ. Ο φίλος του, μόνο ψαράς και πατέρας της ιδέας, θέλησε να κλέψει λίγη από την δόξα του πολυάσχολου φίλου του.
Η πρώτη που τράβηξε το σκοινάκι στις τρεισίμιση το βράδυ ήταν η κοπέλλα της ντισκοτέκ, μάλλον επειδή είχαν πολλή κίνηση οι τουαλέττες εκείνο την νύχτα. Την καλωσόρισε αλλά είδε κι έπαθε να την διώξει πριν έρθει ο συμψαράς του και στο ψάρεμα κουτούλαγε. Του υποσχέθηκε πως δεν θα ξανάρθει νυχτιάτικα. Την επόμενη νύχτα ήρθε η "ρακέττες" στις τέσσερις, πράγμα που τον εξέπληξε, την θεωρούσε -μέχρι τότε- πιο συνεσταλμένη απ' όλες. Το αίσθημα της δίκαιης μοιρασιάς που τον διακατείχε δεν του επέτρεψε να την αφήσει παραπονεμένη, απέσπασε όμως κι απ' αυτήν υπόσχεση πως δεν θα επαναληφθεί.
Η τρίτη νυχτιά ήταν το βατερλό του. Ενοιωσε ένα τράβηγμα στο δάκτυλο του ποδιού του, είδε από το παράθυρο την "βόλτα στο δασάκι" και κατέβηκε αποφασισμένος να την διώξει γιατί μόλις πριν μια ώρα ήσαντε μαζί. Ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκε μπροστά στο ταίρι του στο μακρινό κολύμπι. Την αγκάλιασε τρυφερά ενώ έψαχνε τρόπο να την σουτάρει. Μισοζαλισμένος από το ξενύχτι δεν κατάλαβε πως για κάποιαν άλλη κατέβηκε με αποτέλεσμα η "βόλτα στο δασάκι" να βάλει τις φωνές και με το δίκιο της. Ανέλαβε να καθαρίσει η "μακρινό κολύμπι" και ο καυγάς γενικεύτηκε σαν πέρασαν από εκεί -εντελώς τυχαία- η "ντισκοτέκ" και η "ρακέττες"...
Καθισμένος σήμερα στο ίδιο πάντα μέρος πίνει το ουζάκι του και παίζει καμιά παρτίδα σκάκι αν βρεθεί αντίπαλος. Παρακολουθεί τα καλαμίδια του που είναι στεριωμένα σε δυο τρίποδες και πιάνει τίποτε ψαράκια που μπαίνουνε στα βρώμικα νερά του λιμανιού. Αρνείται πεισματικά να μπει σε βάρκα, δεν μπαίνει στην ντίσκο του χωριού κι είναι ο μόνος ίσως παραθεριστής που δεν κάνει την βόλτα του στο δασάκι. Για τις ρακέττες ούτε συζήτηση με τα αρθριτικά του. Εχει την φήμη του καλού ανθρώπου και του πιο πιστού συζύγου, δεν ρίχνει το βλέμμα του σε άλλη γυναίκα εκτός από την δικιά του. Μερικοί λένε πως ήταν το πρότυπο που είχε στο μυαλό του ο Χάϊνριχ Μπελ όταν περιέγραφε τον κλασσικό, μονογαμικό άνδρα σ' ένα βιβλίο του...
Σαν ήτανε μικρός τα πάντα αγαπούσε. Και το μπάνιο και τις ρακέττες και τον χορό και την βόλτα στο δάσος και το ψάρεμα. κι είχε σε κάθε ένα από αυτά και το δικό του ταίρι. Μ' άλλην εκολύμπαγε μακριά μέχρις ένα νησάκι, με άλλην έπαιζε ρακέττες και την μάθαινε, με άλλη χόρευε και τον μάθαινε και μ' άλλην επερπάταγε το βράδι στο δασάκι να λεν τα σώψυχά τους. Μόνο στο ψάρεμα επήγαινε μ' αρσενική παρέα υπακούοντας στα λόγια ενός ιρλανδέζου γερόλυκου που τον έπαιρνε μαζί του κάποτε στο ιστιοφόρο του αφήνοντας στην στεριά γυναίκα, κόρη κι εγγονή : στο σκαρί η γυναίκα είναι φασαρία και γρουσουζιά.
Εξ άλλου όλες μαζί δεν χωράγανε κι αν έβαζε την μία στο σκαρί θα ζήλευαν οι άλλες ενώ ήθελε να διατηρεί την ισορροπία μ' όλες τις φίλες του και μ' όλες ειχε τις ιδιαίτερες στιγμές του, στο νησάκι, στ' αποδυτήρια μετά τις ρακέττες, στις τουαλέττες της ντισκοτέκ και σαν έχαναν τον δρόμο στο δασάκι. Ηξερε πως αυτό δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα αλλά κοίταζε να το μακροημερεύσει όσο μπορούσε, είχε το χάρισμα να αναγνωρίζει τις ευτυχισμένες του στιγμές όσο τις ζούσε κι όχι μετά, σαν τους πολλούς ανθρώπους. Το μυστικό της επιτυχίας του δεν ήταν τόσο η μυστικότητα, λίγο-πολύ κάθε κοπέλλα κάτι θάχε ψυλλιαστεί, αλλά το ακριβοδίκαιο μοίρασμα του χρόνου του σε όλες και η ικανότητά του να τους φέρνεται σαν απλός φίλος όταν στην παρέα ήταν όλες μαζί.
Κάθε πράγμα έχει το κόστος του και το δικό του ήταν ο ύπνος. Η βόλτα στο δασάκι μετά την ντίσκο τέλειωνε κατά τις δύο και το ψάρεμα ξεκίναγε στις πέντε. Ο μεσημεριανός ύπνος γινότανε θυσία στις ρακέττες και τα κενά του πρωινού ήταν για να τον στέλνει η μάνα του στις δουλειές του σπιτιούαλλιώς αφιερωμένα στο ταίρι του στο μακρινο κολύμπι, τόσο ώστς να μην γφτάνουν εκεί οι αδιάκριτες ματιές. Κάθε 20ήμερο περίπου έπεφτε ξερός και κοιμότανε μια ολόκληρη ημέρα να γεμίσει τα κενά κι έτσι πέρναγε τους τρεις περίπου μήνες των καλοκαιρινών διακοπών του.
Αυτή η έλλειψη ύπνου έκανε δύσκολο το πρωινό ξύπνημα για ψάρεμα μέχρι που μερικές φορές παρακαλούσε μέσα του να φυσήξει ώστε να αναβληθεί αλλιώς ήταν αδύνατον να αντισταθεί στην πρόκληση της ήρεμης θάλασσας. Το πρωινό ξύπνημα το είχε αναλάβει ο συμψαράς του που δεν είχε τόσο εντατικό ωράριο όπως ο ίδιος, δεν είχε αντικείμενο. Κι επειδή μερικές φορές δεν άκουγε το σφύριγμά του, για να μην ξυπνήσουν τον υπόλοιπο κόσμο είχαν συμφωνήσει να τραβάει το σπαγκάκι που ήταν δεμένο στο μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του και που κρέμιότανε από το παράθυρο του δεύτερου ορόφου μέχρι σχεδόν το πεζοδρόμιο.
Η λύση ήταν έξυπνη αλλά αποδείχθηκε καταστροφική όταν ανακοινώθηκε μεγαλόστομα σ' όλη την παρέα μέσα στην ντισκοτέκ. Ο φίλος του, μόνο ψαράς και πατέρας της ιδέας, θέλησε να κλέψει λίγη από την δόξα του πολυάσχολου φίλου του.
Η πρώτη που τράβηξε το σκοινάκι στις τρεισίμιση το βράδυ ήταν η κοπέλλα της ντισκοτέκ, μάλλον επειδή είχαν πολλή κίνηση οι τουαλέττες εκείνο την νύχτα. Την καλωσόρισε αλλά είδε κι έπαθε να την διώξει πριν έρθει ο συμψαράς του και στο ψάρεμα κουτούλαγε. Του υποσχέθηκε πως δεν θα ξανάρθει νυχτιάτικα. Την επόμενη νύχτα ήρθε η "ρακέττες" στις τέσσερις, πράγμα που τον εξέπληξε, την θεωρούσε -μέχρι τότε- πιο συνεσταλμένη απ' όλες. Το αίσθημα της δίκαιης μοιρασιάς που τον διακατείχε δεν του επέτρεψε να την αφήσει παραπονεμένη, απέσπασε όμως κι απ' αυτήν υπόσχεση πως δεν θα επαναληφθεί.
Η τρίτη νυχτιά ήταν το βατερλό του. Ενοιωσε ένα τράβηγμα στο δάκτυλο του ποδιού του, είδε από το παράθυρο την "βόλτα στο δασάκι" και κατέβηκε αποφασισμένος να την διώξει γιατί μόλις πριν μια ώρα ήσαντε μαζί. Ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκε μπροστά στο ταίρι του στο μακρινό κολύμπι. Την αγκάλιασε τρυφερά ενώ έψαχνε τρόπο να την σουτάρει. Μισοζαλισμένος από το ξενύχτι δεν κατάλαβε πως για κάποιαν άλλη κατέβηκε με αποτέλεσμα η "βόλτα στο δασάκι" να βάλει τις φωνές και με το δίκιο της. Ανέλαβε να καθαρίσει η "μακρινό κολύμπι" και ο καυγάς γενικεύτηκε σαν πέρασαν από εκεί -εντελώς τυχαία- η "ντισκοτέκ" και η "ρακέττες"...
Καθισμένος σήμερα στο ίδιο πάντα μέρος πίνει το ουζάκι του και παίζει καμιά παρτίδα σκάκι αν βρεθεί αντίπαλος. Παρακολουθεί τα καλαμίδια του που είναι στεριωμένα σε δυο τρίποδες και πιάνει τίποτε ψαράκια που μπαίνουνε στα βρώμικα νερά του λιμανιού. Αρνείται πεισματικά να μπει σε βάρκα, δεν μπαίνει στην ντίσκο του χωριού κι είναι ο μόνος ίσως παραθεριστής που δεν κάνει την βόλτα του στο δασάκι. Για τις ρακέττες ούτε συζήτηση με τα αρθριτικά του. Εχει την φήμη του καλού ανθρώπου και του πιο πιστού συζύγου, δεν ρίχνει το βλέμμα του σε άλλη γυναίκα εκτός από την δικιά του. Μερικοί λένε πως ήταν το πρότυπο που είχε στο μυαλό του ο Χάϊνριχ Μπελ όταν περιέγραφε τον κλασσικό, μονογαμικό άνδρα σ' ένα βιβλίο του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου