Η Σάρα είχε μαζέψει τις μπογιές της στο κουτί τους κι
ετοιμαζότανε να φύγει όταν τον είδε. Αναταράχτηκε. Ελάχιστα πιο πριν ένοιωθε
κουρασμένη και ελαφρά ενοχλημένη. Aπό τις επτά το πρωΐ, έχοντας πιεί μόνο ένα ποτήρι γάλα ζωγράφιζε. Ηταν
καθισμένη στο παγκάκι μ΄ έναν τρίποδα μπροστά της, δέκα μέτρα από την θάλασσα,
κάτω από ένα πεύκο και τώρα κόντευε δώδεκα. Τα χρώματα στην παλέτα της είχαν
εξαντληθεί, σπάνιο πράγμα γι' αυτήν συνήθως έφευγε μετά τις εννιά, ήθελε
όμως να του δώσει ακόμα μια ευκαιρία. Της είχε πει πως θα επέστρεφε αυτό το σαββατοκύριακο
και είχε καρφωθεί στο σημείο που της πρωτομίλησε, περιμένοντάς τον.
Τυπική εγγλέζα του νότου η Σάρα, μόνο το μικρό στήθος της
χαλούσε την παράδοση, είχε συνδυάσει έξυπνα την δουλειά της με τις διακοπές.
Είχε εξασφαλίσει μέσω κάποιων γνωστών της δωρεάν διαμονή για δυο μήνες σ' ενα
ωραίο παραθαλάσσιο μέρος όπου ζωγράφιζε καθημερινά τοπία που θα τα πούλαγε
στην επόμενη έκθεσή της. Είχε τελειώσει αρκετά έργα όταν άρχισε να
συνειδητοποιεί πως υπήρχαν κι άλλες ανάγκες. Η συχνή επαφή με την θάλασσα, ο ήλιος,
ο μεσογειακός αέρας, η καυτή άμμος την έκαναν να θέλει να πλέξει και ένα
ρομάντζο στα πενήντα της, ο δε Λωτ- έτσι τον έλεγαν- θα ήταν ότι έπρεπε. Ο Λωτ
είχε την γενειάδα που πάντα ήθελε η Σάρα, βέβαια δεν πίστευε πως ένα μικρό
χελιδόνι μπορούσε να βγει από κει μέσα, δεν ήταν τόσο ωραίος για να τον
ερωτευθεί, απλά ήταν ο μόνος που της έδειξε κάποιο ενδιαφέρον.
Ο Λωτ είχε όντως ξανάρθει στο χωριό αλλά το πρωΐ του
Σαββάτου δεν την θυμήθηκε και πήγε για ψάρεμα όπως έκανε πάντα. Είχε γυρίσει σπίτι του και πίνοντας τον δεύτερο καφέ της ημέρας σκεφτότανε σε ποιό μέρος να
πάει για μπάνιο, όταν ξαφνικά το μυαλό του γύρισε στην Σάρα. Κοίταξε το ρολόϊ
του, κόντευε δώδεκα. "Πολύ αργά" σκέφτηκε αλλά θέλοντας να φανεί
συνεπής στα λόγια του ξεκίνησε να πάει εκεί που την είχε πρωτοδεί. Θυμότανε
αμυδρά το πρόσωπό της αλλά πολύ έντονα τα μαλλιά και την επιδερμίδα της. Δεν
είχε βγει ποτέ μέχρι τα εξήντα του με κοκκινομάλλα και τόχε απωθημένο αυτό το
χρώμα στο μαλλί, μα και τις διάσπαρτες φακίδες στο πρόσωπο.
Την είχε προσέξει την προηγούμενη Κυριακή να ζωγραφίζει
καθισμένη στο παγκάκι, την είχε μελετήσει απ' όλες τις πλευρές με την
ησυχία του καθώς ήταν απορροφημένη στην δουλειά της. Αποφάσισε πως ήταν πολύ
κοντά σ' αυτό που του ταίριαζε. Την πλησίασε ευγενικά με μια μοναδική επιφύλαξη μη τυχόν του βγει καμιά ψηλή, όλα κι όλα στις γυναίκες προτιμούσε πάντα τις
μικρόσωμες. Οταν η Σάρα, με το ενάμισυ της μέτρο, σηκώθηκε να συστηθούνε, του
φάνηκε σαν να είδε μια λεωφόρο στρωμένη με τριαντάφυλλα, ήτανε βέβαιος
πως μια καινούργια σελίδα θα άνοιγε στην ζωή του. Τώρα βέβαια, στο δρόμο για το
παγκάκι της, δεν ήταν καθόλου σίγουρος γι αυτό, η αυτοπεποίθηση και τα
αισθήματα είναι πολύ ευμετάβλητα στις μεγάλες ηλικίες. Τελικά όμως
καρδιά του πετάρισε μόλις διέκρινε τα συμπράγκαλά της κάτω από το δένδρο.
Οταν ο Λωτ ξαναπλησίασε την Σάρα δεν άνοιξαν οι ουρανοί ούτε
σκίστηκε η γη. Κατά μείζονα λόγο δεν ακούσθηκε κάπου μια φωνή από ψηλά και δεν
φάνηκε κάποιο άλλο σημάδι. Πλέοντας στην αμηχανία του την ρώτησε αν γράφει τ'
όνομά της μ' ένα "h" στο τέλος ή όχι και χάρηκε από την καταφατική
απάντησή της, από μέσα του θα την έλεγε πάντοτε Σαράχ, όπως μια φαντασίωσή του. Με τα μάτια καρφωμένα
στο χώμα για να μη προδοθεί η ταραχή του, κανόνισε στα γρήγορα ένα ραντεβού για
το βράδυ να φάνε στον κήπο του. Και για την Σάρα αυτή η γρήγορη διευθέτηση ήταν
σαν λύτρωση από την δικιά της κούραση κι αμηχανία. Δεν είχε ενδοιασμούς να πάει
στο σπίτι του με την πρώτη, τον είχε κόψει για εντάξει άνθρωπο, εξ άλλου είχε
πάρει και τις πληροφορίες της από τους γείτονες τις προηγούμενες μέρες.
Σήκωσε γρήγορα τα πράγματά της και ξεκίνησε για το σπίτι της
να ξεκουρασθεί. Είχε τονωθεί το ηθικό της που ήρθε και της άρεσε που τον έλεγαν
Λωτ. Δεν ήταν βέβαια αδερφός του πρώην άντρα της, του Εϊμπ, αλλά ήταν μια
βολική σύμπτωση γιατί αυτό που είχε αποφασίσει να κάνει η Σάρα το έβλεπε σαν
αναδρομικό κεράτωμα και τι καλύτερο όταν και το όνομα ακόμα τύχαινε να είναι
σχετικό.
Ο Λωτ μέσα στη θάλασσα σκηνοθετούσε το ραντεβού του με την
Σάρα στον κήπο . Έψαχνε την καλύτερη λύση πως να την πλησιάσει, χωρίς
επιτυχία. Τελικά αποφάσισε να το αφήσει στο ένστικτό του και βάλθηκε να
μαζέψει τα θαλασσινά μεζεδάκια για το βράδυ, φούσκες, κυδώνια κι αχινούς, αυτό
τον ηρέμησε.
Την είδε να κατεβαίνει τα σκαλιά όπως ερχόταν προς το μέρος
του. Του άρεσε έντονα η εικόνα της, το ανάλαφρο ντύσιμο της, τα απαλά
χρώματά της. Δίνοντάς του το χέρι του χαμογέλασε ζεστά και τότε την
φίλησε στα πεταχτά στα χείλη, ζήτησε όμως την άδεια της για να χαϊδέψει τα
μαλλιά της. Του ξαναχαμογέλασε μ' ένα καταφατικό νεύμα. Περπατώντας
δίπλα-δίπλα, με τα χέρια τους να κάνουν τις πρώτες αναγνωριστικές μικροεπαφές,
συζήταγαν διάφορα πράγματα μέχρι να φτάσουν στον κήπο του. Ένα τραπεζάκι και δυο
καρέκλες κάτω από την κρεβατίνα τους περίμεναν. Τα θαλασσινά και το ουζάκι
ανέλαβαν μετά τα περισσότερα. Ακούγονταν συνέχεια επιφωνήματα θαυμασμού από
τον Λωτ για την ομορφιά της και από την Σάρα για τους μεζέδες, Τα ποτηράκια
άδειαζαν με ταχύ ρυθμό, τα βλέματα άρχισαν να βαραίνουν και τα κορμιά τους
πλησίασαν. Έχοντας πάρει την απόφασή της η Σάρα, της ήταν αδιάφορο τι σκεφτόταν
ο Λωτ γι αυτήν αλλά όταν οι παλάμες του χαϊδεψαν τον λαιμό της, πριν
αναπόφευκτα κατέβουν παρακάτω, τον κοίταξε σοβαρά προσπαθώντας να μαντέψει αν
προσποιείται ή αν πραγματικά του άρεσε τόσο πολύ. Ο Λωτ κάπου έπιασε την σκιά
στο βλέμμα της.
" Είσαι όμορφη, για μένα είσαι η πιο όμορφη και
δεν με νοιάζει καθόλου αν το στήθος σου λόγω ηλικίας έχει πέσει, θα μου
αρέσει περισσότερο έτσι γιατί θάναι πιο φυσικό και πιο ταιριαστό με τα χρόνια
σου" της ψιθύρισε. "Αλήθεια ;" ξεφώνισε χαρούμενη η Σάρα. Έβαλε
τα χέρια της μέσα στο πουκάμισό της και απελευθερωμένη τα έβγαλε μαζί με το
σουτιέν της.
Δεν το ξανάβαλε ποτέ, μέχρι να χωρίσουν οι δρόμοι τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου