.
1. Πρόλογος
Κει που τελειώνει ο ωκεανός στο άλλο ημισφαίριο –λένε- υπάρχει μιά ομαλή ακτή γιά τους ναυαγούς. Την προτιμάνε από τα απόκρημνα βράχια και καθώς εκεί η αμμουδιά και το νερό λειώνουν το ένα μέσα στ’ άλλο, μπορείς να βγείς ακόμα και περπατώντας. Λίγο πιό πέρα όμως, στα πέντε μέτρα μπροστά, απλώνεται ένας μαντρότοιχος ψηλός, σ’ όλο το μήκος της ακτής, διαφυγή καμιά, πρέπει να τον περάσεις ή να γυρίσεις πίσω στην θάλασσα. Κανένας ναυαγός δεν ήξερε τι είναι πίσω από τον τοίχο, ο καθένας φανταζότανε ό,τι του έλειπε εκείνη τη στιγμή : άλλος φαΐ, άλλος κρασί, άλλος γυναίκες. Μερικοί από τους ναυαγούς νομίζανε ότι ήταν στο νησί των θησαυρών, διαμάντια και πολύτιμους λίθους φέρνανε στην φαντασία τους, τον τοίχο δεν τον υπολόγιζαν. Τρώγανε λίγες αχιβάδες και καβούρια, να πάρουνε δυνάμεις, ξαπλώνανε στον ήλιο κι’ ετοιμαζότουσαν γιά το μεγάλο σάλτο. Κι ‘ ο τοίχος όμως ετοιμαζότανε. Χρόνια τώρα και καιρούς έβαζε στοίχημα με τον εαυτό του πως κανείς ανάξιος δεν θα περάσει. Και έβαζε όλη του τη τέχνη. Αλλού γινόταν γλιστερός αλλού αγκάθια έβγαζε, αλλού υποχωρούσαν τα στηρίγματα του μέχρι οι υποψήφιοι κατακτητές να πέσουν κάτω. Γιατί έτσι τους έβλεπε, σαν άγριους εποικιστές, νηστικούς να φάνε το φαΐ του, διψασμένους να πιούν το κρασί του, στερημένους να χαρούν τις γυναίκες του και πάντα άρπαγες, ν’ αρπάξουν το θησαυρό του. Και τότε αυτός ψήλωνε κατά βούληση για να μην τους αφήσει. Στους πιό επίμονους διεκδικητές έκανε το μεγάλο κόλπο: έπαιρνε τα χρώματα και την υφή του ωκεανού, τους τρόμαζε, τους θύμιζε το χτες -θάλασσα σκούρα κι’ ουρανός μονάχα- σα ναυαγοί χάνανε τον προσανατολισμό τους κι αντί γιά πάνω, προς τα κάτω ή τα πλάγια σκαρφαλώνανε απελπισμένα. Στο τέλος τη λουρίδα της άμμου λατρεύανε κι’ εγκαταλείπανε τη προσπάθεια.
1. Πρόλογος
Κει που τελειώνει ο ωκεανός στο άλλο ημισφαίριο –λένε- υπάρχει μιά ομαλή ακτή γιά τους ναυαγούς. Την προτιμάνε από τα απόκρημνα βράχια και καθώς εκεί η αμμουδιά και το νερό λειώνουν το ένα μέσα στ’ άλλο, μπορείς να βγείς ακόμα και περπατώντας. Λίγο πιό πέρα όμως, στα πέντε μέτρα μπροστά, απλώνεται ένας μαντρότοιχος ψηλός, σ’ όλο το μήκος της ακτής, διαφυγή καμιά, πρέπει να τον περάσεις ή να γυρίσεις πίσω στην θάλασσα. Κανένας ναυαγός δεν ήξερε τι είναι πίσω από τον τοίχο, ο καθένας φανταζότανε ό,τι του έλειπε εκείνη τη στιγμή : άλλος φαΐ, άλλος κρασί, άλλος γυναίκες. Μερικοί από τους ναυαγούς νομίζανε ότι ήταν στο νησί των θησαυρών, διαμάντια και πολύτιμους λίθους φέρνανε στην φαντασία τους, τον τοίχο δεν τον υπολόγιζαν. Τρώγανε λίγες αχιβάδες και καβούρια, να πάρουνε δυνάμεις, ξαπλώνανε στον ήλιο κι’ ετοιμαζότουσαν γιά το μεγάλο σάλτο. Κι ‘ ο τοίχος όμως ετοιμαζότανε. Χρόνια τώρα και καιρούς έβαζε στοίχημα με τον εαυτό του πως κανείς ανάξιος δεν θα περάσει. Και έβαζε όλη του τη τέχνη. Αλλού γινόταν γλιστερός αλλού αγκάθια έβγαζε, αλλού υποχωρούσαν τα στηρίγματα του μέχρι οι υποψήφιοι κατακτητές να πέσουν κάτω. Γιατί έτσι τους έβλεπε, σαν άγριους εποικιστές, νηστικούς να φάνε το φαΐ του, διψασμένους να πιούν το κρασί του, στερημένους να χαρούν τις γυναίκες του και πάντα άρπαγες, ν’ αρπάξουν το θησαυρό του. Και τότε αυτός ψήλωνε κατά βούληση για να μην τους αφήσει. Στους πιό επίμονους διεκδικητές έκανε το μεγάλο κόλπο: έπαιρνε τα χρώματα και την υφή του ωκεανού, τους τρόμαζε, τους θύμιζε το χτες -θάλασσα σκούρα κι’ ουρανός μονάχα- σα ναυαγοί χάνανε τον προσανατολισμό τους κι αντί γιά πάνω, προς τα κάτω ή τα πλάγια σκαρφαλώνανε απελπισμένα. Στο τέλος τη λουρίδα της άμμου λατρεύανε κι’ εγκαταλείπανε τη προσπάθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου