Με μούσι τον καιρό της χούντας
Το περίμενε πως και πώς να τελειώσει το Λύκειο και να αφήσει γένια. Δεν ήταν μόνο λόγοι αισθητικής, το εξαιρετικά λεπτό του δέρμα υπέφερε από τα ξυραφάκια, μετά από κάθε ξύρισμα κοκκίνιζε και πρηζότανε σαν να είχε φάει μια ντουζίνα χαστούκια. Επρεπε να περάσει μισή ώρα για να εμφανισθεί σαν άνθρωπος. Όταν στις 21 Απριλίου του 67 η «εθνοσωτήριος» έπαιρνε πραξικοπηματικά τα ηνία του κράτους δεν φανταζότανε τι επίδραση θα είχε στις τρίχες του προσώπου του. Κι’ όμως…
Η χούντα είχε άποψη επί παντός επιστητού και φυσικά πάντοτε ανάλογη του μορφωτικού επιπέδου των πρωταγωνιστών της. Οσον αφορούσε την εμφάνιση των γυναικών περιορίσθηκε στο μήκος της φούστας, διαφωνώντας κάθετα με τις προτάσεις της Μαίρης της Κουάντ για το μίνι. Εχουν αποτυπωθεί σκηνές απείρου κάλλους με τον Παττακό να μετράει το μάκρος της φούστας των γυναικών στον δρόμο, αλλά επειδή στην στρατιωτική χούντα δεν υπήρχαν γυναίκες, δεν υπήρχε και γυναικείο πρότυπο για προβολή. Αντίθετα σους άνδρες - και συγκεκριμένα στον τομέα της τριχοφυΐας - υπήρχαν το μοντέλο του κουστουμαρισμένου και πάντοτε φρεσκοκουρεμένου Παπαδόπουλου με το α λα Χίτλερ μουστάκι του και το μοντέλο του εντελώς φαλακρού και πάντοτε κόντρα ξυρισμένου Παττακού.
Ξεπερνά τα όρια της φαντασίας το πόσο επηρεάζει η εικόνα του ηγέτη τα γούστα του λαού, ήταν κάτι που θα το καταλάβαινε πολύ αργότερα, όταν η μισή Ελλάδα φόραγε το ζιβάγκο του Αντρέα. Τότε με την τηλεόραση στα σπάργανα και τα περιορισμένα θέματα που έδειχνε, η επίδραση της εικόνας του Παπαδόπουλου και η συχνότητα των διαγγελμάτων του καθόριζε και τα εμφανισιακά πρότυπα στις περισσότερες οικογένειες.. Στην δική του οικογένεια, αφού άκουσε μερικά σχόλια περί εμφάνισης κομμουνιστοσυμμορίτη, εαμοβούλγαρου και τα σχετικά, είχε μια φαεινή ιδέα : έκλεισε τον ήχο της τηλεόρασης την ώρα που μίλαγε ο δικτάτορας. Ηταν τόσο γελοίες οι κινήσεις του που ο πατέρας του δεν ήταν δυνατόν να συγκρατήσει τα γέλια. Μέχρι τότε όλη η προσοχή του ήταν στο να καταλάβει τις ασυνάρτητες ελληνικούρες που αμόλαγε ο Παπαδόπουλος και όπως γίνεται συνήθως, επειδή πολλές δεν τις καταλάβαινε, τις θεωρούσε πολύ σπουδαίες. Οι ιστορικοί του μέλλοντος μπορεί να αποφανθούν αν ήθελε και τάλεγε ώστε να προκαλέσει τον εκ της απορίας θαυμασμό ή του ξέφευγαν, αλλά ο πατέρας του απαλλάχτηκε από την «επαναστατική» επιρροή και συναίνεσε στο μούσι του γιού του. Την ίδια μέθοδο, του ακατάληπτου, ακολούθησαν και κάποιοι σκηνοθέτες εκείνη την εποχή κερδίζοντας φεστιβαλικά βραβεία, η φοβισμένη κριτική επιτροπή φοβότανε μήπως αδικήσει κανένα αριστούργημα και βράβευε ότι δεν καταλάβαινε !!
Πέρα όμως από το στενό οικογενειακό περιβάλλον οι τρίχες δεν έτυχαν τη ανάλογης υποδοχής. Ο γενειοφόρος αντιμετωπιζότανε ως εν δυνάμει ύποπτος για την ασφάλεια του καθεστώτος, με αποτέλεσμα τις συχνότατες επισκέψεις στο αστυνομικό τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων με μόνη αιτιολογία το μούσι. Μάλιστα οι περισσότεροι φίλοι του τον έκοψαν από παρέα γιατί τους έσερναν κι αυτούς κάθε τόσο στο τμήμα μόνο και μόνο επειδή κάθονταν στο ίδιο τραπέζι της Φωκίωνος Νέγρη με τον «ύποπτο» μουσάτο.
Το βιολί της κυψελιώτικης προσαγωγής του, στο τότε τμήμα της οδού Υακίνθου, βάστηξε πάνω από δυο χρόνια. Το αποκορύφωμα ήταν όταν τον πιάσανε την ώρα που άνοιγε την πόρτα του σπιτιού του με το κλειδί. Ο «μυστικός» που τον είχε χρεωθεί έμενε λίγα σπίτια πιο πάνω και μια που τον είδε περνώντας, τον θυμήθηκε. Η διαδικασία στο τμήμα ήταν πάντοτε η ίδια : στην αρχή «πιάνο» με τα δακτυλικά αποτυπώματα, μετά κάποιες τυπικές ερωτήσεις, λίγο στουπί για το σκούπισμα των χεριών και η καθιερωμένη αναμονή μέχρι να έρθουν τα αποτελέσματα των αποτυπωμάτων από την ασφάλεια. Δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πως οι μπάτσοι μάλλον καλαμπούριζαν για να περνάνε την ώρα τους, έπρεπε απλά να συμπληρώσουν κάποιον αριθμό προσαγωγών για να φανεί πως κάνουν την δουλειά τους. Το κατάλαβε τυχαία. Σε ένα γεμάτο μπλόκο, περισσότερα από είκοσι άτομα, θεώρησε ότι είχε «αρχαιότητα» λόγω των πολλών συλλήψεων και ζήτησε να δώσει πρώτος αποτυπώματα. Ο «δικός» του μυστικός τον διέταξε χαιρέκακα να μπει τελευταίος στην σειρά μόλις του θύμισε ότι ακριβώς το προηγούμενο βράδυ είχε προσαχθεί ξανά από τον ίδιο. « Λες να έγινα σήμερα καταζητούμενος» τον ρώτησε χωρίς να πάρει απάντηση. Λόγω του μεγάλου πλήθους, σαν τελευταίος στην σειρά δεν χωρούσε στην αίθουσα οπότε βρέθηκε στις σκάλες που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο της Τμήματος. Από εκεί μπορούσε να δει τον δρόμο και την ελευθερία του. Το καλοσκέφτηκε, πήρε το πιο αθώο ύφος του και πέρασε καμαρωτός από τον φρουρό της εξωτερικής πόρτας πηγαίνοντας σπίτι του. Ισως ήταν σύμπτωση αλλά δεν τον πήρανε ποτέ ξανά για αποτυπώματα από τότε !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου