Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

Βέρντι...

Είναι μια επιλογή από τις όπερες του Βέρντι, με χρονική σειρά και έναν-κατά την κρίση μου- χαρακτηρισμό. Ακολουθεί ένα κομμάτι από κάθε όπερα.

1. Η πιο παλιά.................................................................Oberto, conte di Bonifacio

2. Η πιο αποτυχημένη.....................................................Un giorno di regno



3. Η πιο επαναστατική....................................................Nabucco

4. Η πιο θρησκευτική.....................................................I Lombardi a la prima crocciata

5. Η πιο δραματική ........................................................Ernani



6. Η πιο ρομαντική.........................................................I due Foscari

7. Η πιο εξωτική.............................................................Alzira

8. Η πιο πατριωτική........................................................ Attila

9. Η πιο θεατρική.............................................................Macbeth



10. Η πιο κλασσική...........................................................Luisa Miller

11. Η πιο ποιοτική...........................................................Rigoletto

12. Η πιο αναγνωρίσιμη ..................................................Il Trovatore

13. Η πιο δημοφιλής .......................................................La Traviata



14. Η πιο αντιστασιακή.....................................................Vespri Siciliani



15. Η πιο πολιτική............................................................Simone Boccanegra

16. Η πιο μελωδική..........................................................Un ballo in maschera

17. Η πιο ιστορική..............................................................La forza del destino

18. Η πιο φιλοσοφημένη....................................................Don Carlos

19. Η πιο χλιδάτη..............................................................Αida

20. Η πιο παθιασμένη.......................................................Otello

21. Η πιο χαρούμενη.........................................................Falstaff







Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Η φωτογραφία

 

Τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις, ένας imagemaker φέρνει το πουλαίν του για φωτογράφιση


- Το ξεφτισμένο στις ραφές
πουκάμισο- μετάξι
χώστο μεσ' στο καβάλο
Κουμπί δεν έχει το κολλάρο
το παπιγιόν να σφίγγει
Κι’ η τρύπα απ’ το τσιγάρο ούτε που φαίνεται.

Σακάκι σμόκιν
και ταινία θαλασσιά
διαγώνια στο στήθος
Παράσημο στο πέτο

Λεκές δερματικός
καφέ
στο πάνω μέρος του λαιμού - Υπάρχει το φουλάρι.
Στη μέση ο ζωστήρας, φτηνός κροκόδειλος.
Η τσάκιση στο παντελόνι, αυτή μετράει

ά ψ ο γ η.


Πενθούντα νύχια άκοφτα
- Βάλε τα χέρια μεσ’ στις τσέπες, το ρολόι να φαίνεται
-Το ρολόι, σταματημένο είναι !
- Κανένας δεν ρωτά τι ώρα είναι.

Καπέλλο επίσημο και δανεικό
- Μα να φοράμε ψηλό καπέλλο
και νάμαστε ξυπόλυτοι ;;
- Φωτογράφε, μη πάρεις τα πόδια !


- Η στάση του κορμιού
τα πάντα καθορίζει
έξω το στήθος
μέσα το πηγούνι


- Χαμογελάστε, παρακαλώ...



με πλάγια ο imagemaker, με έντονα ο πολιτευτής, με υπογραμμισμένα ο φωτογράφος

Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Η Νίτσα, η μανιόλια και τα χόρτα της

Το παρόν διήγημα πρωτοδημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του  Νίκου Σαραντάκου "οι¨λέξεις έχουν την δική τους ιστορία"  (  https://sarantakos.wordpress.com/ )



Το όνομά της ήταν Νίτσα χωρίς να διευκρινισθεί η προέλευσή του. Το Ελένη και Ουρανία ήταν τα πιο πιθανά αλλά σε κάθε ερώτηση των νεαρών αξιωματικών η απάντηση ήταν κοφτή "Νίτσα με λένε".
Ηταν κάθε μέρα καθισμένη μπροστά στη γραφομηχανή της, μέσα στο άσπρο κεντητό πουκάμισό της, με τον κλασσικό κότσο στα μαλλιά και τον χρυσό σταυρό να κρέμεται στο στήθος της, που φυσικά "νικούσε κι όλα τα κακά σκορπούσε". Φούστα φαρδειά και μακριά, τσάντα μεγάλη κι ούτε κραγιόν από καλλυντικά. Υφος ψυχρό κι ενοχλημένο, βλέμμα απόμακρο αλλά με κάποιες σπιθίτσες αμφιβολίας για τους προσεκτικούς παρατηρητές. Η μιλιά της τυπική.
Μοιραζότανε με τους τρεις νεοφερμένους αξιωματικούς θητείας, την αίθουσα καθηγητών της σχολής που ήταν φανερά διακοσμημένη στο γούστο της, με εικόνες του Χριστού και αγίων και σεμνά αγριολούλουδα στα βάζα. Το κέντρο εκπαίδευσης μονίμων υπαξιωματικών ναυτικού χρησιμοποιούσε για τα μαθήματα κλασσικής παιδείας στρατεύσιμους πτυχιούχους, κατα προτίμηση βαθμοφόρους γιατί οι μαθητές, οι ναυτόπαιδες, ήταν ζόρικοι. Ενα μεγάλο ποσοστό από αυτούς ήταν ανεπιθύμητα παιδιά από διαλυμένες οικογένειες που τα "παρκάρανε" δωρεάν στις στρατιωτικές σχολές. Το καταλάβαινε κάποιος όταν είχαν εξόδου κι έβλεπε πολλά παιδιά να μην βγαίνουν γιατί δεν είχαν που να πάνε. Τον καθηγητή δεν τον φοβότουσαν αλλά τους βαθμοφόρους τους έτρεμαν μην τους ρίξουν φυλακή. Ενας φρέσκος στρατεύσιμος αξιωματικός κάποτε ρώτησε ένα από αυτά τα παιδιά
 - Εχεις μητέρα ;
- Οχι, απάντησε το παιδί, έχει πεθάνει.
- Κι ο πατέρας σου ; ξαναρώτησε.
- Είναι φυλακή.
- Γιατί ;
- Γιατί σκότωσε τη μάνα μου !

Οι τρεις διδάσκοντες στρατεύσιμοι αξιωματικοί είχαν τα γραφεία τους μαζί με την δακτυλογράφο, οι  διδάσκοντες στρατεύσιμοι υπαξιωματικοί και ναύτες δεν είχαν τέτοιες πολυτέλειες, ανήκαν αλλού.
Η Νίτσα κοκκίνιζε μέχρι τ' αυτιά της όταν οι νεαροί μιλώντας ελεύθερα χρησιμοποιούσαν τις καθημερινές "κακές" λέξεις όπως διάολε, μαλάκα, γαμώτο και σταματούσε το κτύπημα στη μηχανή της. Η Νίτσα δεν είχε συναντήσει ποτέ αυτές τις λέξεις στην Καινή Διαθήκη και διαμαρτυρήθηκε στον Διευθυντή Σπουδών (Δ.Σ.). Ο Δ.Σ. , πρώην δάσκαλος που προτίμησε την σιγουριά του στρατού από τις μεταθέσεις και το καθημερινό μάθημα στα δημοτικά, φώναξε τους νεαρούς στο γραφείο του :
- Ρε παιδιά, μην την τσιγκλάτε την αραχνιασμένη και μας κάνει καμιά κασκαρίκα. Υπάρχει καλύτερο βόλεμα από δω ;  Δευτέρα στις 11 έρχεστε, Παρασκευή στις 11 φεύγετε, 12 διδακτικές ώρες όλες κι όλες, κάθε μέρα εξόδου κι ο μισθός να πέφτει, σε σχολείο διπλάσια θα δουλεύατε και δεν θάχατε το Σάββατο ελεύθερο ! Κάντε μια προσπάθεια να μην την ενοχλείτε, μη μας καρφώσει και χάσουμε την βολή μας.

Η στρατιωτική σχολή ήταν μέσα στην νησιώτικη πόλη. Εποχές προ έητζ, με τριακόσους ενεργούς άντρες και χίλιες πεντακόσιες τουρίστριες να αλλάζουν κάθε Πέμπτη στη σεζόν που άνοιγε τον Μάρτη κι έκλεινε τον Δεκέμβρη. Ολη η πόλη επαγγελματικά είχε προσαρμοσθεί σ' αυτήν την κατάσταση, ο τουρισμός είχε χαλάσει τα πατροπαράδοτα αρβανίτικα ήθη. Οι έχοντες την οικονομική άνεση έστελναν τα κορίτσια σχολείο στην Αθήνα. Η θέση της ντόπιας γυναίκας ήταν εξαιρετικά δύσκολη γιατί γινότανε άμεση σύγκριση με τις ξένες που ερχότουσαν για την "εβδομάδα του σεξ". Επρεπε ή να λειτουργήσουν σαν τις ξένες ή να σηκώσουν απόρθητα τείχη σαν την Νίτσα, η εκκλησία ήταν απαραίτητο βοήθημα στην δεύτερη επιλογή.

Από τους τρεις νεαρούς μόνο ο ένας κατάφερνε να μην λέει τις λέξεις που ενοχλούσαν την Νίτσα κι έτσι σιγά-σιγά άρχισε να τον ξεχωρίζει. Αυτός προσπαθούσε να δικαιολογήσει τους συναδέλφους του λέγοντας πως ναι μεν είναι κακές λέξεις αλλά δεν τις εννοούν, όταν κάποιος λέει γαμώτο, δεν υπονοεί την σεξουαλική πράξη και τέτοια. Μετά προθυμοποιήθηκε να της υπαγορεύει τα κείμενα που αντέγραφε για να τελειώνει πιο γρήγορα την δουλειά της. Αρχισε έτσι να κερδίζει την εμπιστοσύνη της, στο λέγε-λέγε ο νεαρός την είδε να κρυφοχαμογελά μια φορά που του ξέφυγε ένα γαμώτο και την άλλη μέρα του πρόσφερε ένα λουλούδι μανιόλιας !!
Εντυπωσιάσθηκε ο νεαρός, δεν είχε ξαναδεί ούτε ξαναμυρίσει τόσο μεγάλο και τόσο ωραίο λουλούδι. Το δούλεμα από τους άλλους δυο νεαρούς πήγαινε σύννεφο αλλά τότε ήταν που είδαν το πρώτο σημάδι της μεταμόρφωσης της Νίτσας. Ηταν ένα πρωΐ που η Νίτσα έλειπε κι ένας νεαρός αξιωματικός είχε την φαεινή ιδέα να πάρει  τηλέφωνο από το γραφείο του την Γενική Επιστασία και να ρωτήσει με άγριο ύφος :
- Ηρθαν  οι  ναυτοπρόσκοποι ;
Φυσικά το έκλεισε αμέσως  σκασμένος στα γέλια που πάγωσαν όταν είδε την Νίτσα στην πόρτα μ' ένα ερωτηματικό στο βλέμμα. Εν τω μεταξύ ένας χαμός επικρατούσε στο στρατόπεδο που έπρεπε να ευπρεπισθεί στα γρήγορα, να αγορασθούν αναψυκτικά για το κέρασμα και να βρεθούν στρατεύσιμοι ομιλούντες την γαλλικήν γιατί μέσα στο χαμό κάποιος είπε κάτι για γάλλους ναυτοπρόσκοπους και έγινε πιστευτός. Έκείνη την ώρα κανένας δεν έψαχνε ποιός έκανε το πρώτο τηλεφώνημα αλλά μετά από δυο ώρες που κατάλαβαν πως δεν θα ερχότουσαν οι ναυτοπρόσκοποι άρχισε το ψάξιμο. Οταν το τηλέφωνο κτύπησε στο γραφείο καθηγητών το σήκωσε η Νίτσα και κοιτάζοντας έντονα στα μάτια τον νεαρό σημαιοφόρο, διαβεβαίωσε τον διοικητή πως κανένας δεν τηλεφώνησε από εκεί. Μετά από αυτό, κι αφού ο δράστης ενημέρωσε τους άλλους δυο για την γενναία πράξη της Νίτσας, οι τέσσερις τους γίνανε μια παρέα στο γραφείο κι όταν ο Δ.Σ. άκουσε την Νίτσα να  λέει "ασ'το διάλο" σταυροκοπήθηκε και ρώτησε με τρόπο αν την είχανε μεθύσει.

Η Νίτσα, σαν αγαθή και φιλεύσπλαχνη χριστιανή, προθυμοποίηθηκε να πλένει και να σιδερώνει την στολή του "δικού της"αξιωματικού, γιατί "στο στεγνοκαθαριστήριο δεν κάνουνε σωστή δουλειά" ενώ σε καθημερινή βάση στο διάλειμμα, κατά τις 10, έβγαζε ένα ταπεράκι με πίττες και μεζεδάκια για ...μπρέκφαστ, κι από τότε που προσκλήθηκε κι ο Δ.Σ., φιλοτιμήθηκε να φέρνει αυτός  το κρασί ή το τσίπουρο. Οι συζητήσεις είχαν ανοίξει αρκετά πλέον, σε θέματα αδιανόητα πριν λίγους μήνες, εκείνο που δεν άνοιξε ποτέ ήταν το πρώτο κουμπί του πουκαμίσου που της ζητούσε ο Δ.Σ. Το οχυρό του κότσου είχε πέσει  όταν της το ζήτησε ο νεαρός που ξεκίνησε την μεταμόρφωσή της πάνω στο τσούγγρισμα των ποτηριών. Το όνομά της το ψιθύρισε στο αυτί του κι αυτός, τάφος σκέτος, δεν το μοιράστηκε ποτέ του με κανένα από τους συμπότες του.

Οταν τελείωσε την θητεία του η Νίτσα του είπε πως θα του κάνει ένα δώρο. Το δώρο ήταν μια τσάντα χόρτα που τα μάζεψε η ίδια ακολουθώντας μια παμπάλαια μυστική συνταγή. Δεν ήταν από ένα είδος, ήταν από πολλά είδη αλλά σε ορισμένη αναλογία το καθένα. Τα έβρασε η μάνα του που κι αυτή έμεινε έκπληκτη από το αποτέλεσμα, δεν είχε φάει ποτέ νοστιμότερα χόρτα. Το ίδιο κι ο κάποτε αξιωματικός που δεν θυμότανε πια ούτε το πρόσωπο ούτε το όνομα της δακτυλογράφου, αλλά τα χόρτα της δεν τα ξέχασε ποτέ. Αγόρασε όμως ένα δενδρύλιο μανιόλιας και τόβαλε στον κήπο του νάχει τα άνθη της στις αρχές του Ιούνη, να τα μυρίζει και να τα θαυμάζει

Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Το 24ωρο ενός μπογιατζή

Διήγημα μου, που μπορείτε να διαβάσετε στον ιστότοπο που δημοσιεύθηκε και σχολιάσθηκε, στην διεύθυνση :

https://sarantakos.wordpress.com/2019/03/17/gpoint-6/

Πάντοτε υπάρχουν και χειρότερα...

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Ο μπάρμπα-Θύμιος τα χρόνια της χούντας

Η  βαρκούλα, με τους δυο νεαρούς μέσα, γυρίζοντας από το κοντινό ψάρεμα, μέσα στον όρμο του λιμανιού, ήρθε κι έδεσε δίπλα στην καμπινάτη βάρκα. Ο γέρος που ήταν μέσα ρώτησε κλασσικά :
- Είχε τίποτε ;
Ο ένας νεαρός έδειξε στον μπάρμπα- Θύμιο ένα λυθρινάκι ίσαμε το δάκτυλό του :
- Να τέτοια ψάρια είχε...
- Τι να σου κάνει κι ετούτο το πεδίον, απάντησε ο γέρος, ψαρεύεται συνεχώς, δεν αφήνουν τα ψάρια να μεγαλώσουν. Παλαιόθεν είχε καλά ψάρια, μέχρι και αστακούς έπιανα. 
- Αστακούς ;
- Ναι, ερυθροφαίους με κυανάς παρειάς !

Ο μπάρμπα-Θύμιος συνταξιούχος αστυνομικός διευθυντής- του Τμήματος Ηθών- προσπαθούσε να μιμηθεί τον δικτάτορα στις ελληνικούρες. Οπως οι περισσότεροι το φαιό το πέρναγε για καφέ χρώμα, δεν φανταζότανε πως η φαιά του ουσία είχε μια ταπεινή γκρίζα απόχρωση. Λεπτομέρειες. Η χούντα τον είχε αξιοποιήσει ορίζοντάς τον πρόεδρο του ναυτικού ομίλου του χωριού. Η γενική γραμμή ήταν "κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο" αλλά σ' αυτό το παραθαλάσσιο χωριό αντί για γυμναστήριο κτίσανε μια αποθήκη για τα σκάφη και ένα αναψυκτήριο από πάνω, το βάπτισαν ναυτικό όμιλο, έφιαξαν και μια επιτροπή με πρόεδρο τον μπάρμπα-Θύμιο και μέλη που δεν ξαναπάτησαν παρά μόνο όταν είχανε καμιά εκδήλωση, για το κέρασμα. Αθλητές δεν είχανε και τα κωπηλατικά σκάφη δεν βγήκανε ποτέ από την αποθήκη. Εφιαξαν όμως μια προβλήτα που απάγγιαζε μια χαρά και φέρανε τις ψαρόβαρκες τους οι κάτοικοι. 

 Ο άλλος νεαρός είπε στον μπάρμπα-Θύμιο :
- Πιάσαμε βέβαια κι αυτά... και σήκωσε δυο λυθρινάρες της μισής οκάς η καθεμιά.
Ο μπαρμπα-Θύμιος στραβοκατάπιε.
- Μπράβο σας, ψέλλισε και χώθηκε στην καμπίνα της βάρκας του. Υπήρχε πάντοτε ένας άτυπος συναγωνισμός ανάμεσα στους ερασιτέχνες ψαράδες που άραζαν τις βάρκες τους εκεί. Ο ίδιος σπάνια έπιανε κάνα λυθρινάκι που του το τηγάνιζε ο καφετζής του ομίλου.

Το αναψυκτήριο του ομίλου ήταν ο τόπος συγκέντρωσης της νεολαίας του χωριού, κυρίως της αθηναϊκής που πέρναγε τα καλοκαίρια της εδώ, και της ντόπιας, όσης δεν φοβότανε να συγχρωτισθεί μαζί της. Ισως το υποχρεωτικό πηλίκιο που φοράγανε στο σχολείο να είχε παίξει τον ρόλο του στα αγόρια, τα τοπικά κορίτσια δεν τα άφηναν οι μανάδες τους σε μικτές παρέες. Είχε μέρος για βουτιές, μέρος για ρακέττες, καμπίνες και τον γερο-Χαράλαμπο να φιάχνει καφέδες και να σερβίρει πορτοκαλάδες και ουζάκια.Υπήρχε μια κάποια κακή φήμη στους μεγάλους για τους νεαρούς πρωτευουσιάνους που καπνίζανε, ακούγανε ροκ και χορεύανε με τα κορίτσια της παρέας. Ισως να οφειλότανε στα κουτσομπολιά του Χαράλαμπου που μάταια το πάλευε μήπως και γίνει τίποτε με τις πιτσιρίκες κι έβγαζε έτσι το άχτι του. Τους έλεγε διάφορα περί της μεγάλης του πείρας από την ζωή, αλλά -φανερά τουλάχιστον- δεν τσίμπησε καμιά. Τις σπάνιες φορές που ερχότανε καμιά τουρίστρια της τάριχνε στο αγγλικό. Της έδειχνε τον Παρνασσό απέναντι και αναστέναζε " Δις ιζ Ντέλφι, δη όμφαλους οφ δη ερθ " και τέτοια, μέχρι να τον μαζέψει ο πρώην αστυνομικός διευθυντής. 

Ο μπάρμπα-Θύμιος είχε πάρει με καλό μάτι τους νεαρούς γιατί δεν εύρισκε άλλους να ακούσουνε τις ιστορίες του, οι χωρικοί τον είχανε στην άκρη, δεν εμπιστεύονταν τους αστυνομικούς. 
Ο υπενωματάρχης και οι χωροφύλακες δεν τολμούσανε να κάτσουν μαζί μ' έναν αξιωματικό της αστυνομίας, ακόμα κι όταν ήταν στην σύνταξη. Υπήρχε και μια άλλη φήμη που τον συνόδευε, ο μπακάλης και μοναδικός προμηθευτής πετρελαίου στο χωριό ορκιζότανε πως ποτέ δεν είχε αγοράσει πετρέλαιο από αυτόν.
- Και πως κινεί την βάρκα ;
- Λένε πως σηκώνεται πολύ πρωί, πριν ξυπνήσουν οι ψαράδες και παίρνει λίγο-λίγο πετρέλαιο από όλες τις άλλες βάρκες να μην τον καταλάβουνε και βολεύεται.

- Οι άντρες στις χριστιανικές κοινωνίες έχουν την ευκαιρία μέχρι τα σαράντα τους να βάλουνε μυαλό, ύστερα είναι αργά, έλεγε  με ύφος Νέστορα ο μπάρμπα-Θύμιος στους νεαρούς.
- Στις μουσουλμανικές κοινωνίες η ευκαιρία του άντρα να βάλει μυαλό είναι μέχρι να παντρευτεί. Αμα δεν διαλέξει σωστά του δίνει η θρησκεία του το δικαίωμα να παντρευτεί και δεύτερη φορά κι αυτός νομίζει πως τώρα τάχα ξέρει να διαλέξει γυναίκα και φορτώνεται δεύτερο βαρίδι, μπορεί και τρίτο αν έχει τα λεφτά. Είναι το ίδιο με τις γυναίκες στον τόπο μας. Σημασία έχει με ποιόν θα πρωτοπάνε, εκεί κρίνονται. Αμα στραβοδιαλέξει τον πρώτο κι όλοι οι άλλοι πάρτον ένα και κτύπα τον άλλον θα είναι και θα γυρίζει χωρίς να στεριώνει πουθενά, σαν την άδικη κατάρα. Αυτά τα ξέρανε οι παλιοί γι αυτό είχανε τα συνοικέσια και γι' αυτό η εκκλησία μας δεν επιτρέπει δευτεροπαντρειές σε άντρες και γυναίκες. Να δούμε τώρα αν η Εθνική Κυβέρνηση μπορεί να μας ξαναγυρίσει στον σωστό δρόμο από τις ανηθικότητες των αριστερών!

Οι νεαροί δεν τον χώνευαν αλλά δεν του τόδειχναν για να μη τους διώξει από τον χώρο, ο όμιλος ήταν περίπου ιδιοκτησία του. Ενα βράδυ, οι πιο τολμηροί από αυτούς σπάσανε την κλειδαριά και μπήκαν στην καμπίνα της βάρκας του. Του πήραν τις δυο πετονιές που είχε και τρία πακέττα 555-θρή φάιβς- τα εγγλέζικα τσιγάρα που κάπνιζε. Τις πετονιές τις πέταξαν, δεν ήταν σόι, τα τσιγάρα τα κάπνισαν κρυφά. Ενας βούτηξε στο νερό και προσπάθησε να βγάλει τον πίρο της βάρκας, να την βουλιάξει, μα δεν τα κατάφερε.
Την άλλη μέρα ο μπάρμπα -Θύμιος τους έλεγε πως του κλέψανε τέσσερις πετονιές και πέντε πακέττα τσιγάρα- από τα ακριβά.
- Θα τους βρώ που θα μου πάνε, αλήτες είναι, όχι καλά παιδιά όπως εσείς !
Το φούσκωμα των κλοπιμαίων παρέσυρε και τα τελευταία απομεινάρια της εκτίμησης των νεαρών.

Οι κάτοικοι του Γαλαξιδιού είχαν νοοτροπία νησιώτικη. Στην ουσία δεν υπήρχε δρόμος που να τους ενώνει με την υπόλοιπη Ελλάδα, η συγκοινωνία γινότανε με καΐκια μέχρι την κοντινή πολιτεία, την Ιτέα, μισή ώρα δρόμο, τρεις φορές την ημέρα. Η χούντα υλοποίησε ένα νατοϊκό σχέδιο κι έφιαξε έναν δρόμο όλο παραλία να ενώνει δυό μέρη που η διαδρομή τους στα Φωκικά του Παυσανία περιγράφεται σαν άθλος. Το νατοϊκό σκεπτικό ήταν να μπορούν να κάνουν απόβαση σε όλη την ακτογραμμή της Στερεάς Ελλάδας. Το έργο το ανέλαβαν ο Σκαπανέας με την ΜΟΜΑ.  Το ονόμασαν Εθνική Οδός Ιτέας-Ναυπάκτου και ήταν ένας άθλιος δρόμος, αλλά δρόμος ! Η χούντα κέρδισε την συμπάθεια των τοπικών πληθυσμών, ιδίως εκείνων των αρβανίτικων χωριών από το Γαλαξίδι μέχρι την Ναύπακτο που ήταν κτισμένα στα βουνά για τον φόβο των πειρατών και τώρα που κατέβηκαν στην θάλασσα, στον δρόμο ελληνοποίησαν τα ονόματά τους... πρώην Βίδαβη, Κίσελη, Βιτρινίτσα κ.λ.π.  δόσανε την θέση του σε εύηχα ονόματα όπως Αγιοι Πάντες, Πάνορμος και Ερατεινή. Ο δρόμος έκανε κάποια χρόνια να ενώσει τα δυό κομμάτια του στην Χαμοπάσα, η Κακιά Σκάλα ωχριά μπροστά της. (*)
Υπήρξε κάποια δυσαρέσκεια των ντόπιων στον "πολιτισμό" που έφερε το άνοιγμα του δρόμου, ένα δείγμα ήταν οι ονομασίες των δρόμων του Γαλαξιδιού, απαραίτητες για τους ξένους που τώρα μπορούσαν να έρθουν οδικώς.  Εκεί που ξέρανε το καντούνι του Αγίου Νικολάου, τον δρόμο της αγοράς και την πλατεία, τα Μανουσάκια- φαίνεται θα φυτρώνανε κάποτε εκεί- είδανε με έκπληξη κάτι μπλε ταμπέλες, οδός 21ης Απριλίου, οδός Εθνεγέρσεως, πλατεία Ηρώων και τέτοια. Ηταν μια ενόχληση στον συντηρητισμό τους.
Αλλά μεγαλύτερη ήταν η έκπληξη των κατοίκων όταν κάποιο πρωΐ είδαν μουτζουρωμένα τα ονόματα των δρόμων και από πάνω γραμμένα οδός Δημοκρατίας, οδός Συγγρού, οδός Πειραιώς και άλλα μη εθνικόφρονα. Η έκπληξη έγινε απέχθεια όταν μάθανε πως το ίδιο βράδυ  κάποιοι είχαν ζωγραφίσει στον πίσω τοίχο του κτιρίου της χωροφυλακής ένα κατακόκκινο σφυροδρέπανο !
Τέλος, σκάρτα εκατό  μέτρα από ένα σπίτι, το Μητροπουλέϊκο, στον μοναδικό τοίχο που είχε απομείνει από το κάποτε μπακάλικο, κάτω από την επιγραφή : 
ΟΙΝΟΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ  
"Ο ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΟΣ"
κάποιος είχε γράψει με μπογιά, μια λέξη μοναχά :
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Η χωροφυλακή πέρασε στο ντούκου το θέμα, ασβέστωσε το σφυροδρέπανο αμέσως και κατέβασε τις μουτζουρωμένες και ξαναγραμένες πινακίδες προς ικανοποίηση των ντόπιων που δεν τις χώνεψαν ποτέ. Η λέξη ελευθερία καλύφθηκε με μαύρη μπογιά λίγες ώρες μετά, από ενέργειες κατοίκων με εθνικόφρονες ανησυχίες. Αποκατεστάθη η τάξις ! Το θέμα ξεχάστηκε σιγά-σιγά. Μόνο κάποιοι νεαροί επέμεναν να κουρδίζουν τον πάλαι ποτέ αστυνομικό διευθυντή πως είναι θέμα τιμής να βρεθούν "οι αλήτες που τα έκαναν" και τον καλούσαν να αναλάβει δράση. Κι αυτός να τους λέει πως δεν έχει πληροφοριοδότες στο χωριό- ποτέ τους δεν τον συμπάθησαν οι ντόπιοι, ήταν γαλαξιδιοτόγαμπρος- κι αν θέλουν οι νεαροί μπορούν να βοηθήσουν, αν τυχόν ακούσουν κάτι.
- Είμαι σίγουρος πως είναι οι ίδιοι αλήτες που έκλεψαν τις πετονιές και τα τσιγάρα από την βάρκα μου, έλεγε.

Και δεν είχε άδικο αλλά δεν τόμαθε ποτέ.

(*) 
https://
www.youtube.com/watch?v=pm1k2LlTIQc&ab_channel=ifantisteo
Διευκρίνηση : Η διήγηση στηρίζεται σε μεγάλο μέρος από αληθινά γεγονότα. Η αναγραφή της λέξης ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ σε τοίχο έγινε  μετά το γνωστό ποίημα της Κωστούλας Μητροπούλου "ο Δρόμος" που μελοποίησε ο Μάνος Λοΐζος, δεν ήταν η αφορμή.


Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

Η θεια



Θα ήταν δέκα η ώρα το βράδυ όταν ένα χέρι τον τράβηξε απ' το μπράτσο.
- Πάμε !
Το ύφος του φίλου του δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Παράτησε σύξυλη την κοπέλλα να συνεχίσει μόνη  της τον χορό και τον ακολούθησε. Στον δρόμο ο φίλος του εξήγησε πως μια γιαγιά βρέθηκε στην θάλασσα και την προλάβανε πριν πνιγεί αλλά είχε πιει νερό και είχανε την χρεία του. Ο φίλος του ήταν φοιτητής της ιατρικής, για τους απλοϊκούς χωρικούς ήταν ήδη γιατρός. Τον ήθελε μαζί του γιατί είχε πικρή πείρα από τους κατοίκους του χωριού, ήθελε κάποιον να μπορέσει να συνενοηθεί μαζί του, αν του τύχαινε ανάγκη από βοήθεια.
Δεν τον πολυάκουγε. Στο μυαλό του είχε ακόμα τις αναλογίες της κοπέλλας, στο μπλουζ μελετούσε το ανάγλυφό της συνοδεία μουσικής και τον διέκοψε. Αλλά η φιλία ήταν πάνω από τέτοια.

Ηταν μια παράξενη μέρα. Είχε αποφασίσει να μεθύσει για να δει πως είναι, μέχρι τότε δεν τα είχε καταφέρει. Στηριζότανε στην παρουσία του φίλου του, του φοιτητή της ιατρικής, όχι τόσο για τις γνώσεις του όσο για την αντοχή του στο ποτό. Ηθελε νάναι σίγουρος πως κάποιος θα τον φρόντιζε αν μέθαγε.  Ο φίλος του είχε έναν εκπληκτικό σωματότυπο, νόμιζες πως ήταν ο μίστερ-Ελλάς ενώ δεν γυμναζότανε καθόλου !! Είχε τέτοια δύναμη και αντοχές που θεωρούσε απίθανο το να μεθύσει ποτέ.
Είχαν ξεκινήσει το απόγευμα με μπίρες και παγωτά στο αναψυκτήριο, μετά ουζάκια με μεζέδες στο καφενείο και κρασί με μακαρονάδα στην μοναδική ταβέρνα του χωριού. Ο "γιατρός" είχε φάει διπλή μερίδα αλλά το στομάχι του ήτανε πλάκα λες κι ήταν νηστικός ! Το βράδυ, στο πάρτυ όπου τους αναζήτησαν, αυτός έπινε βότκα, ο "γιατρός" ουίσκι αλλά ακόμα ήταν κι οι δύο εντελώς νηφάλιοι.

Στο σπίτι της γιαγιάς κόσμος πολύς κι ανήσυχος υποδέχθηκε τον "γιατρό" και τον "βοηθό" του. Τους έκαναν χώρο να περάσουν στο δωμάτιο όπου είχαν ξαπλωμένη την γιαγιά με στεγνά ρούχα και βγήκαν έξω κλείνοντας την πόρτα. Η γιαγιά είχε κλειστά μάτια κι αρνιόταν να μιλήσει. Σε μια μαύρη μαντήλα είχαν τυλίξει τα μαλιά της, έξω από το σκουτί που την σκέπαζε περίσσευαν οι κάλτσες στα πόδια της, μαύρες κι αυτές . Το πρόσωπό της κέρινο, όλο ρυτίδες, τα μάτια της τα είχε σφαλιστά.
Μετά από κάποιες προσπάθειες ο "γιατρός" είδε κι απόειδε, κατάλαβε πως δεν θα του μιλήσει. Της έβαλε θερμόμετρο στο στόμα και της πήρε τον σφυγμό. Φαινότανε να είναι καλά αλλά θέλησε να μάθει περισσότερα. Της ξεκούμπωσε την πουκαμίσα κι έβαλε το αφτί του πάνω στην γυμνή σάρκα του στήθους της ν' αφουγγρασθεί την καρδιά της. Ο "βοηθός" έμεινε άναυδος. Οι ζάρες του προσώπου της αραίωναν στον λαιμό και εξαφανιζότουσαν στο στέρνο. Και πιο κάτω ολόρθα δυο μικρά στήθια κάτασπρα, πιο λαχταριστά κι από δεσποινίδας, λεία, με τέλεια συμμετρικές ρόγες. Ηταν περισσότερο από σίγουρο πως ποτέ τους ήλιος δεν τα είδε, μάλλον ούτε και άλλο αντρικό βλέμμα. Ενας κρυμμένος θησαυρος. Ο "γιατρός" ατάραχος έκανε την εξέτασή του και την ξαναέντυσε, μετά μαζί με τον "βοηθό" του πήγαν στους συγκεντρωμένους συγγενείς της για τις οδηγίες.

Από τις διηγήσεις των συγγενών της μάθανε την ιστορία της. Μικρή αρραβωνιάστηκε ναυτικό που μπάρκαρε και χάθηκε στα νερά του Ινδικού. Μια που δεν βρέθηκε το πτώμα του, πάντοτε μια ελπίδα ζωντανή υπήρχε στην γιαγιά πως θα γυρίσει - της τόχε υποσχεθεί. Δεν ξανακοίταξε άλλον για άντρα. Πέρασε μια ζωή σαν κόρη περιμένοντας τον και μετά σαν θεία που φρόντιζε τ' ανήψια της, μέχρι που με τα χρόνια έγινε θεια για τα καλά. Ετσι φώναζαν στο χωριό όλες τις γριές.
- Θα λαχτάρησε φαίνεται  η θεια να δροσίσει τα πόδια της και μπήκε στο νερό, νύχτα ήταν και κάπου θα παραπάτησε, έβγαλε το συμπέρασμα ο αρχηγός των συγγενών. Αφού λες πως είναι εντάξει, όλα καλά, γιατρέ μου, ευχαριστούμε και να πας στο καλό.

Γύρισαν πίσω στο πάρτυ και το πιοτό. Ο "βοηθός" δεν είχε κέφι να χορέψει, έπινε μόνο. Ηταν συγκλονισμένος από το απρόσμενο θέαμα που του έτυχε. Δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί τι κρυβότανε κάτω από τα ρούχα μιας θειας. Η βότκα του ζωγράφιζε τα στήθια της όλο και πιο έντονα, περισσότερο από απορία και θαυμασμό, παρά από επιθυμία.

Αισθάνθηκε να τον τραβάνε από το μπράτσο ξανά. Αυτή την φορά τα πράγματα ήταν άσχημα. Κόντρα σε όλα τα προγνωστικά ο "γιατρός" ήταν τύφλα στο μεθύσι. Δεν ήταν σε θέση να περπατήσει. Μαζί με έναν εθελοντή τον κρέμασαν από τους ώμους τους και τον πήγαν σπίτι του. Τα πόδια του σέρνονταν στο χώμα, το παντελόνι του ήταν λερωμένο. Περασμένες δύο τη νύχτα βγήκε η μάνα του να τον παραλάβει. Τράβηξε πρώτα τα μαλλιά της και μετά έκανε γροθιά το χέρι της με προτεταμένο τον διπλωμένο δείχτη, τον έβαλε μέσα στα δόντια της κι άρχισε το μοιρολόι " Αάχ, τι του κάνατε του παιδιού μου, πως τον καταντήσατε έτσι τον γιατρό μου, τον επιστήμονά μου, άι,άι, άιιι". Τα δυο παιδιά την ηρέμησαν, τον περιποιήθηκαν και τον έβαλαν για ύπνο. Μετά χώρισαν οι δρόμοι τους, ο "βοηθός" πήρε τον παραλιακό να αναπνεύσει λίγο δροσερό αέρα.

Οπως περπάταγε κουρασμένος και μισοζαλισμένος του φάνηκε πως είδε στο φεγγαρόφωτο μια σκιά να κινείται μέσα στην θάλασσα προς τα κει που βάθαιναν τα νερά. Είχε δει φευγαλέα για να κρίνει αλλά ώσπου να συγκεντρωθεί δεν φαινότανε τίποτε πια. Απ' το μυαλό του πέρασε πως μπορεί και να του φάνηκε, είχε πιεί αρκετά, μπορεί ακόμα η σκιά να έφτασε στα άπατα και να μη φαινότανε πια. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά, οι ατμοί της βότκας έκαναν τον ύπνο απαιτητικό.

Το μεσημέρι που ξύπνησε άκουσε την καμπάνα της. Αυτή την φορά η θεια τα κατάφερε.

πρωτοδημοσιεύτηκε στις 11-2-2018 στον ιστότοπο  https://sarantakos.wordpress.com



Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Της πετονιάς καμώματα



Εχω μια συνήθεια : δεν μπορώ να κάνω μπάνιο χωρίς μάσκα και βατραχοπέδιλα πάνω από 5 λεπτά, ενώ με τα τσαμασίρια μου ξεχνάω να βγω. Μ' αρέσει να ψάχνω για χταπόδια, για μύδια, για δολώματα αλλά γενικά, όταν ψάχνεις...βρίσκεις.  Σε προ κρίσης εποχές τα χαρτονομίσματα ήταν σε ημερήσια διάταξη- έχουν και μια ιδιότητα μέσα στο νερό, απλώνουν και γίνονται ευδιάκριτα. Ασύλληπτο ρεκόρ μου σε μια ερημική παραλία, τρία δεκαχίλιαρα απλωμένα στην άμμο σαν πετσετάκια...Με το ευρώ σφίξαν τα πράγματα, μόνο μια φορά ένα πενηντάρικο και κάτι ταλληροδεκάρικα στη χάση και τη φέξη. Πάνε οι καλές εποχές που βούταγε ο κόσμος με τα χιλιάρικα στα μαγιό. Κατά τα άλλα μαχαίρια, ταψιά (!), κινητά, βραχιόλια κ.λ.π., ήταν και είναι στην ημερησία διάταξη.
Εκεί όμως που γίνεται χαμός είναι στα βαρίδια και τις σκαλωμένες πετονιές που έχω την συνήθεια να τις μαζεύω τυλίγοντας τες στο σκουπόξυλο που βαστάω - με μια τρίαινα στην άκρη για χταπόδια και σουπιές. Τις ξετυλίγω μετά σπίτι, τις ματίζω και δένω μ' αυτές πέτρες που ρίχνω για ρεμέτζο σε τόπους που αν ρίξεις άγκυρα αποκλείεται να την σηκώσεις αλλά φυσικά κρατάνε καλά ψάρια. Εννοείται πως δεν σηκώνω πίσω την πέτρα, αν δεν έχει ρεύματα να σπάσουν την πετονιά τότε της δένω ένα φελουδάκι και την χρησιμοποιώ κι άλλη φορά. Δεν ξεκινάω για τέτοιο ψάρεμα με λιγότερο από τρεις πέτρες με τις αντίστοιχες πετονιές.
Τα βαρίδια όλο και λέω πως θα τα λιώσω να κάνω δικά μου όπως τα θέλω κι όλο εκεί βρίσκονται.

Κολύμπαγα στα ρηχά μιας βραχονησίδας την επαύριο μιας μεγάλης θαλασσοταραχής όταν είδα  στον πάτο μια πετονιά κι άρχισα να την τυλίγω στο καμάκι. Σε λίγο είδα κι έναν σαργό σε αφύσικη στάση, λογικό μια που ήταν αγκιστρωμένος στο κομμάτι από ένα παραγάδι που είχε εξωκείλει, δεν ήταν πετονιά αυτό που βρήκα. Τελικά ήταν καμμιά εικοσαριά αγκίστρια με δυο καλούς σαργούς, ένα σπαράκι  κι έναν τεράστιο τρουπολόγο. Σπίτι τύλιξα το κομμάτι από το παραγάδι σε μια πλαστική μπουκάλα του νερού, έφαγα βραστό τον τρουπολόγο  και διαολίστηκα στη σκέψη πως εκεί που κολύμπαγαν τα καπή του χωριού, μου είχε πει ο γιός μου πως είχε δει τσιπούρες να σκάβουν την άμμο μεσημεριάτικα.  Αφού το καλοσκέφτηκα, έσπασα καμιά εικοσαριά πορφύρες τις έβαλα σ' ένα σακουλάκι, πήρα το μπουκάλι με το παραγάδι και μπήκα στο νερό. Πλησιάζοντας τις γραίες βούτηξα στον πάτο κι έδεσα την άκρη σε μια πέτρα του βυθού. Υστερα απομακρυνόμενος από εκεί που κολυμπούσαν ξετύλιγα από το μπουκάλι, δόλωσα τα υπόλοιπα αγκίστρια, πήρα μια άλλη πέτρα για τέρμα και κολύμπαγα με τεντωμένο το παραγάδι προς το σημείο που ήθελα να είναι το τέρμα του. Σε δυο ώρες που ξαναβούτηξα είχε τέσσερις μισόκιλες τσιπούρες τις οποίες ξαγκίστρωνα στον πάτο κι έβαζα στην σακούλα που έχω στην μέση για τα χταπόδια. Μία μου την κοπάνησε στο ξεψάρισμα, δεν πρόλαβα να τις κόψω τα σπάραχνα. Το παραγαδάκι παρέμεινε στον πάτο όπου κάθε τόσο το δόλωνα "εν πλω" αλλά τωρα μόνο σαργουδάκια και λιγδοπούλες μου έδινε. Είχε χάσει και κάποια αγκίστρια, είχαν μείνει μόνο καμιά δεκαπενταριά κι ο καιρός άρχισε να κρυώνει δεν ήταν να βουτάς άλλη ώρα εκτός από το μεσημέρι. Το σκέφτηκα και αποφάσισα να του βάλω τσαμαδούρες και να το χειρίζομαι από την βάρκα αλλά νάναι κρυφό γιατί υπήρχε ακόμα κόσμος που έκανε μπάνιο. Πράγματι έδεσα στις πέτρες της αρχής και του τέλους από ένα σκοινί που σταμάταγε μια οργιά κάτω από την επιφάνεια του νερού και συνέχιζε με λεπτή πετονιά που τέλειωνε σ' ένα φελλό από μπουκάλα του κρασιού. Τραβούσα με προσοχή την πετονιά μέχρι να πιάσω το σκοινί , ανέβαζα την πέτρα, έπιανα την πετονιά, ξανάριχνα την πέτρα και ξεψάριζα-ξαναδόλωνα το παραγάδι  από την βάρκα. Ετσι μπορούσα να το σηκώσω το σούρουπο ή το χάραμα, ώρες που δεν ήταν κατάλληλες για μπάνιο όταν και αν κατάφερνα να βρω τον φελλό της αρχής ή του τέλους, πράγμα σχεδόν αδύνατο αν η θάλασσα δεν ήτανε λάδι. Ετσι έχασα δυο τρεις μέρες στο περίμενε μέχρι που ένα βραδάκι βρήκα τον φελλό κι άρχισα να σηκώνω το παρατημένο  παραγαδάκι. Μια περκούλα ήταν πιασμένη κι όπως την ξεψάριζα είδα κάτι να ασπρίζει δυο-τρία αγκίστρια παραπέρα. Μια δίκιλη γοργόνα βγήκε εξαντλημένη φούσκα στον αφρό. Δεν το ξανάριξα από τότε θεωρόντας πως ότι είχε να μου δώσει το παραγαδάκι, μου τόδωσε, Να μην είμαστε και πλεονέκτες !