Ο κύριος Κ. είχε για παρατσούκλι ένα επάγγελμα που δεν το έκανε ποτέ. Ψηλός, λιγνός, από τους ανθρώπους που όταν είναι μικροί δείχνουν μεγαλύτεροι από την ηλικία τους και όταν μεγαλώσουν μικρότεροι, μάλλον γιατί δεν πιάνουν ποτέ λίπος απάνω τους, ούτε στα μικράτα του γιατί δεν είχε να φάει, ούτε στα γεράματα γιατί το λιτοδίαιτον ήτανε πια τρόπος ζωής, Το όνομά του και το επίθετό του είχαν ξεχαστεί, όλοι τον ήξεραν με το παρατσούκλι του.
Ανθρωπος της δουλειάς και του χρήματος, κυνήγαγε κάθε ευκαιρία να το βγάλει...Από εξοχικός καφετζής τα καλοκαίρια μέχρι εργάτης για όλες τις δουλειές τον χειμώνα. Η πρώτη φορά που άκουσε το όνομά του ήταν ένα καλοκαίρι της δεκαετίας του 50, έπαιζε δυνατά και συνέχεια Καζαντζίδη στο καφενείο του και τον βρίζανε οι γειτόνοι που κοιμότουσαν από τις εννιά! Κι όμως του τότε πιτσιρικά του άρεσε το "ινανάϊ γιαβρούμ" κι η "ζιγκουάλα".
Υστερα χάθηκε για μεγάλο διάστημα, κάποιος λεφτάς έφιαξε ένα μεγάλο αγρόκτημα και τον είχε υποτακτικό. Τον έβλεπε μόνο με τις μεγάλες ζέστες του καλοκαιριού να ψάχνει στα κοιλώματα των βράχων για αλάτι, είχαν την ίδια πετριά. Το αλάτι των βράχων έχει άλλη νοστιμιά. Στην θάλασσα δεν έμπαινε, ίδια κι απαράλλαχτα με τους επαγγελματίες ψαράδες που δεν παίζουν μαζί της, την σέβονται γιατί από αυτήν βγάζουνε το ψωμί τους.
Με τα χρόνια έκανε σερμαγιά κι άφησε την δουλειά του υποτακτικού κι άνοιξε μάντρα με υλικά οικοδομών. Ηταν τα χρόνια που ο έλληνας έκτιζε το εξοχικό του, τα χρόνια του Αντρέα και τα μπάνια του λαού. Το αφεντικό του K. κάτι ψυλλιάστηκε άφησε την υγιεινή ζωή στην επαρχία και μετακόμισε στην Αθήνα και την πολιτική. Το μέλλον τον δικαίωσε και αρχηγός κόμματος έγινε και υπουργός. Ο Κ. μοίραζε τούβλα και κεραμίδια με το φορτηγό του κι αγόρασε ένα τρεχαντηράκι να ρίχνει κάνα δίχτυ για το ψαράκι της φαμιλιάς του.
Κείνα τα χρόνια, αρχές ενός καλοκαιριού, ένα πεντόκιλο λαβράκι γύρναγε στα μισό μέτρο νερά του μικρού λιμανιού. Το βλέπανε όλοι οι εραστές της πετονιάς και δοκιμάζανε ότι δόλωμα είχανε ακούσει από ζωντανό ψαράκι μέχρι ποντίκι κι από γαρίδα μέχρι καλαμάρι χωρίς επιτυχία. Σταθερός ο γράφων στην επιλογή του ολού για το λαβράκι, έτρωγε ώρες στα σκαλάκια βλέποντας το λαβράκι να τρέχει βολίδα προς τον ολό μόλις τον πέταγε στην θάλασσα, να τον μυρίζει και να φεύγει. Ο Κ. πέρασε από εκεί και του είπε "δεν είναι για σένα αυτό το ψάρι", ο ίδιος έριξε με μια παστή σαρδέλλα αλλά δεν τόπιασε.
Ενα βράδυ ο γράφων βγήκε για μπαλαδάκια και με την καθετή ανέβασε ένα χταπόδι σκάρτο κιλό. Με το χάραμα πήγε στα σκαλάκια του λιμανιού για χτύπημα και γούλιασμα, δόλωσε τον ολό, έριξε την πετονιά του και σήκωσε το χταπόδι να το κτυπήσει όταν είδε την πετονιά του να τρέχει.
Ογδόντα μέτρα καρούλι είχε και το ψάρι το πήρε όλο, φοβότανε να το κοντράρει. Το ψάρι σταμάτησε την στιγμή που το σκεπτότανε να κολυμπήσει μαζί με το καρούλι ή να μπει στην βάρκα του και να το πάρει στο κατόπιν. Το ψάρι ερχότανε σιγά-σιγά αλλά το άφηνε λάσκα όταν κοντράριζε, φοβότανε η 25άρα πετονιά του μην ήταν κάπου αδυνατισμένη και σπάσει. Τελικά φάνηκε ένας γνωστός του ψαράς με την βάρκα του και το απόχιασε. Τούδωσε το μπαξίσι του κι έμεινε να θαυμάζει το ψάρι που "δεν ήταν γι αυτόν".
Πέντε κιλά και 50 γραμμάρια έδειξε στην παλάντζα του κρεοπώλη το ψάρι, στεγνό. Το μυστήριο της τροφής του λύθηκε από το στομάχι του : γεμάτο σκληρά καβούρια της φυκιάδας κι ένα σκουρλιάμπι πρόσφατο, φαίνεται πως είχε τελειώσει τα καβούρια της περιοχής και το γύρισε στην δεύτερη επιλογή του, τα χταπόδια που πρώτα δεν τα έτρωγε,
Σκεπτότανε με ποιόν τρόπο θα του αντιγυρνούσε στον Κ. την κουβέντα που του είπε, μα δεν έβρισκε κι όλο το άφηνε για το άλλο καλοκαίρι, στο τέλος δεν πρόλαβε.
Σαν έκοψε ο οικοδομικός οργασμός η μάντρα είχε αναδουλειές και ο Κ. έβγαλε μια επαγγελματική άδεια και τόριξε στα παραγάδια. Οι άλλοι επαγγελματίες παραγαδιάρηδες τον έβλεπαν με μισό μάτι γιατί πρώτον δόλωνε με ψώλο - αυτοί δεν δίνανε ποτέ στους πελάτες του ψάρι που είχε φάει το ολοθούρι, μόνο στα μαγαζιά τόδιναν - και δεύτερον και κυριότερο γιατί τους τα πήγαινε διανομή στο σπίτι τους κάτι που θεωρούσαν εξευτελιστικό. Οι καθαροί επαγγελματίες περιμένανε τον πελάτη σπίτι τους να πάρει το ψάρι του τυλιγμένο σε εφημερίδες, για το κακό μάτι. Αυτά ήταν λεπτομέρειες για τον Κ. που τα έβαζε σε ναϋλον σακκούλες και τα πήγαινε με την βέσπα του ρωτώντας αν τα θέλανε.
Υπήρχε ένας άγραφος νόμος να μην ρίχνουνε δίχτυα οι επαγγελματίες εκεί που ψαρεύανε οι καθετάκηδες μπαλαδάκια και λυθρίνια, ένας αμοιβαίος σεβασμός, πολλές φορές κι οι ερασιτέχνες βοηθάγανε με τον τρόπο τους τους επαγγελματίες. Βέβαια με την κριση οι ερασιτέχνες με βάρκα περιορίστηκαν από τριψήφιο σε μονοψήφιο αριθμό, έπαιξε ρόλο κι η ηλικία, περνάνε τα χρόνια και το νέο αίμα προτιμά το καουμπόϊκο ψάρεμα με τα καλάμια, τ' αγοραστά δολώματα και τα τσαμασίρια τους. Σ' αυτά τα νερά έριξε τα δίχτυα του ο περίπου ογδοντάρης Κ. και γέμισαν λυθρίνια, θάχανε μαζευτεί για να γεννήσουνε. Βιαστικά καθάρισε τα δίχτυα του και τα ξανάριξε, ξαναγεμίσαν ψάρια. Τα καθάρισε κι άρχισε να τα ξαναρίχνει όταν... βρήκαν την βάρκα να γυρίζει γύρω-γύρω, η μηχανή λειτουργούσε μα η καρδιά του Κ, όχι.
Κάποτε ο γράφων κοιτώντας την άδεια από βάρκες προκυμαία είπε σ' έναν φίλο του, επαγγελματία, που τύλιγε τα ψάρια του σ' εφημερίδες για το κακό μάτι "Καλύτερα είναι όμως να υπάρχουν μάτια κι ας είναι και κακά παρά να μην υπάρχουν καθόλου μάτια στο λιμάνι".
Στην έλλειψη της όρασης γεννιούνται νέοι τρόποι σύλληψης κι επεξεργασίας του κόσμου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ που σχολιάσατε
ΑπάντησηΔιαγραφή