Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

Ο ταξιδεμένος (αναδημοσίευση)


.(Απόσπασμα)

Δεν εύρισκε άλλη λέξη από αυτήν να περιγράψει τον εαυτόν του, τις είχε ξοδέψει όλες στις συνανθρώπινες εμπειρίες του. Ετσι «βαρεμένοι» ήσαν όσοι είχαν το λογοτεχνικό ψώνιο και τρελαμένοι όσοι είχαν το μικρόβιο του τζόγου, αλλοπαρμένοι όσοι ναρκισσεύονταν στον καθρέπτη τους, «λεμονισμένοι» όσοι τάβαζαν με όλους και με όλα και κακιασμένοι όσοι αποζητούσαν τις στερήσεις της νιότης τους στα πρώϊμα και τα ύστερα γηρατειά.
Λογικές του φαίνονταν όλες αυτές οι παρεκτροπές από τον πολιτικά ορθό τρόπο ζωής, ήταν όμοιες με μονοπάτια που μπορούσε κάποια στιγμή να επιλέξει κάποιος, σαν βρέθηκε μπόσικος απ' την ανάγκη και θέλησε μ’ ομίχλη και ζαλάδα ν’ αποφύγει τον αδυσώπητο καθρέπτη της πραγματικότητας.
Τελικά ο καθένας τράβαγε τον μοναδικό του δρόμο, δινότανε με πάθος στην επιλογή του κι αδιαφορούσε για τις άλλες πλευρές, καλές και κακές, της ζωής του.
Εκτός από αυτόν.
Γιατί ήταν ο μόνος που γνώριζε πως κανένα από τα κουσούρια του δεν τον χαρακτήριζε, αν ήταν προσόντα θα χαρακτηριζότανε ως «πολυσχιδής», αλλά μιας που μόνο όλα μαζί τον ζωγράφιζαν και μιας που ήταν σαν να περπατούσε σε πολλά μονοπάτια συγχρόνως, μόνο η λέξη ταξιδεμένος θεωρούσε πως μπορούσε να τον αντιπροσωπεύσει.
Την είχε ανακαλύψει ξαφνικά σε μια κρίση επαναπροσαρμογής στην πραγματικότητα του καθώς βημάτιζε στην σαλονοτραπεζαρία . Ηταν μόλις πάτησε το κενό στο πάτωμα που σχημάτιζαν τα δυο χαλιά και βρέθηκε ένα- δυο εκατοστά χαμηλότερα από το προηγούμενο υψόμετρό του. Μπορεί να ήταν τελείως συμβολικό αλλά αισθάνθηκε σε πλήρη επαφή με την γη και την πραγματικότητα. Ηταν σαν να ξεμέθυσε ξαφνικά. Εκανε ένα σύντομο απολογισμό της κατάστασής του, λογοτεχνικά, οικονομικά, αισθηματικά, κοινωνικά και από θέματα υγείας. Αισθάνθηκε να καταρρέει, δεν είχε από κάπου να πιαστεί.Μ’ ένα απελπισμένο βήμα έβαλε τα πόδια του ξανά πάνω στο χαλί και γύρισε στην θολούρα του, αυτή που τον κρατούσε γερά μεσ' στην ζωή.
Ηταν πλέον ένας ταξιδεμένος.