.(Απόσπασμα)
Δεν
εύρισκε άλλη λέξη από αυτήν να περιγράψει τον εαυτόν του, τις είχε
ξοδέψει όλες στις συνανθρώπινες εμπειρίες του. Ετσι «βαρεμένοι» ήσαν
όσοι είχαν το λογοτεχνικό ψώνιο και τρελαμένοι όσοι είχαν το μικρόβιο
του τζόγου, αλλοπαρμένοι όσοι ναρκισσεύονταν στον καθρέπτη τους,
«λεμονισμένοι» όσοι τάβαζαν με όλους και με όλα και κακιασμένοι όσοι
αποζητούσαν τις στερήσεις της νιότης τους στα πρώϊμα και τα ύστερα
γηρατειά.
Λογικές
του φαίνονταν όλες αυτές οι παρεκτροπές από τον πολιτικά ορθό τρόπο
ζωής, ήταν όμοιες με μονοπάτια που μπορούσε κάποια στιγμή να επιλέξει
κάποιος, σαν βρέθηκε μπόσικος απ' την ανάγκη και θέλησε μ’ ομίχλη και
ζαλάδα ν’ αποφύγει τον αδυσώπητο καθρέπτη της πραγματικότητας.
Τελικά
ο καθένας τράβαγε τον μοναδικό του δρόμο, δινότανε με πάθος στην
επιλογή του κι αδιαφορούσε για τις άλλες πλευρές, καλές και κακές, της
ζωής του.
Εκτός από αυτόν.
Γιατί
ήταν ο μόνος που γνώριζε πως κανένα από τα κουσούρια του δεν τον
χαρακτήριζε, αν ήταν προσόντα θα χαρακτηριζότανε ως «πολυσχιδής», αλλά
μιας που μόνο όλα μαζί τον ζωγράφιζαν και μιας που ήταν σαν να
περπατούσε σε πολλά μονοπάτια συγχρόνως, μόνο η λέξη ταξιδεμένος
θεωρούσε πως μπορούσε να τον αντιπροσωπεύσει.
Την
είχε ανακαλύψει ξαφνικά σε μια κρίση επαναπροσαρμογής στην
πραγματικότητα του καθώς βημάτιζε στην σαλονοτραπεζαρία . Ηταν μόλις
πάτησε το κενό στο πάτωμα που σχημάτιζαν τα δυο χαλιά και βρέθηκε ένα-
δυο εκατοστά χαμηλότερα από το προηγούμενο υψόμετρό του. Μπορεί να ήταν
τελείως συμβολικό αλλά αισθάνθηκε σε πλήρη επαφή με την γη και την
πραγματικότητα. Ηταν σαν να ξεμέθυσε ξαφνικά. Εκανε ένα σύντομο
απολογισμό της κατάστασής του, λογοτεχνικά, οικονομικά, αισθηματικά,
κοινωνικά και από θέματα υγείας. Αισθάνθηκε να καταρρέει, δεν είχε από
κάπου να πιαστεί.Μ’ ένα απελπισμένο βήμα έβαλε τα πόδια του ξανά πάνω
στο χαλί και γύρισε στην θολούρα του, αυτή που τον κρατούσε γερά μεσ'
στην ζωή.
Ηταν πλέον ένας ταξιδεμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου