Από το βιβλίο " Πικρή ζωή"
του Γιώργου Κοτζιούλα
Ηπειρώτικο μοιρολόι για το ξεκοίλιασμα ενός γύφτου
ΜΑΧΑΙΡΙΑ
Πούρναρος τόλεγα πως ήσουν κι απλοχέρης, ξέροντας πως φτωχαίνει ο φόβος, πως το δόσιμο αυγατίζει, μα δεν το πάντεχα να βγεις μαχαιροβγάλτης τώρα στα γεράματα,και μ' ένα ξάμωμα καθώς του δοξαριού, στις κότες να μοιράζεις τα τσιλίπουρδά σου.
Τούτες χυμήξαν πρώτες να τσιμπήσουν οι μπουφιάρες τη χυμένη σου κοιλιά και σαν τις είδαν έτσι οι σκύλες σου οι νυφάδες που γυρνούσαν από την πλύση, δέσαν τα μαύρα τους μαντήλια στο σαγόνι πιο σφιχτά και τράβηξαν ρεκάζοντας κατά τον Λούρο.
Που είστε χωριό και χριστιανοί, να ιδήτε θάμα απ' τ' αμολόγητα, π' άνθρωπος ξαπλωτός αφήνει να τον τρώνε ζωντανόν, που με καθάριο ακόμα των ματιών του το γιαλί, θιαμένεται κι αυτός τι αλλόκοτα που σμίγουν το αίμα κι η κοπριά.
Μια βρώμα ειν' όλο αυτό που κουβαλάμε επιζωής, πουν' ανοιχτό σα γούλη τομαριού από τόνα μέρος, κι απ' τ' άλλο βγάζει τη σαούρα χρονικής, κι έχει στη μέση ένα μασούρι που τινάζεται σαν καραγκιόζης, μονάχα που δεν μιλεί.
Παίρνει μια λάχνα ο νιός και σκαπετάει στη ράχη σα ζαρκάδι, ζάφτει ρακί με το παγούρι, τραγουδάει το Μενούσιαγα, παίρνει στη χούφτα κόρφο σαν το πούπουλο, τον παίζει, και χορτασμένος απ΄το καθετί θαρρεί την πλάση όλη δική του.
Μα σαν τον ήλιο που ζυγιάζεται καταμεσής στον ουρανό, κι όσο ζυγώνει στο βασίλεμά του χάνει τη λαμπράδα, κι ο άντρας ο δουλευταράς άμα τον τσακίσουνε τα χρόνια στραβογέρνει, και σέρνεται στα τέλη μπουσουλώντας καταγής.
Σαν το σαράκι μας τρυπάει η ανημπόρια, μπαίνει στο μεδούλι, ροκανάει τις κλείδωσές μας, και το κορμί κουφαλιασμένο, με τη φλούδα του όλο αυλάκια και σκασίματα, δεν καρτερεί παρά τον ξυλοκόπο, να το βγάλει σκίζες, πελεκούδια.
Πέσε λοιπόν τσεκούρι επάνω στο δεντρό, που πέταξε κλωνάρια κι ήρθανε πουλιά και στήσαν τις φωλιές τους, όπου κελάηδισαν ξεκινοπούλια κι ύστερα χαθήκαν στον αέρα, κι εκείνο απόμεινε ξεράδι να το πιλατεύουν οι αγέρηδες.
Αντίς να στέκουμε ίδια σκιάχτρα στον απάνου κόσμο, πούηταν αλώνι μια φορά και τ' αμπηδάγαμε στις τρεις, κάλλιο στο μαύρο χώμα να μας κρύψουν σα δαυλιά κακαυλιασμένα που φύτρο πια δεν δίνουν ούτε βγάζουν βλαστάρι.
Στην πλάση τούτη βγαίνει κερδισμένος όποιος του βαστάει για να παλέψει, και δεν κιοτεύει να πιαστεί απ' τη μέση με τον άλλον, μονάχα αν ξέρει βάνει και καμιά τρικλοποδιά, γιατί κανένας δεν ζητάει λογαριασμό απ' το νικητή.
Μονάχοι ερχόμαστε την ώρα που μας κόφτουν απ' το λούρο και που γυρεύουμε βυζί σαν τα κουτάβια τα γκαβά, μονάχοι απιστομιόμαστε άμα θα μας πέσουνε τα δόντια και μας φραχτούν τ' αυτιά, να μην ακούμε μήτε την καμπάνα.
Μα εγώ δε θέλω ουδέ να μου διαβάσουν ψαλμουδιές με πετραχήλια, ουδέ και να μου ρίξουν λάδι αυτοί που θυμιατίζουν, ούτε να με νεκροφιλήσουν τα παιδιά μου τα μπαστάρδικα, με από κόντά και τα δικά τους τ' αποσπόρια.
Μονάχα ας με πετάξουν σ΄ένα λάκο σα λεσίμι, δίχως να βάλουν αποπάνω μου ούτε πλάκα για σημάδι, γιατί ένας γύφτος ήμουν σ' όλη μου τη ζωή παραπεταμένος, που τον αποτελείωσαν τα γεράματα κι ανέχειες κι η αρρώστια.
Από το γλωσσάρι του βιβλίου
ξάμωμα ξαμώνω, απλώνω το χέρι να κτυπήσω
τσιλίπουρδα σωθικά, έντερα
ρεκάζοντας ρέκασμα, θανατική κραυγή, ούρλιασμα
θιαμένεται απορεί, θαυμάζει
γούλη το στόμιο του ασκού
σκαπετάει εξαφανίζεται
ζάφτει αρπάζει
κακαυλιασμένα ξερά και ακανόνιστα κλαδιά
απιστομιόμαστε πέφτουμε μπρούμητα
λεσίμι ψοφήμι