Την πρώτη φορά που είδε τον Ζ. ήταν σε κάτι βράχια που είχε πάει να ψαρέψει πετρόψαρα. Τον είδε να ξεπετάγεται από το πουθενά, ελαφρύς κι ευκίνητος σαν ζαρκάδι, μ' ένα κουτάλι στόνα χέρι και μια σακούλα πάνινη στο άλλο να μαζεύει το αλάτι από τις βραχοσχισμάδες. Σε αντίθεση με το νεανικό κορμί του, το πρόσωπό του ήταν το πρόσωπο του κουρασμένου ανθρώπου και τα μαλιά του γκρίζα. Ο Ζ τον κοίταξε καλά με το μισόκλειστο βλέμμα του βασανισμένου ανθρώπου και ρώτησε ήσυχα " Εσύ δεν είσαι της Κρ. ο ανεψιός ; "
Μετά απομακρύνθηκε πηδώντας από βραχάκι σε βραχάκι, ψάχνοντας γι' αλάτι.
Δεν παραξενεύτηκε που τον ήξερε, η θειά του η Κρ. ήταν σημαντικός παράγοντας στο χωριό. Ηταν η μόνη που γνώριζε τότε αγγλικά σ' ένα χωριό που οι περισσότεροι κάτοικοι ήσαντε ναυτικοί. Ολη η αλληλογραφία του χωριού με τις ναυτικές εταιρίες πέρναγε από τα χέρια της. Οταν αργότερα ίδρυσε μια σχολή-επαγγελματική την βάφτισε- που μάθαινε νοικοκυριό και ράψιμο στα κορίτσια, απέκτησε και την εύνοια των στεριανών επαγγελμάτων. Ο πρόεδρος της κοινότητας ήταν η δική της επιλογή, κι η ψήφος στις βουλευτικές εκλογές το ίδιο. Ο ανηψιός της απολάμβανε ένα μέρος του σεβασμού του χωριού στο πρόσωπό της, ήταν λογικό να τον ξέρουν όλοι ενώ αυτός δεν γνώριζε παρά ελάχιστους. Στην μικρή επαρχιακή κοινωνία η δήλωσή του πως ήταν "της Κρ. ο ανηψιός" άνοιγε τις δύσκολες πόρτες.
Το ότι για πολλά χρόνια δεν είχε ξαναδεί τον Ζ. δεν τον παραξένεψε, πολλοί ναυτικοί έκαναν χρόνια να ξεμπαρκάρουν αυξάνοντας το βιος της φαμίλιας και αποφεύγοντας την γκρίνια της συζύγου. Διαφορές μεγαλύτερες ακόμα κι από δέκα χρόνια μεταξύ αδερφών είχαν τέτοιες αιτίες. Οταν όμως ο Ζ. ξαναγύρισε στο χωριό δεν φαινότανε κονομημένος, ούτε σύχναζε στα καφενεία των ναυτικών να περνάει την ώρα του με τερατώδεις διηγήσεις. Αντίθετα πάλευε μ' ένα μικρό γκρίζο βαρκάκι με κουπιά και κάτι λίγα μέτρα δίχτυα για μεροκάματο. Σύντομα παράτησε τα δίχτυα γιατί ο γιος του και βοηθός του ήθελε το πρωΐ πρώτα να πιεί το νεσκαφέ του στην πλατεία και μετά να πάει για δουλειά. Ο γιός του ερχόταν με το πάσσο του στο ξεψάρισμα κάνοντας υψηλή κριτική "Σου είπα να τα ρίξεις αλλού, δεν ακούς". Θυμόταν στο ξεψάρισμα πως έπιανε μερικές φορές ένα είδος γαρίδας, την κατσαρίδα, ένα οστρακόδερμο όπου η αρχή του ήταν ίδια με το τέλος του, σαν το λουκάνικο ! Το είχαν για πέταμα αλλά όταν τους το ζήτησε και μετά τους είπε πως ήταν νοστιμότατο δεν του ξανάδωσαν, το βάσταγαν για πάρτη τους. Το λεβαρισμα άμα δεν γίνεται στην ώρα του, φέρνει τα ψάρια μισοφαγωμένα από πορφύρες και μαλάκια, άσε που είναι δύσκολη δουλειά για έναν. Τα παράτησε τα δίχτυα, δεν έκανε προκοπή.
Το γύρισε στα καλαμάρια-όταν ήταν η εποχή τους- και τα χταπόδια που δεν είχαν εποχές αλλά δυσκολευόταν να δώσει την πραμάτειά του σ' ένα χωριό που οι περισσότεροι είχαν την δική τους βαρκούλα για να πιάνουν-έστω πιο λίγα-κεφαλόποδα μόνοι τους.
Ηταν τότε που τον ρώτησε γιατί δεν επιβάλλεται στον γιό του, γιατί βασανίζεται αυτός κι ο γιός του δεν χαλάει την ζαχαρένια του. Τον κοίταξε μ' ένα περίεργο βλέμμα και δεν μίλησε αμέσως. Μετά από κάμποσα λεφτά σιωπής, βόγγηξε " Τι συμβουλές να δώσει ένας πατέρας που πέρασε τα χρόνια του στην φυλακή ; Αστον να κάνει το κέφι του μπας και γλυτώσει απ' τα ναρκωτικά".
Εμεινε άναυδος όταν έμαθε πως ήταν φυλακή για φόνο. Μόλις είχε μπαρκάρει κάποιος απ' το τσούρμο τον έθιξε, το πήρε στο φιλότιμο, θες ο φόβος του μεγαλόσωμου αντιπάλου, η κακιά ώρα και το μαχαίρι πούχε πάνω του, γίνηκε το κακό. Αυτή ήταν η αιτία που η κοινωνία του μικρού χωριού τον είχε ρίξει στο περιθώριο. Μπορεί να τσακωνότουσαν για ένα μέτρο γης και ποιός θα ρίξει τα δίχτυα του στα πιο καλά μέρη αλλά φονικό δεν υπήρχε στην προϊστορία του χωριού. Ισως ήταν και η υπολανθάνουσα γνώση να φοβάσαι τα σιγανά ποτάμια η αιτία που τον απέφευγαν. Η γυναίκα του αναγκαζόταν να ξενοπλένει για να τα βγάλουνε πέρα.
Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από επικοινωνία. Μερικοί που δεν μπορούν τους συνανθρώπους τους επικοινωνούν με τα κατοικίδια ή κι άλλα ζώα. Αλλοι κάνουν την δουλειά τους καψοχαρά τους προκειμένου να διατηρήσουν την ισορροπία τους. Ο Ζ. συμπλήρωσε αυτό το κενό που του δημιούργησε η κοινωνία, αλλά και η μη αποδοχή του-παρά στα όρια της ανοχής- από την ίδια την οικογένειά του, με την αγάπη του για τις βάρκες. Τις φρόντιζε όλες σαν να ήταν παιδιά του, έβγαινε την ώρα της θύελλας να δει αν ήταν καλά δεμένες, επιθεωρούσε τα ρεμέντζα, τους έβαζε μπαλόνια για να μην τρίβονται μεταξύ τους. Σιγά- σιγά τον συνήθισαν και του ανέθεταν το καθιερωμένο κάθε χρόνο καλαφάτισμα και το πέρασμα με μουράβια. Αλλοι τούδιναν κάνα ψευτομεροκάματο, άλλοι απλά του έπαιρναν τα υλικά μαζί μ' ένα πακέττο τσιγάρα, το τσιγάρο ήταν το τελευταίο πάθος που του είχε απομείνει. Με τα περισσεύματα από τις μπογιές έβαφε την δικιά του βάρκα αλλά κι όσες ήτανε παρατημένες, είτε υπήρχε αδιάφορος ιδιοκτήτης είτε όχι. Ξεκίναγε μαύρα σκοτάδια κάθε μέρα την επιθεώρηση στο μικρό λιμάνι και με το χάραμα άρχιζε την δουλειά μέχρι το μεσημέρι. Το απόγευμα κατά τις πέντε έπιανε πάλι τα εργαλεία του και πάλευε μέχρι το σούρουπο.
Μην έχοντας άλλη διέξοδο πέρναγε μουράβια και με νοτιά. Η υγρασία έφερε το δηλητήριο στα πλεμόνια του και μαζί με το τσιγάρο τούκαναν μεγάλη ζημιά. Ο Ζ. έφυγε ήσυχα όπως ήρθε. Τον θυμούνται κάθε χειμώνα όταν ο βοριοανατολικός άνεμος που έρχεται από την ρώσσικη στέππα καβαλάει τον Παρνασσό και ξεχύνεται στο λιμανάκι. Μια, δυο βάρκες κάθε χρόνο είναι θυσία στην θεότητά του μιας και λείπει ο προστάτης τους, νικημένος από τον καρκίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου