Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Ο δολοφόνος πάντα ξαναγυρίζει στον τόπο του εγκλήματος





Ο δολοφόνος πάντα ξαναγυρίζει στον τόπο του εγκλήματος.
Αυτή η φράση του ήρθε στο νου καθώς σηκώθηκε από το κρεβάτι να πάει στην τουαλέττα. Ειδικά αν ο τόπος είναι νησί, σκέφτηκε, το κάθε νησί έχει τους δικούς του νόμους κλεισμένους τα γύρω από τη θάλασσα.
 Ηταν σαν ένα κινούμενο μείγμα θάρρους και αγωνίας, με την περηφάνεια της κατάκτησης στο βλέμμα και τον φόβο καρφωμένο στο πίσω μέρος του μυαλού του. Η κατάκτησή του στριφογύριζε γουργουρίζοντας στο κρεβάτι περιμένοντας ένα δεύτερο γύρο κι ο άντρας της κοιμότανε ένα δωμάτιο παραδίπλα. "Μη φοβάσαι, δεν ξυπνάει την νύχτα" του είχε πει όταν τον έβαζε μέσα και την πίστεψε, όσο μπορεί να πιστέψει κάποιος ένα βράδυ αυτήν που γνώρισε το πρωΐ. Την είχε βέβαια δέκα χρόνια στο μυαλό του από την πρώτη φορά που την είδε φευγαλέα στο αστυνομικό τμήμα και χαράκτηκαν στην μνήμη του τα λόγια του χωροφύλακα στους τέσσερις νεαρούς " Αμα της κολλήσετε, θα φάτε καλά, η κυρία τα θέλει".
Ισως ήταν η πιο σεξουαλική γυναίκα που είχε δει στη ζωή του και δέκα χρόνια μετά διατηρούσε ακόμα την φλόγα στα μάτια και αρκετά καλά το σώμα της. Τώρα βέβαια που την γνώριζε καλύτερα καταλάβαινε πως δεν είχε τόσο σημασία η σάρκα της  όσο αυτή η αχαλίνωτη σεξουαλικότητα που ανέδιδε το είναι της και προκαλούσε κάθε αρσενικό να συνευρεθεί μαζί της. Τότε φυσικά είχε πάρει τα λόγια του χωροφύλακα αψήφιστα- ήτανε άλλωστε μόνο είκοσι χρονών- δέκα χρόνια αργότερα είχε μάθει πως οι μεγάλες αλήθειες λέγονται στα ίσα και απότομα και φυσικά δεν τις πιστεύει κανένας.

Η πρώτη φορά που το κατάλαβε ήταν στο Ναυτικό που τον είχε ξαναστείλει στο νησί της. Οντας βαθμοφόρος λίγο μετά την χούντα γρήγορα διαπίστωσε πως ο διαχωρισμός της τότε μόδας σε χουντικούς και δημοκρατικούς αξιωματικούς, λόγω της ιστορίας με το "Βέλος", δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τον διαχωρισμό των οπαδών σε παναθηναϊκούς και ολυμπιακούς. Δεν ήταν θέμα ιδεολογίας αλλά επιλογής στρατοπέδου για την συνέχιση της καριέρας από το σημείο όπου οι προαγωγές γίνονταν κατ' επιλογήν πλέον και όχι κατ' αρχαιότητα. Ηδη με το πεσιμο της χούντας κάποιοι αμείφθηκαν και κάποιοι τιμωρήθηκαν για την επιλογή τους και πλέον πόνταραν στο δίπολο Νουδού ή Πασόκ με το ίδιο σκεπτικό για την συνέχεια της καριέρας τους. Οντας αποστασιοποιημένος από αυτά τους έλεγε στα ίσα την πολύ άσχημη γνώμη του για αυτούς, προσέχοντας απλά να μην τονίσει κανένα σημείο της φράσης του. Ηταν εκπληκτικό κανένας δεν έδινε σημασία στα λόγια που έλεγε, υπνωτισμένοι από τον γλυκό τόνο της ομιλίας του νόμιζαν πως συμφωνεί μαζί τους.  Αυτή ήταν η μικρή καθημερινή εκδίκησή του αλλά κι ένα μεγάλο- και χρήσιμο όπως αποδείχθηκε αργότερα- μάθημα να βρίσκει αλήθειες εκεί που δεν το περιμένει κανείς.
Στα δυο χρόνια που έμεινε στο νησί της δεν την είδε ποτέ, απασχολούσε βέβαια το μυαλό του πότε-πότε αλλά η αφθονία των τουριστριών στο νησί δεν του άφηνε πολλά περιθώρια για εμμονές. Ακουγε βέβαια διάφορα σχόλια γι αυτήν αλλά ποτέ με την ίδια αφοπλιστική ειλικρίνεια του χωροφύλακα. Αντίθετα συνάντησε πολλές φορές τον σύζυγό της που δεν αναγνώριζε στο καλοξυρισμένο πρόσωπο του νεαρού αξιωματικού τον μουσάτο νεαρό που είχε στείλει μια νύχτα στο κρατητήριο μερικά χρόνια πριν όταν ήταν διορισμένος από την χούντα πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου. Φυσικά και μετά την χούντα εξακολουθούσε να είναι μέλος της "καλής κοινωνίας" του νησιού -με δημοκρατικό προσωπείο πλέον- όπου η παρουσία των βαθμοφόρων ήταν επιθυμητή όπως το αλατοπίπερο στο φαγητό γιατί πολλοί από αυτούς θα έπιαναν καλές θέσεις μετά την θητεία τους. Είχε μάθει γι αυτόν πως διατηρούσε μια επιχείρηση με ενοικιαζόμενα δωμάτια στην οποία ήταν αφοσιωμένη, ψυχή τε και σώματι, η καθ' όλα άξια σύζυγός του. Ο ίδιος ασχολιότανε με τα κοινά την ημέρα και το βραδάκι πήγαινε στην παρέα του μέχρι τις 10 -γιατί κοιμόταν νωρίς- μόνος χωρίς την σύζυγο όπως επιτάσσουν οι αρβανίτικες συνήθειες του νησιού. Οταν τελειώνοντας την θητεία του έφυγε απ' το νησί χορτασμένος τουρίστριες θυμήθηκε το παπούτσι από τον τόπο του- και τι παπούτσι !- και υποσχέθηκε στον εαυτό του να γυρίσει για να κανονίσει κάποιες "λεπτομέρειες". Πάντα βαστούσε τις υποσχέσεις του.

Οι τέσσερις νεαροί είχαν πάρει το καραβάκι για το νησί για να περάσουν ένα διήμερο. Ηταν τρεις «νορμάλ» κι ένας μουσάτος που είχε συμπεριληφθεί στην ομάδα από την επιμονή ενός εξ  αυτών. Οι άλλοι δύο είχαν τις αντιρρήσεις τους, είχαν ήδη στην καμπούρα τους δυο προσαγωγές στο τμήμα για εξακρίβωση μόνο και μόνο γιατί κάθονταν στο ίδιο τραπέζι με τον μουσάτο. Επί χούντας, τότε που ο Παττακός μέτραγε το μήκος της μίνι-ζυπ, το μούσι ήταν ένδειξη αναρχοκομμουνιστή έως εαμοβούλγαρου. Από την άλλη ο μουσάτος είχε την δική του αντίληψη περί αισθητικής κι ας μη χώραγε στα καλούπια της εθνοσωτηρίου.  Φθάνοντας στο νησί έκαναν ότι κάνουν όλοι, έκλεισαν δωμάτια, μπάνιο, ξεκούραση, ταβέρνα και το βραδάκι βόλτα στην παραλία. Ενας από αυτούς είχε έναν αναπτήρα Ρόνσον ασημένιο, ήταν πολύ μαστ την εποχή εκείνη κι ένας άλλος από την παρέα τον επεξεργαζόταν μέχρι να του πέσει στη θάλασσα. Τα νερά ήταν περίπου στα δυο μέτρα κι ο αναπτήρας γυάλιζε ξαπλωμένος στον βυθό. Ο δράστης αποφάσισε να βουτήξει κι άρχισε να γδύνεται μέχρι να μείνει με το σώβρακο με τις ζητωκραυγές της παρέας του και τις πλακατζίδικες παροτρύνσεις «Βγάλτα όλα !»  Σύντομα βγήκε με το λάφυρο με τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες των υπολοίπων όταν κάποιος μεσόκοπος πλησίασε με κακιασμένο βλέμμα και δείχνοντας με το δάκτυλο τον μουσάτο στον χωροφύλακα που τον συνόδευε φώναζε έξαλλος :
-Αυτός, αυτός με κορόιδευε όταν περνούσα πριν από λίγο !
. Ο μουσάτος με τους φίλους του αλληλοκοιτάχθηκαν. Κανένας δεν καταλάβαινε τίποτε.
-Να τον συλλάβεις, όργανο! Δεν μπορεί ένας μαλλιάς να κοροϊδεύει την εξουσία!.
Ο μουσάτος προσπάθησε να φανεί λογικός
- Πότε σας κορόϊδεψα κύριε ;
- Πριν από λίγο περνούσα από το απέναντι πεζοδρόμιο και με χειροκροτούσες ειρωνικά !
-Ασε μας χριστιανέ μου, ούτε που σε είδα, εγώ τον φίλο μου χειροκρόταγα  που θα βούταγε νυχτιάτικα. Ο,τι θέλεις λες.
Ο κακιασμένος δεν τούδωσε καμμία σημασία.
- Να τον συλλάβεις αλλιώς θα σε βγάλω αναφορά στον διοικητή σου, είπε στο όργανο.
Ο κακομοίρης ο χωροφύλακας κοίταξε να τα συμβιβάσει :
- Δεν του ζητάς μια συγγνώμη, νεαρέ, να λήξει το ζήτημα ; Μια συγγνώμη δεν θα ήταν αρκετή κύριε πρόεδρε ;
- Μόνο αν είναι ειλικρινής και μου την ζητήσουν κι οι τέσσερις !
Αμέσως οι τρεις φίλοι του μουσάτου  είπαν συγγνώμη χασκογελώντας πίσω απ' τα μουστάκια τους.
-Εγώ δεν ζητάω συγγνώμη για κάτι που δεν έκανα, έμπηξε τα πόδια ο μουσάτος.
"Βρε καλέ μου, βρε κακέ μου, πες μια συγγνώμη να πάμε σπίτια μας, νυχτιάτικο" τον βομβάρδιζαν χωροφύλακας και φίλοι, τίποτε αυτός, εκεί, "δεν ζητάω συγγνώμη αφού δεν έκανα τίποτε".
Μετά από καμιά ώρα διαβουλεύσεων πήραν όλοι μαζί τον δρόμο προς το τμήμα όπου ο χωροφύλακας έστειλε μήνυμα στην Ασφάλεια για να ελέγξει το ποιόν των νεαρών και προσπαθούσε να πείσει τον πρόεδρο να μην κάνει μήνυση " Θα τους βαστήξω εδώ όλο το βράδυ για τιμωρία" έλεγε για να τον καλμάρει, "δεν χρειάζεται να αναστατώσουμε την υπηρεσία".
Τότε φάνηκε αυτή.
Ανήσυχη που δεν είχε έλθει ο άντρας της στην ώρα του, τον έψαχνε ρωτώντας, ώσπου να καταλήξει στο Τμήμα. Φορούσε μόνο ένα πράσινο φορεματάκι που τόνιζε τα πολλαπλά προσόντα της και τα σανδάλια της. Κανένα εσώρρουχο δεν διαγραφότανε στην σιλουέττα της. Μεγάλα μάτια άβαφα, χείλη σαρκώδη, μαλλί μαύρο κατσαρό και λευκή επιδερμίδα συνέθεταν αυτήν την οπτασία. Η παρουσία της ήταν καταλυτική, οι πάντες παραδόθηκαν. Μόλις ενημερώθηκε στάθηκε μπροστά στον μουσάτο :
- Εσύ είσαι το κακό παιδί που δεν ζητάς συγγνώμη, του είπε κοιτώντας τον στα μάτια. Ο μουσάτος τρελλάθηκε, ηθελε να ζητήσει συγγνώμη και να κάνει οτιδήποτε για χάρη της αλλά δεν πρόλαβε. Αποφασιστικά η κυρία πήρε τον σύζυγό της αγκαζέ και ξεκίνησε να φύγει λέγοντας :
-Δεν πειράζει, νεαρέ, αφού μάλλον δεν το έκανες επίτηδες.
Ο χωροφύλακας πήρε την καθησυχαστική απάντηση από την Ασφάλεια και άφησε ελεύθερα τα παιδιά δίνοντας τους τις συμβουλές για το ποιόν της κυρίας. Εκαναν πως δεν το πρόσεξαν αλλά ο μουσάτος το είχε καλά αποθηκευμένο στο μυαλό του. Τα δυο χρόνια της θητείας του στο νησί της περίμενε να την συναντήσει τυχαία μα δεν την πέτυχε και τα έβαλε με την αναβλητικότητά του. Από την άλλη όμως το εύρισκε σωστό, αισθανότανε πολύ πιο ώριμος τώρα, γιατί με τις εμπειρίες από την θητεία του είχε μάθει καλά να επικεντρώνεται στον στόχο.

Ηρθε στο νησί της μια καθημερινή πρωΐ και πήγε κατευθείαν σπίτι της ζητώντας ένα δωμάτιο για να μείνει. Ηταν εκτός σεζόν και όπως το φανταζότανε είχε κλείσει το συγκρότημα των δωματίων και δούλευε μόνο τα δυο δωμάτια που περίσσευαν από το δικό της σπίτι. Τον κοίταξε με περιέργεια :
-Θα καθήσετε μέρες ;
- Σίγουρα μια μέρα, για τις υπόλοιπες εξαρτάται.
-Από τι ;
- Θα καθήσω μέχρι να σας δω να φοράτε το πράσινο φορεματάκι που βάλατε για να πάτε στην αστυνομία πριν δέκα χρόνια.
- Εσείς ;
- Εγώ. Είχα μούσι τότε, που να με γνωρίσετε.
- Μισό λεπτό.
Γύρισε μέσα στο πράσινο φορεματάκι που τώρα φαινόταν ακόμα  πιο προκλητικό επάνω της μιας και δεν χωρούσε εύκολα τα λίγα παραπάνω κιλά που είχαν προστεθεί στα κάλλη της.
Κατάλαβε το νόημα της κίνησής της και την αγκάλιασε:
- Σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα. Είσαι ολόιδια, για να μην πω ομορφότερη.
Του χάιδεψε το πρόσωπο και βγήκε απαλά από την αγκαλιά του :
-Οχι τώρα, είναι επικίνδυνο. Ελα το βράδυ  μετά τις 11 στο δωμάτιό μου, δεύτερη πόρτα δεξιά μόλις βγεις. Η τουαλέττα είναι στ' αριστερά σου. Φεύγω τώρα, να μην δώσω αφορμή. Καλή διαμονή.
- Κι ο σύζυγος ;
-Θα τον βάλω να κοιμηθεί στο δωμάτιο ανάμεσά μας για να με προσέχει από σένα, του είπε γελώντας.
Τον είδε απορημένο.
-Μην ανησυχείς μετά τις δέκα και μισή δεν τον ξυπνάει ούτε αεροπλάνο ! του πέταξε φεύγοντας.

Στην τουαλέττα τώρα έβλεπε τον εαυτόν του στον καθρέπτη κι αναρωτιότανε αν όλα αυτά τα ζούσε ή τα ονειρευότανε. Η επιθυμία του για ένα δεύτερο γύρο άρχισε να φουντώνει και κινήθηκε στον διάδρομο προς το δωμάτιό της. Είχε περάσει την πόρτα του όταν άνοιξε η πόρτα του διπλανού δωματίου και εμφανίσθηκε ο πρόεδρος με τις γραφικές πυτζάμες του να πηγαίνει προς νερού του.
" Καλησπέρα", του είπε, φροντίζοντας ο τόνος της φωνής του να είναι όσο πιο φυσιολογικός μπορούσε. Ο πρόεδρος μπερδεύτηκε. Κάτι του θύμιζε αυτός ο νεαρός αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί που τον είχε δει. " Ω, τον αγαπητό" αντεφώνησε, όπως έκανε πάντα σε κρίσεις αμηχανίας. Ο κάποτε μουσάτος συνέχισε την πορεία του σαν να μη τρέχει τίποτε κι όταν ο πρόεδρος μπήκε στην τουαλέττα μπουκάρησε στο δωμάτιο της καλής του. "Το να υπολογίσει ο πρόεδρος την πορεία μου, σίγουρα είναι παραπάνω από τις δυνατότητες του μυαλού του" σκέφθηκε και αποδείχθηκε πως δεν είχε άδικο.

Εχοντας βάλει και την εκδίκηση στον πρόεδρο, για το επεισόδιο προ δεκαετίας, στο ερωτικό παιχνίδι και εξιταρισμένος από την περιφρόνηση του κινδύνου αλλά και την υπέροχη παρτενέρ του, έκανε τον καλύτερο έρωτα της ως τότε ζωής του.

Το πρωΐ μάζεψε τα ρούχα του κι έφυγε για πάντα από το νησί, είχε μάθει αρκετά ώστε να μη ζητάει την επανάληψη του τέλειου, ούτε φτηνά υποκατάστατά του.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Ενα πρωΐ στην πλατεία του χωριού




Την κοιτούσε αλλά μάλλον ήταν τόσο πολύ αφηρημένος που δεν την έβλεπε, του γεννούσε εξ άλλου τόσους συνειρμούς που θα ήταν αδύνατον σε μια από τις αισθήσεις του- στην όραση εκείνη τη στιγμή-  να επικρατήσει στο μυαλό του.
Ηταν τα νιάτα της που τον χτύπαγαν στο υπογάστριο, το ξανθό α λα γκαρσόν μαλλί της που αναδείκνυε έναν υπέροχο λαιμό και τα χοντρά άγαρμπα ποδοδάκτυλα που σηκώνονταν σαν περπατούσε με τις σαγιονάρες που τράβαγαν το βλέμμα του. Είχαν γι αυτόν κάτι το έντονα σεξουαλικό αυτού του είδους τα δάκτυλα και η κίνησή τους. Είχε παρκάρει- μάλλον παρατήσει - το θηριώδες τζιπ της στην πλατεία του χωριού και πήγαινε χαμογελαστή και φουριόζα στο μανάβικο καλημερίζοντας τους θαμώνες του διπλανού καφενείου. Ολοι την έτρωγαν με τα μάτια, άλλος για το πλούσιο στήθος της, άλλος για τη μέση της κι άλλος για τα καλοσχηματισμένα από τον πολύ χορό ημισφαίρια. Η κοπελιά δεχόταν τα βλέμματα των συγχωριανών της με κατανόηση, η σαρκική υπεροχή της ερχόταν να προστεθεί στην οικονομική αλλά και στην εθνική - όπως πίστευε- υπεροχή της.

Η οικονομική υπεροχή ήταν αναμφισβήτητη. Τα παραλιακά κατσάβραχα όπου έβοσκε τα ζα ο παπούς της είχαν αποκτήσει μεγάλη αξία όταν έφτασε -επί χούντας- ο δρόμος κι ο τουρισμός στο χωριό της. Ολοι οι κάτοικοι ευγνωμονούσαν το στρατιωτικό καθεστώς αγνοώντας πως ο δρόμος είχε αποφασισθεί να γίνει  πριν έλθει αυτό στην εξουσία. " Οι άχρηστοι πολιτικοί όλο υποσχέσεις ήτανε και μεις πηγαίναμε με το καΐκι στ' άλλα χωριά" ήταν η μόνιμη επωδός τους όταν κάποιος επιχειρούσε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ο παπούς της κοπελιάς δεν παρασύρθηκε από την γρήγορη άνοδο των τιμών. Μαθημένος στη φτώχεια του ζήταγε με γαϊδουρινή υπομονή ένα αστρονομικό ποσό για μια λουρίδα βραχώδους γης που έμπαινε μέσα στη θάλασσα. Δεν το πίστευε κανείς αλλά βρέθηκε ένας βαρεμένος αμερικάνος που ήθελε να κτίσει "σπίτι στη θάλασσα" και πλήρωσε πέντε φορές επάνω την τρέχουσα τιμή του οικοπέδου. Ξεκίνησε να κτίζει το "σπίτι στη θάλασσα" κι όταν το τέλειωσε εξαφανίσθηκε, μάλλον πέθανε. Ποτέ κανένας κληρονόμος δεν άνοιξε το σπίτι στη θάλασσα που έμεινε ακατοίκητο να σαπίζει στα κτυπήματα της θάλασσας και του αγέρα.
Τα παιδιά του παπού, ανάμεσά τους κι ο πατέρας της κοπελιάς, κεφαλαιούχοι του χωριού πλέον, τόριξαν στις τουριστικές μπίζνες, "ρούμς του λετ" και καφετέριες που εξελίχθηκαν σε πιο πολιτισμένες επιχειρήσεις, όπως ξενοδοχεία και βενζινάδικα. Τα παιδιά τους, ανάμεσά τους κι η κοπελιά, δεν χρειάσθηκε να δουλέψουν, πήραν μόνο ένα σεμινάριο από τους γονείς τους πως να κλέβουν την εφορία και το φι-πι-α, δεν τους χρειάζονταν περισσότερα.

Η κοπελιά βγήκε από το μανάβικο με τα ψώνια της. Χαμογελούσε συνεχώς, είχε όλα τα προβλήματά της λυμένα, όπως ο ήλιος στη καθημερινή του διαδρομή. Τα βλέμματα όλων την ακολουθούσαν αυξάνοντας την αυτοπεποίθησή της. Ηταν περήφανη για το ολοφάνερα μακρύ, σλάβικο σώμα της που αναπτύχθηκε όταν μετά την κατοχή η διατροφή των παιδιών έπαψε να είναι τραγική καθώς και για το αρβανίτικο αγύριστο κεφάλι της που κανένα σχολείο δεν ήταν σε θέση να της το διορθώσει. Εξ άλλου δεν το είχε ανάγκη, μπορούσε να περάσει ζωή χαρισάμενη και με τα λίγα και στραβά πράγματα που ήξερε. Ετσι υπερηφανευότανε για την ελληνική καταγωγή της -κατευθείαν από τον Σωκράτη και την Ξανθίππη- και σιχαινότανε τους αλβανούς και βούλγαρους που ξεζούμιζε στις επιχειρήσεις της. Τα προσόντα της επεκτείνονταν και στην μαγειρική όπου η προτίμησή της συνέπιπτε με τα εθνικά της ιδεώδη. Ετσι όταν είχε χρόνο έφιαχνε περίτεχνο ιμάμ μπαϊλντί ή μουσακά αλλά και το ατζέμ πιλάφι ήταν στο ρεπερτόριό της ενώ όταν βαριότανε να μαγειρέψει δοκίμαζε τις συνθετικές της ικανότητες στην πίτσα, παίζοντας με τα υλικά που άπλωνε στην έτοιμη πίττα. Οι φίλες της κι οι συγγενείς της που είχαν την τύχη να δοκιμάσουν την μαγειρική της είχαν να το λένε πως ήταν πολύ προχωρημένη στην ελληνική κουζίνα.
Η κουλτούρα της περιοριζότανε σε καψουροτράγουδα και δημοτικά που τα χόρευε μανιωδώς. Εξ άλλου ήταν ιδρυτικό μέλος και χορηγός της γυναικείας ομάδας χορού του χωριού της στην οποίαν συμμετείχε και ένας νέος, ολοφάνερα αδερφή. Η επιτυχία των χορευτικών εκδηλώσεων μεγάλωνε το κύρος της και τα σκαλοπάτια που θα έπρεπε να ανέβει ο πρίγκηπας που θα την κατακτούσε. Η λεσβιακή οδός φάνταζε πιο εύκολη και οι κακές γλώσσες είχαν ήδη αρχίσει να ψιθυρίζουν.

Το βλέμμα του είχε μαγνητισθεί από το γαλάζιο του μπλουτζίν της. Περιέργως δεν πήγαινε στο περιεχόμενο του παντελονιού αλλά προσπαθούσε να καταλάβει αν πλησίαζε περισσότερο το γαλάζιο της ακίνητης θάλασσας ή το γαλάζιο του ασυννέφιαστου ουρανού, λίγο πριν φέξει. Το χρώμα έσπαζε στα γόνατα όπου το ξεφτισμένο ύφασμα άφηνε να φανεί το χρώμα της επιδερμίδας της. Το παντελόνι τελείωνε σε μια λυγερή μέση που δεν είχε ανάγκη από ζώνη να το συγκρατήσει, τόσο εφαρμοστό ήτανε. Πιο πάνω, το άσπρο πουκάμισο δεμένο κόμπο στο γυμνό στομάχι της θύμιζε άγραφο χαρτί, ίδιο με το μυαλό του εκείνη τη στιγμή. Η κοπελιά τον κοίταξε κι αμέσως σκόνταψε, το μάτι του "έπιανε".
¨Ο θεός της Ελλάδας να σε έχει καλά" της είπε κι αμέσως ανέβηκε πρώτος στη λίστα των υποψηφίων εραστών της, όταν και αν αποφάσιζε να δοκιμάσει τις ετεροφυλικές σχέσεις. Τον ήξερε από το τοπικό κουτσομπολιό, τον θεωρούσανε απόμακρο. Σκέφθηκε πως ήταν ώριμος, εχέμυθος και συμπαθητικός.
Του γέλασε παιχνιδιάρικα και μπήκε στο τζιπ της όπου η φίλη της την περίμενε υπομονετικά και τώρα πια, ζηλότυπα...

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Ο "γιατρός"

Η λέξη γιατρός στην διάλεκτο των τζογαδόρων έχει διττή σημασία : είναι αυτός που "θεραπεύει" τις αδυναμίες του μοιράσματος της τράπουλας ή του πεσίματος της μπίλιας στην ρουλέττα ώστε να έχει το επιθυμητόν αποτέλεσμα αλλά και το εύκολο θύμα που κολακεύεται να το προσφωνούν ίδια με τους "καλλιτέχνες" του τζόγου.
Ο ιππόδρομος είναι άλλη κλάση τζόγου, εκεί η ικανοποίηση του εγωϊσμού είναι μάλλον το αποτέλεσμα της νίκης, παρά το ίδιο το υλικό κέρδος. Στην ορολογία του ιπποδρόμου "γιατρός" λέγεται αυτός που προμηθεύει στα άλογα διάφορα βιταμινούχα,διεγερτικά ή αναισθητικά που βελτιώνουν την απόδοσή τους και φυσικά και τις λεγόμενες ντόπες.
"Γιατρός" ήταν το παρατσούκλι του Λάκη, κάποτε κατόχου τριών μεγάλων αγροτεμαχίων στην ιδιαιτέρα του πατρίδα.

Ο Λάκης ήταν ένας φιλόδοξος επαρχιώτης όταν ήλθε στην Αθήνα. Εραστής του τζόγου και της συμβουλής "πληρώνω για να μαθαίνω" πέρασε γρήγορα από τα προκαταρκτικά στάδια της χαρτοπαιξίας και έφτασε στο επίπεδο που ή θα έπρεπε να συνεχίσει σαν επαγγελματίας ή να σταματήσει τα χαρτιά γιατί οι απλοί παίκτες πλέον δεν τον έπαιζαν. Ο Λάκης θα είχε μόνη απασχόληση το σκάκι αν δεν ανακάλυπτε τον ιππόδρομο.


Μετά το αναγκαίο χρονικό διάστημα προσαρμογής ο Λάκης άρχισε να ασφυκτιά στους όρους του αμοιβαίου στοιχήματος, δηλαδή η απόδοση του στοιχήματος να είναι αντιστρόφως ανάλογη του αριθμού των νικητών, πράγμα που έκανε ασύμφορη την μεγάλη μίζα αφού η μεγάλη μίζα δεν έφερνε αύξηση του κέρδους αλλά μόνο της χασούρας, σε περίπτωση αρνητικής πρόβλεψης. Η φιλοσοφία του ιπποδρομιακού στοιχήματος είναι "να κυκλοφορεί το χρήμα και να βγαίνει η γκανιότα", δηλαδή το ποσοστό του ιπποδρόμου, δεν είναι συμβατό της "ένας παίκτης να κερδίζει πολλά", γι αυτό υπήρχαν οι "μπουκ", άνθρωποι δηλαδή που αναλάμβαναν το ρίσκο των μεγάλων στοιχημάτων-παράνομα, φυσικά.
Η προσαρμογή του Λάκη  και κάποιες άτυχες επιλογές του είχαν στοιχίσει την πώληση του πρώτου αγροτεμαχίου και η πιθανότητα να ρεφάρει υπήρχε μόνο στους μπουκ.Ο Λάκης έχοντας κάποιες διασυνδέσεις στην Κύπρο άρχισε να εισάγει διάφορα βελτιωτικά -έως ...πολύ βελτιωτικά- της απόδοσης των αλόγων. Πολλοί άνθρωποι των σταύλων άρχισαν να του κάνουν τον φίλο ζητώντας του λίγο "ενισχυτικό" των αλόγων και ταΐζοντας τον με πληροφορίες. Ο  Λάκης πούλησε και το δεύτερο αγρόκτημα και περίμενε την καλή. Οταν του είπανε πως θα ετοιμάσουνε μια καλή έκπληξη ετοίμασε τις σωστές δόσεις και τις έδινε στον σταυλίτη. Βέβαια δεν ήξερε πως ο σταυλίτης τις έδινε σε άλλο άλογο που έτρεξε την ίδια μέρα και κέρδισε ενώ η "καλή έκπληξη" σερνότανε. Ο σταυλίτης άφησε την δουλειά του για να αποφύγει δυσάρεστες συναντήσεις κι έφυγε με μια μικρή περιουσία, όσα περίπου  έχασε ο Λάκης.
Ολα αυτά έρριξαν τον Λάκη σε περισυλλογή μιας και ο εγωϊσμός του απαιτούσε να ρεφάρει αντί να τα παρατήσει. Κατάλαβε πως σ' αυτόν τον χώρο δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν και αποφάσισε να κάνει μόνος του την "δουλειά". Αγόρασε ένα φτηνό άλογο και το ανέθεσε σ΄έναν προπονητή έτοιμο για σύνταξη που ευχαρίστως άφησε κάθε πρωτοβουλία στον "γιατρό". Ο Λάκης προμηθεύτηκε αμφεταμίνες που δεν ανιχνεύονταν στα δείγματα σιέλου και ούρων που έπαιρναν από τα άλογα. Οι αμφεταμίνες δοκιμάστηκαν επιτυχώς σε άλλα άλογα του σταύλου και το μόνο πρόβλημα που είχε πλέον ο Λάκης ήταν  να δεχθούν να ρισκάρουν οι μπουκ το παιχνίδι στο άλογό του, πράγμα που αποκλειότανε αν τζογάριζε τα λεφτά ο ίδιος. Οι μπουκ όταν κινδύνευαν έπαιζαν το άλογο μέσα στον ιππόδρομο μειώνοντας πολύ τις αποδόσεις και πολλές φορές αντί να το παίξουν οι ίδιοι το διέδιδαν στους φιλίππους καθιστώντας το φαβορί.
Ο Λάκης άρχισε να συχνάζει στην τρίτη θέση και γρήγορα  προσκολλλήθηκε σε μια παρέα νεαρών. Αρχισε να τους "ταΐζει" με σίγουρα και συμβουλές. Οποτε ήξερε ένα άλογο προσποιότανε πως δεν είχε λεφτά και δανειζότανε μικροποσά από τους νεαρούς για να το παίξει. Φυσικά μοιραζότανε τα κέρδη του με τους πιτσιρικάδες. Αλλοτε πάλι δανειζότανε επίτηδες μικροποσά τα οποία τους επέστρεφε την άλλη μέρα στην σκακιστική ομοσπονδία όπου "καθάριζε" το μυαλό του όπως έλεγε. Ηταν όντως καλός σκακιστής και γρήγορα κέρδισε την εμπιστοσύνη των νεαρών που τον άκουγαν σαν πατέρα τους.

Στην μεγάλη μέρα όλα ήταν σωστά προετοιμασμένα, το άλογο "φτιαγμένο" είχε στην σέλλα του έναν αδύναμο μαθητευόμενο που θα ήταν αδύνατο να το βοηθήσει αν χρειαζότανε, πράγμα που δικαιολογούσε την ανάληψη του ρίσκου από τους μπουκ. Ο ίδιος έπαιξε ένα μικρό μέρος από τα χρήματα του τρίτου αγροτεμαχίου στους μπουκ ώστε να μην τους αγριέψει. Βέβαια οι μπουκ παραξενευτήκανε που τέσσερις άγνωστοι νεαροί στοιχημάτισαν σεβαστό ποσό ο καθένας τους στο ίδιο άλογο αλλά ψάχνοντας το θέμα δεν βρήκαν τίποτε  αφού την δουλειά του Λάκη δεν την ήξερε κανείς και κανείς επίσης δεν ήξερε πως τα λεφτά των σωστά δασκαλεμένων νεαρών ανήκαν στον Λάκη. Οι μπουκ αποφάσισαν πως άξιζε τον κόπο να πάρουν το ρίσκο, εξ άλλου φρόντισαν κάποιο άλλο άλογο να "θυσιασθεί" ανοίγοντας τον ρυθμό στο άλογο του Λάκη που σίγουρα δεν θα μπορούσε μετά να το βοηθήσει ο μικρός που ήταν στην σέλλα του.
.
Οταν δόθηκε η εκκίνηση το άλογο του Λάκη πετάχτηκε μπροστά σαν δαιμονισμένο μιας και ο μαθητευόμενος αναβάτης του δεν μπορούσε να το συγκρατήσει. Κανένα άλλο άλογο δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τον ρυθμό του, ούτε και το πρόθυμο να θυσιασθεί και γρήγορα απέκτησε μια τεράστια διαφορά. Οι πιτσιρικάδες άρχισαν να πανηγυρίζουν ενώ ο Λάκης ψιθύριζε "μόνο μην πέσεις, μικρέ, κρατήσου να μην πέσεις". Στον τότε ιππόδρομο, στην τρίτη θέση, όταν τα άλογα έφταναν στα 400 μέτρα προ του τερματος έφευγαν από το οπτικό πεδίο των φιλίππων λόγω μια συστάδας δένδρων και εμφανίζονταν ξανά στο μέσον της ευθείας, 200 μέτρα πριν από το τέρμα. Ζητωκραυγές ακούγονταν μόλις εμφανιζότανε το πρώτο άλογο μετά τα δένδρα από όσους είχαν στοιχηματίσει σε αυτό ή σε κάποιο άλλο που ακολουθούσε κοντά. 
Λογικά ένα άλογο που κάνει τέτοια διαδρομή στο τέλος κόβει, όταν όμως εμφανίσθηκε το άλογο του γιατρού δεν υπήρχε κανένα άλλο κοντά του και ο μαθητευόμενος βαστιότανε γερά επάνω του. Οι αμφεταμίνες έκαναν καλά την δουλειά τους. Πέρασε θριαμβευτικά μπροστά από τον Λάκη που εξακολουθούσε να προσεύχεται να μην πέσει ο μικρός και 50 μέτρα πριν από το τέρμα έγειρε απότομα αριστερά τσακίζοντας με το κεφάλι του το ξύλινο κάγκελο. Ο μαθητευόμενος γλύτωσε με κάποιες αμυχές το άλογο όμως είχε υποστει ανακοπή καρδιάς πριν πέσει όπως έδειξε η νεκροψία. Στην νεκροψία βρήκανε και τις αμφεταμίνες αποθηκευμένες στο σηκώτι του.
Οι πιτσιρικάδες δεν ξαναείδανε τον Λάκη τον "γιατρό" στις κερκίδες του ιπποδρόμου, ούτε κανένας άλλος τον ξανάδε, ούτε στο χωριό του ξέρανε τίποτε γι αυτόν...