Τι είναι και τι δεν είναι η διηγηματοποίηση

Καλώς ήλθατε

Η Διηγηματοποίηση είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τον εαυτόν της και την ελληνική γλώσσα.

Δεν είναι ο χώρος όπου θα ακούσετε υποχρεωτικά τις μουσικές προτιμήσεις του δημιουργού του ούτε θα βρείτε διαφημίσεις.
Δεν είναι ο χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού του.
www.gpointspoetry.blogspot.com για τα ποιήματα
www.gerimitiis.blogspot.com για τα καθημερινά

άτμα σαρβασαρίριναμ


Καθισμένος μπροστά στο ανοικτό παράθυρο ακούω το σιγανοψιχάλισμα της βροχής και πίνω τον πρωϊνό καφέ μου. Καιρός μουντός, σύγνεφα βαριά που ο ήλιος δεν μπορεί να τα τρυπήσει. Ο καιρός στον νοτιά- θυελλώδεις έδωσε η μετεωρολογική- μα ο Κρισσαίος κόλπος ήρεμος, τον πιάνει ξώφαλτσα ο καιρός και φτιάχνει αυτό το βουβό, το ύπουλο κύμα που οι ναυτικοί το λένε σουέλι. Μες την αχλύ, μίλι μακριά μου προς τον Βορρά, μια στεριανή γλώσσα χωρίζει τον μυχό του κόλπου στα δύο. Ανταριασμένα φτάνουνε τα βουβά κύματα και σκάνε μ' ορμή στα πέντε, στα έξη μέτρα αψηλά μην και την κεφαλώσουν τούτη τη στεριά που μπήκε ανάμεσά τους. Πιο πίσω, σκάρτα αλλο ένα μίλι, δεν φαίνεται τίποτε από την παραλία της Κίρρας, ούτε ο Παρνασσός πιο πίσω, όλα βαμμένα στο ανοικτό γκρίζο πέπλο του χαμηλωμένου σύγνεφου.

Στο σπίτι μέσα, τα πάντα έχουν ένα διαφορετικό χρώμα από την έλλειψη του πρωϊνιάτικου ήλιου, ίσως και μια διαφορετική υφή, δείχνουν πιο πραγματικά, πιο ζωντανά, πιο κοντά σ' αυτό που ο τίτλος περιγράφει : άτμα σαρβασαρίριναμ, δηλαδή η ψυχή όλων των όντων που έχουνε σώμα. Μπορεί νάναι η απόχρωση της σκόνης σ' αυτό το λίγο φως που αφήνει να περάσει η βαριά συννεφιά, μπορεί νάναι η σωστή χρονική απόσταση της επιστροφής στο νερό της θάλασσας, μπορεί η γειτονοπούλα που βγήκε να τσεκάρει τον καιρό τυλιγμένη στο σεντόνι της και με τα μισά της κάλλη ακάλυπτα, μπορεί και η βαθειά αλήθεια της ινδικής μυθολογίας. Μπορεί. Ερχονται στιγμές που όλα τα πράγματα μοιάζουν νάχουν ψυχή και στιγμές που όλοι οι άνθρωποι γύρω μας μοιάζουνε να μην έχουν.
Σ' αυτό το φόντο ένα αμάξι κόκκινο μοιάζει έντομο και το δενδράκι δίπλα με πουλί, η αιώνια τοπική δεσποινίς μόνο προέκταση των ψηλοτάκουνών της λογίζεται κι οι λακκούβες του νερού παίζουνε πιάνο με τις στάλες της βροχής. Οι ήχοι, σιγαλοί και ανεπαίσθητοι, δεν έχουν σώμα, δεν μετρούν και δεν μετέχουν.
Μια ιδέα περισσότερο φως καθώς ο ήλιος ανεβαίνει και η γωνία πρόπτωσης αλλάζει. Η βροχή σταμάτησε. Τα σύγνεφα άλλαξαν χρώμα προς το άσπρο και την πορεία τους στον ουρανό, τώρα ξεσέρνουν προς την Δύση, έστριψε ο καιρός. Τα κύματα με πιότερη μάνητα, πιο ευθυγραμμισμένα, βαράν στα κατακόρυφα τα βράχια της στεριάς. Βλέπω το γκρίζο αυτοκίνητο και τούτο έτοιμο μου δείχνει να πετάξει. Μια δεσποινίς στα δώδεκα, στα δεκατρία με τ' ασημένια της παπούτσια και το κολάν το μαύρο να χαράζει προκλητικά τα τορνευτά της πόδια, γεμίζει τ΄άδειο μου παράθυρο. Τα μαλλιά της ίσα, καστανόξανθα και λατρευτά πριν τα σαμπουάν και οι βαφές τα κάνουνε μαντάρα. Στ΄αφτί μου ο βόμβος από μια χαμπερίστρα με ξενίζει. Το έντομο με γυροφέρνει δυο φορές και κουρνιάζει στην εσοχή ενός κάδρου να βγάλει την μέρα του. Αναπόφευκτος ο συνειρμός με την ψυχή, πανάρχαια ονομασία για τις πεταλούδες.



Λατρεύω την σκέψη στην ανάπτυξή της, την αποτύπωσή της στο χαρτί. Ιδια κι' απαράλλακτα με την φωτογραφία της πρώτης μου γυναίκας ή κάποιους πίνακες του Mark Chagall...

Καλή σας ανάγνωση

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Κοράλι (νέκταρ)



Κι' έφιαξε ο Θεός ή η Φύση τα πάντα εν σοφία. Και έδωσε τις τροφές, έδωσε και τα γλυκά. Αμβροσία και νέκταρ. Μα δεν τα μοίρασε καλά. Το νέκταρ τόβαλε στα λουλούδια κι' οι άνθρωποι δεν μπορούσανε να το γευτούν, μόνο τα έντομα κυρίως οι μέλισσες. Και ψιθύρισε το μυστικό στον Βούτη κι' αυτός σαν πρόβατα με κίτρινες και μαύρες ζώνες τις είδε. Οπως τα πρόβατα χρειάζονται τσοπάνη, έτσι ο Βούτης φρόντιζε τις μέλισσες. Κι' έμαθε ο άνθρωπος το μέλι από το νέκταρ των φυτών.

Μετά το ξανασκέφτηκε. Κι' έκανε ένα λουλούδι να μη μπορούν οι μέλισσες να πιούν το νέκταρ ώστε να πίνουν τα παιδιά. Τόβαψε κόκκινο, κατακόκκινο στο χρώμα που αποφεύγουν οι μέλισσες. Κι' ύστερα τόφιαξε μακρύ σαν σωλήνα και στενό να μη χωράνε να μπούνε μέσα να τρυγήσουν. Φυτό που αγαπάει τη σκιά, να κρύβεται απ' τον ήλιο και να μη φωνάζει τις μέλισσες, με φύλλα σα πευκοβελόνες αλλά πιό μαλακιές. Μόνο που ξέχασε να του δώσει όνομα. Και τότε η γιαγιά το είπε "κοράλι" είτε απ' το χρώμα του είτε από το πόσο πολύτιμο ήταν.

Καθισμένος στα πέτρινα σκαλάκια, τριών-τεσσάρων ετών μπόμπιρας, στη σκιά του απογεύματος περίμενα τη γιαγιά να μου δώσει τη πρώτη μου κουταλιά απ' τον γλυκό καφέ της. Μούχε τάξει να μου μάθει τις γεύσεις. Μου φάνηκε πικρός. Κι' η γιαγιά έβγαλε από τη βαση του ένα μικρό σωληνωτό λουλουδάκι και μούπε να ρουφήξω το πίσω μέρος του.

Νέκταρ !

-Πως το λένε γιαγιά;

-Ξέρω' γώ παιδάκιμ' ; Κοράλι το λένε... αχ παληκάριμ'...αάααχ, του παιδιού μου το παιδί, τόχω δυό φορές παιδί!

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Οφις και ελέφας


 Από το βιβλίο του gpoint "Ιστορίες από το κοίλον ημισφαίριο"
 

28. Ο διάλογος

- Τι ξεχωριστό έχει ο ελέφαντας ;
- Διαφορετική μεταχείριση του χρόνου. Σ’ αυτόν δεν κυλάει, αθροίζεται.
- Δηλαδή ;
- Ζει μαζί το παρελθόν και το παρόν του, ίσως και το μέλλον του.
- Και τι αλλάζει ;
- Ο θάνατος. Αναγνωρίζει το πτώμα του συντρόφου του και μετά το θάνατό του. Συναντά ένα κόκκαλο προγόνου του και περνά στο χρόνο που ζούσανε μαζί, δεν αποκόβεται απ’ αυτό όπως όλα τα άλλα πλάσματα. Είναι  καλύτερη μορφή της υλικής πραγματικότητας.
- Και ποιος αντιστέκεται ;
- Η πνευματική πραγματικότητα. Παλεύει σαν φίδι να καταπιεί τον ελέφαντα, αιώνες τώρα πίσω, αλλά και μπροστά.
-Υπάρχει πνευματική πραγματικότητα χωρίς την υλική ; Η το ανάποδο ;
- Θα φανεί όταν τελειώσει η μάχη. Οι χαυλιόδοντες είναι γερό όπλο, το φίδι έχει κι’ αυτό τα τρωτά του. Η επιθετικότητα του φιδιού κερδίζει την πρώτη εντύπωση αλλά ο ελέφαντας έχει σύμμαχο το χρόνο.
- Πως το κατάφερε ;
- Κάποια μελωδία θα ξέρει που δεν φτάνει σ’ αυτιά άλλων πλασμάτων. Ισως μια μέρα εσύ να την ακούσεις.


Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Σίντυ, το δεξί πόδι της.

(αναδημοσίευση)

Σίντυ, ω Σίντυ


- Σίντυ , ω Σίντυ.

Το δεξί πόδι της Σίντυ είχε μόλις αφήσει το πλακόστρωτο δάπεδο της Φωκίωνος
 Νέγρη έχοντας διασχίσει περίπου το ένα τέταρτο του τόξου που δημιουργεί το πέλμα όταν κάνει ένα βήμα όταν ακούστηκε καθαρά , μα και πνιχτά συγχρόνως μιά αντρική κραυγή :

- Σίντυ, ω Σίντυ
Τα πόδια βέβαια δεν θεωρείται ότι ακούν αλλά κι’ αυτή η κραυγή σε κάποια περίεργη συχνότητα βγήκε, σίγουρα δεν έγινε αντιληπτή από κοινά αυτιά. Γιά το δεξί πόδι της Σίντυ ο χρόνος πάγωσε αυτόματα.

Το δεξί πόδι της Σίντυ βρέθηκε με το μεγάλο δάκτυλο σηκωμένο - πάντα συμβαίνει όταν περπατάμε – και τα υπόλοιπα καλοσχηματισμένα μικρά σε μιά γραμμή σαν τα κλωσσόπουλα μιάς πάπιας. Ηταν ένα πόδι πολύ καλοδιατηρημένο γιά την ηλικία του, τυλιγμένο στο μετάξι του καλσόν της και τοποθετημένο σ’ ένα μαλακό μοκασίνι. Το δέρμα του ήταν σε καλή κατάσταση αν εξαιρέσεις κάποιες μικρές πτυχώσεις στην καμάρα του πέλματος που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε κάλους αν η Σίντυ δεν τις πρόσεχε, αλλά η Σίντυ μιά φορά τον μήνα μέσα στο ζεστό μπάνιο της πέρναγε τα πέλματά της με θηραϊκή γη, όπως της άρεσε να λέει την ελαφρόπετρα, έτσι η αισθητική κάλυπτε και την ιατρική πλευρά του ζητήματος.

Η Σίντυ στα πενηντατόσα της θύμιζε την Μπριζιτ Μπαρντό στα σαραντατόσα της, τηρουμένων βεβαίως κάποιων αναλογιών. Ηταν σαφώς πιό μικρόσωμη και δεν είχε τόσο πλούσιο στήθος. Αλλά είχε κάτι από την κίνησή της και κυρίως από τον τρόπο που έδενε τα μαλλιά της κότσο. Πάντοτε κάποια χρυσόξανθα λουγδάκια ξέφευγαν από τις φουρκέτες και τα τσιμπιδάκια δίνοντας ένα ατημέλητο τόνο στο γλυκό της προσωπάκι, ακριβώς όπως και στην Μπεμπέ και σε μεγάλη αντίθεση από τους άψογους, σκουρόχρωμους, στυλιζαρισμένους κώτσους των άλλων σταρς του Χόλλυγουντ.
Η Σίντυ ανήκε στο περίεργο εκείνο είδος γυναικών που ομορφαίνουν με τα χρόνια αναδεικνύοντας προσόντα που δεν προσέχει κανείς σε πιτσιρίκες, όπως ένας υπέροχος λαιμός ή μιά λεία πλάτη. Δεν ήταν βέβαια στα αζήτητα σαν νέα αλλά δεν είχε την τράβηξη που απέκτησε στα πρώτα –ήντα της. Ο Νάρκισσος, που πάντα ζούσε μέσα της, έπαιρνε τώρα την εκδίκησή του βλέποντας τον θαυμασμό στα αντρικά βλέμματα και την ζήλεια στα γυναικεία. Ισως να έφταιγε το ότι δεν παντρεύτηκε, δεν της έτυχε ποτέ να βρεί τον απόλυτο έρωτα ενός άντρα, αυτόν που θεωρούσε ότι της άξιζε, αλλά όπως είπαμε σαν νέα δεν υπήρξε ποτέ στην πρώτη γραμμή. Συμβιβάστηκε με πιό επιφανειακές αντρικές σχέσεις, την καριέρα της και τις ελάχιστες φίλες της, όλες σοφά διαλεγμένες ώστε να παίρνει αυτοδικαίως την θέση της βασίλισσας, όπου η θηλυκή τετράδα εμφανιζόταν.
Εκεί στην θηλυκή τετράδα την είδε πρώτη φορά ο τρελλός συγγραφέας –έτσι τον έλεγε. Τον είχε προσέξει που την έτρωγε με τα μάτια αλλά δεν της έλεγε τίποτε εμφανισιακά, ούτε γνωστό της της θύμιζε. Κάπου όμως απασχολούσε μιά γωνία του μυαλού της. Τα πισωγυρίσματα στην βόλτα της στην Φωκίονος Νέγρη μπορεί και να γίνονταν ασυναίσθητα εκ μέρους της, με κάποιο τρόπο όμως του έβαλαν την ιδέα να την περιμένει. Και πράγματι λίγο αργότερα η Σίντυ πέρασε μόνη της από μπροστά του δίνοντας του την ευκαιρία να νικήσει την φυσική δειλία του. Στην πραγματικότητα την Σίντυ την έτρωγε η περέργεια ν’ ακούσει την φωνή του, δεν ήξερε γιατί αλλά το θεωρούσε το σημαντικότερο στοιχείο που μπορούσε να πάρει απ’ αυτόν τον περίεργο άνθρωπο. Την πλησίασε αμέσως...

Πάνω από την φτέρνα του δεξιού ποδιού της Σίντυ, ο αστράγαλος της ήταν λεπτός και καλοσχηματισμένος. Η γάμπα της, ελκυστική με πολύ μαλακό δέρμα. Το ξυραφάκι είχε πολλά χρόνια να περάσει από πάνω της, οι τελευταίες τρίχες είχαν εξαφανισθεί λόγω τριβής με τα πολύ στενά τζιν που φόραγε στα νιάτα της η Σίντυ...αλήθεια ποιό ήταν το βαπτιστικό της ; Με πολύ κόπο θυμήθηκε το Στεφανία, απαίσιο όνομα και δεν της ταίριαζε καθόλου. Μόνη της βρήκε το Σίντυ στά δώδεκά της. Μετά ήρθε η διάσημη κούκλα με το ίδιο όνομα. Ολοι νόμιζαν ότι από εκεί το πήρε, μόνο οι παιδικές της φίλες κι οι συγγενείς της ξέρανε την αλήθεια. Το συνήθισε, δεν της άρεσε να μιλάει γι' αυτό και να εξηγεί. Ολα τα έλεγε με τα σκουροπράσινα μάτια της μα κανείς δεν έτυχε να τα καταλάβει. Στο τέλος σκλήρυναν κι’ η ίριδα μαζεύτηκε να κρύψει την δίοδο προς τα τρυφερά της ψυχής. Κάπου σκλήρυνε και το χαμόγελό της, έγινε πιό τυπικό, ίσως και πιό αποδεκτό. Αυτό φόραγε όταν ήταν με τις φίλες της και μαζί μια συνοφρυομένη έκφραση όταν βρισκότανε με άγνωστους, ακόμα κι’ όταν αυτή προκαλούσε την συνάντηση όπως τώρα με τον «συγγραφέα» της .

- Εχω γράψει ένα βιβλίο γιά γοργόνες, είσαστε ίδια με την γοργόνα που είχα στο μυαλό μου.
Της άρεσε η άμεση τοποθέτηση, ήταν βέβαια αρκετά μεγάλη γιά να συγκινηθεί, αλλά... Γρήγορα κατάλαβε πως η απάντηση στο ερώτημα αν έλεγε αλήθεια η όχι ο τύπος θα εξαρτιότανε από αυτήν την ίδια και όχι από αυτόν. Αλλά δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι ήθελε να βγάλει λέπια από την μέση και κάτω...
- Λοιπόν ;
- Θα ήθελα να σας το δώσω, να το διαβάσετε, μπορεί να σας αρέσει, τι λέω, σίγουρα θα σας αρέσει αφού εσάς, δηλαδή την εικόνα σας, είχα στο μυαλό μου όταν το έγραφα.
- Δεν διαβάζω πολύ...
Μιλούσε μηχανικά γιατί δεν την απασχολούσαν τα λόγια που άκουγε αλλά ο τόνος και η χροιά της φωνής του. Ισως δεν ήθελε να την ακούσει περισσότερο πριν αναλύσει τις επιδράσεις μέσα της από τα ηχητικά κύματά του, της φάνηκε σαν τα σπλάχνα της να είχαν αλλάξει θέσεις. Τώρα αυτό ήτανε καλό ή κακό ; Στην ηλικία της ; Πάντοτε φοβότανε τις καινούργιες εμπειρίες, αλλιώς δεν θάφτανε μόνη σ’ αυτήν την ηλικία. Πολλές φορές το σκεπτότανε κι’ αποφάσιζε πως την επόμενη φορά θα το τολμούσε, μά πάντοτε δείλιαζε. Αυτή η φωνή...θάθελε να την ακούει με κλειστά μάτια, ήξερε πως είχε περισσότερη γλύκα από τα φιλιά, ήταν πιό τρυφερή από τα χάδια, το ήξερε καλά. Αλλά ήξερε το ίδιο καλά πως όταν ακριβώς θα την είχε περισσότερο ανάγκη ο κάτοχος της θα φίλαγε, θα βαριανάσανε, θα μούγκριζε, θα έκανε ότιδήποτε εκτός απ’ το να της μιλάει. Επρεπε να τον εκπαιδεύσει, να τον συγχρονίσει μαζί της να...να...
«Θεέ μου είμαι τρελλή» σκέφτηκε, «ούτε που τον ξέρω τον άνθρωπο».
Ο τρελλός συγγραφέας είχε βγάλει ήδη ένα αντίτυπο του βιβλίου του κι’ ετοιμαζότανε να γράψει την αφιέρωσή του :
- Το ονοματάκι σας ;
- Σίντυ, αλλά δεν ξέρω αν θα βρω χρόνο να το διαβάσω.
- Δεν πειράζει, θα σας γράψω και το τηλέφωνό μου να μου πείτε την γνώμη σας όταν το διαβάσετε, με την ησυχία σας...

Το γόνατο στο δεξί πόδι της Σίντυ είχε μιά ουλή στο μπροστινό μέρος προς την εξωτερική του πλευρά. Ηταν ενα σημάδι από την πρώτη της ερωτική εμπειρία. Δεσποινίδα πλέον, είχε γοητευθεί από το τραγούδι ενός σοβατζή στην πολυκατοικία που κτιζόταν δίπλα στο σπίτι της. Τον φώναξε δήθεν γιά μερεμέτια στην αποθήκη του σπιτιού της όταν τελείωσε την βάρδια του. Εκεί στα σκοτεινά του δόθηκε και πικράθηκε που δεν συνέχισε να τραγουδάει όταν ασχολήθηκε μαζί της. Το δεξί της γόνατο σχίσθηκε ελαφρά σ’ ένα καρφί που εξείχε από ένα ξύλο με τις κάπως άγαρμπες πρώτες ερωτικές κινήσεις της. Το αίμα που βγήκε συνάντησε λίγο πιό κάτω το αίμα της παρθενιάς της. Είχε ακολουθήσει τον δρόμο του δεξιού ποδιού της.
Δεν ξανάκουσε τον σοβατζή να τραγουδάει, ίσως η συχνότητά του να χάθηκε από το ακουστικό φάσμα της, ίσως θεώρησε πως αυτό ήταν μιά περιπέτεια της Στεφανίας, ήταν ο δικός της δρόμος επιλεκτικής μνήμης.

Η Σίντυ προσπαθούσε να καταλάβει άν ήταν ικανοποιημένη από αυτό που έβλεπε και κυρίως από αυτό που άκουγε. Της ήταν αδύνατον να αποφασίσει. Προσπάθησε μα δεν βρήκε το κουράγιο να του πεί πως θα έπρεπε να της το διαβάσει, να ακούει την φωνή του και όχι να της δώσει το βιβλίο. Τα πενηντατόσα χρόνια της δεν πέταξαν τις κοινωνικές της ντροπές- τι θα πεί ο κόσμος αν προσκαλέσω έναν άγνωστο να μου διαβάσει το βιβλίο του σπίτι μου.
Στην πραγματικότητα βέβαια κανείς δεν έδινε δεκάρα γιά το ποιός μπαίνει και το ποιός βγαίνει στο σπίτι της Σίντυ, πιό πολύ ενδιέφεραν οι ερωτικές της σχέσεις, τους άντρες για οφελιμιστικούς λόγους και τις γυναίκες γιά λόγους κουτσομπολιού- δεν υπήρχαν φανερές λεσβίες στην γειτονιά της.
Το μυαλό της Σίντυ πήγε στις φίλες της. Είχε βρεί μιά αρμονία στη σχέση της με αυτές, παιδιαρίζανε λίγο βέβαια αλλά πηγαίναν τις βολτίτσες τους, ψωνίζανε μαζί, βλέπανε σινεμά και σχολιάζανε τις αδιάκριτες αντρικές ματιές που τραβούσε η παρουσία της Σίντυ, Αξιζε να χάσει όλα αυτά τα πράγματα γιά μιά φωνή που πιθανότατα δεν θα άκουγε όταν την χρειαζότανε απόλυτα ; Οι συντηρητικές φοβίες πλημμύρισαν το κεφάλι της Σίντυ ξανά, πήρε το βιβλίο στα χέρια της και ευχαρίστησε τον άγνωστό της συγγραφέα αποφασισμένη να μη το ανοίξει ποτέ. Ηξερε ότι θα μπορούσε πλέον να φαντάζεται την φωνή του σαν να της διάβαζε το βιβλίο, αν τόπιανε ποτέ της στα χέρια της, αλλά αφού δεν ερωτεύτηκε αμέσως την φωνή του και κυρίως αφού αυτός δεν της πρότεινε να της το διαβάσει, έχασε την ευκαιρία να συγκινήσει την καρδιά της, θα έμενε με τις φίλες της.
- Θα με ενδιάφερε πολύ η κριτική σας, έβαζε σάλτσες στην προσπάθειά του μήπως και τύχει να «γνωριστούνε καλύτερα» ο συγγραφέας.
- Με συγχωρείτε, έχω δουλειά, είπε η Σίντυ κι’ έφυγε παίρνοντας μαζί της το βιβλίο και την εικόνα της, το βλέμμα του την ακολουθούσε, τόνοιωθε στο δεξί της πόδι, στο πίσω μέρος του γόνατου, ήταν τόσο παράξενο γιά να μην το προσέξει.

Πάνω από το γόνατο το δεξί πόδι της Σίντυ ήταν σαν να έχει καλοδουλευτεί σε τόρνο. Σχετικά κοντό, με το μήκος του μηρού όμως σε πλήρη αρμονία με τον όγκο του, δέρμα και χρώμα τέλεια, σαν καλοωριμασμένο βερύκοκκο, το χνούδι του φρούτου σε πλήρη αντιστοιχία με τον ίουλο του δέρματος της. Ισως το πιό ερωτικό της σημείο, καμουφλαρισμένο μέσα στα παντελόνια ή τις φούστες και αντιληπτό μόνο σε προικισμένους με διαίσθηση άντρες και επίδοξους συγγραφείς- άμα δεν μπορείς να διαισθανθείς τέτοιους βυθούς, τέτοιες ακρογιαλιές, καλύτερα μην γράφεις. Ανεβαίνοντας προς τα πάνω η εσωτερική του πλευρά μαζευότανε ώστε να μην συναντά την απέναντι εσωτερική, αφήνοντας ένα μικρό κενό γιά να αερίζεται το κέντρο βάρους του σώματός της. Η πίσω πλευρά του παρέπεμπε σε τρυφερά μαθήματα αστρονομίας.



Γιά τα μάτια όλων των ανθρώπων υπήρχαν μερικοί νεαροί Νιγηριανοί ακουμπισμένοι νωχελικά στα κάγκελλα των παρτεριών της Φωκίωνος Νέγρη που πουλούσαν πειρατικά σιντί.

Στα μάτια της Σίντυ όμως ένας από αυτούς περιέργως ήταν λευκός και μεσήλικας, ίσως και να βαστούσε ένα βιβλίο στο χέρι του και την κοίταζε. Το στόμα του δεν το άνοιξε - αυτό ήταν σίγουρο - αλλά το πόδι της Σίντυ νόμισε πως άκουσε το όνομά της την ώρα που εκτελούσε ένα βηματισμό. Αστραπιαία το πόδι σταμάτησε για να διαλέξει μια από τις δύο προοπτικές που ανοίγονταν μπροστά του :
Μπορούσε να αλλάξει την τροχιά του και να μην πατήσει μπροστά ολοκληρώνοντας τον βηματισμό του, αλλά να στρέψει προς την κραυγή και να ενσωματωθεί μαζί της σε μιά πτύχωση του χωροχρόνου. Αυτό ήταν που το δεξί πόδι της Σίντυ θα ήθελε, από τα νύχια μέχρι τη βάση του μηρού της. Μπορούσε ακόμη να πατήσει στέρεα και δυνατά στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο και με τον ήχο του να διαλύσει όλες τις παραισθήσεις και τους συνειρμούς, Αυτό ήταν που όλη η κοινωνία κι’ οι γνωστοί περίμεναν από την Σίντυ να επιλέξει,αυτό ήταν που την διατηρούσε σε τέτοια φορμα στα πενηντατόσα της, ήταν η ζωή μαζί κι’ο θάνατός της.

Στο σπίτι της Σίντυ ένα μικρό βιβλίο έπεσε από το ράφι στο πάτωμα και άνοιξε στην πρώτη του σελίδα, ήταν λευκή.

Το δεξί πόδι της Σίντυ είχε ήδη διανύσει το ένα τέταρτο της τροχιάς του βήματος και έπρεπε να αποφασίσει πριν περάσει την μέση, μετά δεν υπήρχε επιστροφή..
.