Θα ήταν δέκα η ώρα το βράδυ όταν ένα χέρι τον τράβηξε απ' το μπράτσο.
- Πάμε !
Το ύφος του φίλου του δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Παράτησε σύξυλη την κοπέλλα να συνεχίσει μόνη της τον χορό και τον ακολούθησε. Στον δρόμο ο φίλος του εξήγησε πως μια γιαγιά βρέθηκε στην θάλασσα και την προλάβανε πριν πνιγεί αλλά είχε πιει νερό και είχανε την χρεία του. Ο φίλος του ήταν φοιτητής της ιατρικής, για τους απλοϊκούς χωρικούς ήταν ήδη γιατρός. Τον ήθελε μαζί του γιατί είχε πικρή πείρα από τους κατοίκους του χωριού, ήθελε κάποιον να μπορέσει να συνενοηθεί μαζί του, αν του τύχαινε ανάγκη από βοήθεια.
Δεν τον πολυάκουγε. Στο μυαλό του είχε ακόμα τις αναλογίες της κοπέλλας, στο μπλουζ μελετούσε το ανάγλυφό της συνοδεία μουσικής και τον διέκοψε. Αλλά η φιλία ήταν πάνω από τέτοια.
Ηταν μια παράξενη μέρα. Είχε αποφασίσει να μεθύσει για να δει πως είναι, μέχρι τότε δεν τα είχε καταφέρει. Στηριζότανε στην παρουσία του φίλου του, του φοιτητή της ιατρικής, όχι τόσο για τις γνώσεις του όσο για την αντοχή του στο ποτό. Ηθελε νάναι σίγουρος πως κάποιος θα τον φρόντιζε αν μέθαγε. Ο φίλος του είχε έναν εκπληκτικό σωματότυπο, νόμιζες πως ήταν ο μίστερ-Ελλάς ενώ δεν γυμναζότανε καθόλου !! Είχε τέτοια δύναμη και αντοχές που θεωρούσε απίθανο το να μεθύσει ποτέ.
Είχαν ξεκινήσει το απόγευμα με μπίρες και παγωτά στο αναψυκτήριο, μετά ουζάκια με μεζέδες στο καφενείο και κρασί με μακαρονάδα στην μοναδική ταβέρνα του χωριού. Ο "γιατρός" είχε φάει διπλή μερίδα αλλά το στομάχι του ήτανε πλάκα λες κι ήταν νηστικός ! Το βράδυ, στο πάρτυ όπου τους αναζήτησαν, αυτός έπινε βότκα, ο "γιατρός" ουίσκι αλλά ακόμα ήταν κι οι δύο εντελώς νηφάλιοι.
Στο σπίτι της γιαγιάς κόσμος πολύς κι ανήσυχος υποδέχθηκε τον "γιατρό" και τον "βοηθό" του. Τους έκαναν χώρο να περάσουν στο δωμάτιο όπου είχαν ξαπλωμένη την γιαγιά με στεγνά ρούχα και βγήκαν έξω κλείνοντας την πόρτα. Η γιαγιά είχε κλειστά μάτια κι αρνιόταν να μιλήσει. Σε μια μαύρη μαντήλα είχαν τυλίξει τα μαλιά της, έξω από το σκουτί που την σκέπαζε περίσσευαν οι κάλτσες στα πόδια της, μαύρες κι αυτές . Το πρόσωπό της κέρινο, όλο ρυτίδες, τα μάτια της τα είχε σφαλιστά.
Μετά από κάποιες προσπάθειες ο "γιατρός" είδε κι απόειδε, κατάλαβε πως δεν θα του μιλήσει. Της έβαλε θερμόμετρο στο στόμα και της πήρε τον σφυγμό. Φαινότανε να είναι καλά αλλά θέλησε να μάθει περισσότερα. Της ξεκούμπωσε την πουκαμίσα κι έβαλε το αφτί του πάνω στην γυμνή σάρκα του στήθους της ν' αφουγγρασθεί την καρδιά της. Ο "βοηθός" έμεινε άναυδος. Οι ζάρες του προσώπου της αραίωναν στον λαιμό και εξαφανιζότουσαν στο στέρνο. Και πιο κάτω ολόρθα δυο μικρά στήθια κάτασπρα, πιο λαχταριστά κι από δεσποινίδας, λεία, με τέλεια συμμετρικές ρόγες. Ηταν περισσότερο από σίγουρο πως ποτέ τους ήλιος δεν τα είδε, μάλλον ούτε και άλλο αντρικό βλέμμα. Ενας κρυμμένος θησαυρος. Ο "γιατρός" ατάραχος έκανε την εξέτασή του και την ξαναέντυσε, μετά μαζί με τον "βοηθό" του πήγαν στους συγκεντρωμένους συγγενείς της για τις οδηγίες.
Από τις διηγήσεις των συγγενών της μάθανε την ιστορία της. Μικρή αρραβωνιάστηκε ναυτικό που μπάρκαρε και χάθηκε στα νερά του Ινδικού. Μια που δεν βρέθηκε το πτώμα του, πάντοτε μια ελπίδα ζωντανή υπήρχε στην γιαγιά πως θα γυρίσει - της τόχε υποσχεθεί. Δεν ξανακοίταξε άλλον για άντρα. Πέρασε μια ζωή σαν κόρη περιμένοντας τον και μετά σαν θεία που φρόντιζε τ' ανήψια της, μέχρι που με τα χρόνια έγινε θεια για τα καλά. Ετσι φώναζαν στο χωριό όλες τις γριές.
- Θα λαχτάρησε φαίνεται η θεια να δροσίσει τα πόδια της και μπήκε στο νερό, νύχτα ήταν και κάπου θα παραπάτησε, έβγαλε το συμπέρασμα ο αρχηγός των συγγενών. Αφού λες πως είναι εντάξει, όλα καλά, γιατρέ μου, ευχαριστούμε και να πας στο καλό.
Γύρισαν πίσω στο πάρτυ και το πιοτό. Ο "βοηθός" δεν είχε κέφι να χορέψει, έπινε μόνο. Ηταν συγκλονισμένος από το απρόσμενο θέαμα που του έτυχε. Δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί τι κρυβότανε κάτω από τα ρούχα μιας θειας. Η βότκα του ζωγράφιζε τα στήθια της όλο και πιο έντονα, περισσότερο από απορία και θαυμασμό, παρά από επιθυμία.
Αισθάνθηκε να τον τραβάνε από το μπράτσο ξανά. Αυτή την φορά τα πράγματα ήταν άσχημα. Κόντρα σε όλα τα προγνωστικά ο "γιατρός" ήταν τύφλα στο μεθύσι. Δεν ήταν σε θέση να περπατήσει. Μαζί με έναν εθελοντή τον κρέμασαν από τους ώμους τους και τον πήγαν σπίτι του. Τα πόδια του σέρνονταν στο χώμα, το παντελόνι του ήταν λερωμένο. Περασμένες δύο τη νύχτα βγήκε η μάνα του να τον παραλάβει. Τράβηξε πρώτα τα μαλλιά της και μετά έκανε γροθιά το χέρι της με προτεταμένο τον διπλωμένο δείχτη, τον έβαλε μέσα στα δόντια της κι άρχισε το μοιρολόι " Αάχ, τι του κάνατε του παιδιού μου, πως τον καταντήσατε έτσι τον γιατρό μου, τον επιστήμονά μου, άι,άι, άιιι". Τα δυο παιδιά την ηρέμησαν, τον περιποιήθηκαν και τον έβαλαν για ύπνο. Μετά χώρισαν οι δρόμοι τους, ο "βοηθός" πήρε τον παραλιακό να αναπνεύσει λίγο δροσερό αέρα.
Οπως περπάταγε κουρασμένος και μισοζαλισμένος του φάνηκε πως είδε στο φεγγαρόφωτο μια σκιά να κινείται μέσα στην θάλασσα προς τα κει που βάθαιναν τα νερά. Είχε δει φευγαλέα για να κρίνει αλλά ώσπου να συγκεντρωθεί δεν φαινότανε τίποτε πια. Απ' το μυαλό του πέρασε πως μπορεί και να του φάνηκε, είχε πιεί αρκετά, μπορεί ακόμα η σκιά να έφτασε στα άπατα και να μη φαινότανε πια. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά, οι ατμοί της βότκας έκαναν τον ύπνο απαιτητικό.
Το μεσημέρι που ξύπνησε άκουσε την καμπάνα της. Αυτή την φορά η θεια τα κατάφερε.
πρωτοδημοσιεύτηκε στις 11-2-2018 στον ιστότοπο https://sarantakos.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου